“ Στον Αριστοτέλη οφείλεται η άποψη της Φιλοσοφίας ως «επιστήμης» του όντος, του πιο καθολικού χαρακτήρος της πραγματικότητας. Κάθε επιστήμη μελετά ένα γένος των όντων, είναι όμως το είναι καθαυτό, το «όν ή όν» (being qua being) ένα γένος, το πιο καθολικό της πιο καθολικής επιστήμης, εκείνης του όντος ή όντος;
Η απάντηση του Σταγιρίτη, διεξοδικά δοσμένη στο Γ, στο Ε και στο Κ των Μεταφυσικών, αποτέλεσε βάση της εικόνας της Φιλοσοφίας ως επιστήμης του όντος όπως και των αρχών και θεμελίων των επί μέρους επιστημών, με αντικείμενο ένα γένος η καθεμιά τους των όντων. (Ο ίδιος εξάλλου ήταν ένας πανεπιστήμων, ορίζοντας και τις αρχές των φυσικών και βιολογικών επιστημών (Φυσικά, Περί Κόσμου, Περί Ζώων Μορίων, Περί Ζώων Ιστορίαι, Περί Γενέσεως και Φθοράς (των ζώων), Περί Ζώων Κινήσεως, Περί Ψυχής, Περί Αισθήσεως και Αισθητών, Μικρά Φυσικά κ.α).
Αν κάθε όν έχει μια φύση που μελετά η επιστήμη, κατά τρόπον «αναγκαίον» (παράγοντας αναγκαίους συμπερασμούς για τις αναγκαιότητες των σχέσεων που τα διέπουν και σχετίζουν – η μελέτη της Απόδειξης ως Οργάνου της Επιστήμης απασχολεί τα Αναλυτικά Ύστερα) έχει φύση και το ίδιο το το όν, το είναι τους; Και πια (πρώτη και πιο καθολική) επιστήμη μελετά αυτή την φύση των όντων; Απόρημα για τους μελετητές του εξ άλλου απετέλεσε κατά πόσο η Φιλοσοφία του όντος μελετά το πρώτο καθόλου Όν (προς το οποίο τα άλλα όντα συνάπτονται αιτιακά ή εννοιακά (η «προς έν» σημαντική του όντος) ή τα όντα πιο καθολικά, στο πιο καθολικό χαρακτηριστικό τους ως όντα. Αλλά αν ο Σταγειρίτης δίδαξε την πολυσημαντότητα του όντος, «το πολλαχώς λέγεται» της εννοίας «είναι», με την έννοια όμως του είναι των «κατηγοριών», του «κατηγορικού» είναι (ουσία, σχέση, πού, πώς κλπ), ήρθε πολύ αργότερα η «υπαρξιστική φαινομενολογία» με ένα Χάιντεγκερ (μαθητή του φαινομενολόγου Χούσερλ) για να διαφορίσει μια προ-κατηγορική έννοια του «είναι» (που και αυτή ο βαθύς μελετητής των Αρχαίων Χάιντεγκερ την ανεγνώρισε στους Προσωκρατικούς κι ιδιαίτερα τον Παρμενίδη).
Δηλαδή την έννοια της «ύπαρξης», όχι του κατηγορικού «είναι τι» αλλά του «είναι απλώς» σαν βασικής μέριμνας («sorge») του ανθρώπινου όντος σε διάκριση προς τα άλλα όντα. Το ποτήρι και το παπούτσι του σκαρπάρη είναι («there are») ενώ μόνο ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει «exists», περιδεής μπροστά στο πρωταρχικό ερώτημα «γιατί να υπάρχει ο,τιδήποτε και όχι το τίποτε» (θυμούμαι στα φιλοσοφικά μου πρωτόλεια τον ποιητικό τρόπο που περιέγραφε τον τρόμο της ιδέας του είναι μπροστά στο μηδέν ο Μαλεβίτσης).
Από τον Έγελο και μετά, έχουμε την διάκριση ανάμεσα στις φύσεις και στις ιστορίες των πραγμάτων, σε πράγματα που έχουν φύσεις, «ουσίες» όπως το είδε ο Αριστοτέλης και πολιτιστικές δημιουργίες και δράσεις που έχουν ιστορίες. Και η φιλοσοφία κρίνεται να έχει αυτές τις ιστορίες ως αντικείμενο. Ποιά η σχέση της λοιπόν με επιστήμες που μελετούν τις φύσεις των πραγμάτων, π.χ. την βιολογία, ή φυσική;
Αν τα αντικείμενά τους έχουν φύσεις, έχουν οι ίδιες αυτές οι επιστήμες φύσεις ή ιστορίες; Kι εντέλει η διαφορά των αντικειμένων των λεγομένων φυσικών επιστημών (Naturwissenschaften) και εκείνων των επιστημών του πνεύματος (Geistenwissenshaften) δεν είναι η ίδια μια πολιτισμική δημιουργία που έχει δηλαδή κι εκείνη ιστορία παρά φύση; Το ιστορικό, ή μάλλον ιστορικιστικό βήμα του Εγέλου (στο κατόπιν του οποίου ακολούθησε ο μελετητής του Μαρξ) ήταν να κρίνει ότι και αυτές τούτες οι φύσεις των «όντων», ή οι «έννοιές» τους, έχουν μια ιστορία. Παρόμοια, η φιλοσοφία έχει μια ιστορία, και το ερώτημα «τί είναι φιλοσοφία» απαντάται σε αναφορά με την παράδοση της διαμόρφωσης της έννοιας της, και των όρων λογικότητας (rationality) των προτάσεων των φιλοσόφων για το τί είναι, ή πιο σωστά, τί νομίζεται ότι πρέπει να είναι η φιλοσοφία (σαν έννοια παρά σαν καθόλου).
Η δραστηριότητα της φιλοσοφίας (παρά η φύση της) στην εισαγωγή και τον έλεγχο διακρίσεων στις έννοιες και την εφαρμογή τους (περιλαμβανομένης της δικής της έννοιας) πρέπει να είναι μια έλλογη δραστηριότητα, δηλαδή μια κανονιστική διαδικασία με όρους του ορθού και του εφαλμένου. Να μπορούν να δοθούν λόγοι, επιχειρήματα, γιατί μπορούμε να εφαρμόσουμε μια έννοια ή όχι. Και η μεγάλη ενόραση του Εγέλου, ήταν να ορίσει ότι μολονότι και τα πράγματα έχουν ιστορίες και όχι φύσεις, η διαμόρφωση της ιστορίας τους πρέπει να γίνεται ως να είχαν αυτά φύσεις, με συνέπεια προς τις δεσμεύσεις που προηγούμενες στιγμές της έννοιας εμπεριείχαν. Η φιλοσοφία οδηγεί όχι σε γνώση αλλά σε κατανόηση, αποτελεί ανώτερη έκφρασή μας σαν δια-λογικά (discursive) όντα. Δίνουμε και δεχόμαστε λόγους (reasons) σε μια διαρκή αναζήτηση και πρόταση αληθειών. Αυτή είναι μια παραδοσιακή εικόνα της φιλοσοφίας ως κανονιστικής (normative) δραστηριότητας που μελετά την φύση και τους όρους της λογικότητάς μας, την εξήγηση (explication) και άνοιγμα σε κριτική των εννοιών μας (και εκείνων που αναφέρονται σε «φύσεις» των πραγμάτων). Δηλαδή των επιστημών.
Ξέρω ασφυκτιάς κ. Πολυώνυμε, μπήκα σε βαθιά και ακόμα περισσότερα και πιο βαθιά μελέτη της για να την απορρίψεις όπως είχε κάνει ο Μαρξ, βαθύς μελετητής του Εγέλου, την φιλοσοφία του οποίου, όπως δήλωσε ο ίδιος, την δέχθηκε μόνο για «να την γυρίσει ανάποδα στο κεφάλι της», μελετώντας βαθιά τους φιλοσόφους, για να κρίνει ότι ωστόσο δεν θέλησαν να αλλάξουν ποτέ τον κόσμο, όπως θα έκανε η δική του «πολιτική οικονομία», για την οποία «άφησε» την φιλοσοφία.
Άφησε άραγε; Γιατί ο ίδιος αποκαλούσε την πολιτική οικονομία μια «ηθική» επιστήμη, μια αξιακή δηλαδή θεώρηση του πώς αποσπάται το παραγόμενο προϊόν από τον υφιστάμενο την αλλοτρίωση εργάτη ενώ ελέγχεται (αποκλείεται δηλαδή) η πρόσβασή του στα μέσα παραγωγής, ενώ η μετατροπή του χρόνου ζωής σε εργάσιμο χρόνο συνεπάγεται την μετάλλαξη του ανθρώπινου βίου σε εμπόρευμα μετρούμενο σε εμπορεύσιμο χρόνο εργασίας, δηλαδή του ανθρώπου-εργάτη σε commodity (μια φιλοσοφική, ανθρωπολογική θέση). Aν έχουμε καταλάβει τί είναι ο Μαρξισμός (μετά από τα φροντιστήρια που μας έκαναν οι βαθιοί μελετητές του Μαρξ όπως ο Ρήγας Σωφεραίος, με σοφές διαλέξεις στο Κοινοτικό και στην εφημερίδα του «Μαριολενινισμού». Θυμάμαι άλλωστε τις εμβριθείς αναλύσεις που κάναμε στο Κοινοτικό με βάση τα «Φιλοσοφικά και Οικονομικά Χειρόγραφα» του Μαρξ του 1844, και την θέση του Μαρκούζε αλλά και του βιογράφου του Μαρξ ότι καλό είναι να καταλάβουμε τον Μαρξ όχι από την θέση του Κεφαλαίου, αλλά ήδη από τα Χειρόγραφα στα οποία ο Μαρξ προσπαθεί να συλλάβει την συνολική κατάσταση του ανθρώπου, ξεκινώντας ο ίδιος από φιλόσοφος (μελετητής του Εγέλου και αποδέκτης της θεωρίας της ιστορίας, της υποκειμενικότητας και της άρνησης) σε μια πορεία «να καταστεί ταυτόχρονα ιστορικός, οικονομολόγος και θεωρητικός της πολιτικής» (Werner Blumenberg, 1962: 54).
Τέλος, για να κλείσουμε το μακρύ τροπάρι. Έχει σχέση η φιλοσοφία με την πολιτική; Με καίει το ερώτημα, γιατί αν δεν έχει (όπως διατείνεσαι εσύ) πρέπει να ρίψω στην πυρά τα μισά βιβλία της βιβλιοθήκης μου. Και την Πολιτεία του Πλάτωνος, και τα Πολιτικά του Αριστοτέλους, και τον Ηοbbes, και το Πνεύμα των Νόμων του Μοντεσκιέ, και τον Σκωτικό Διαφωτισμό, και τον Σπινόζα, και τον Rawls, και την Martha Nussbaum, και τον Rorty και ολόκληρη την Σχολή της Φραγκφούρτης (θα βγάλει φωτιά το Google, το ξέρω). Και τον Μάρξ τον ίδιο βέβαια. Που θεωρούσε ως τελική «πραγμάτωση της φιλοσοφίας» (Εγελιανά, «realisation of philosophy») την «ενοποίηση του φιλοσόφου με τον πολιτικό». Αν και, όπως σημειώνει ο Elie Kedourie, στο Hegel & Marx του, αν ο Έγελος διαμόρφωσε σε βάθος μια θεωρία της πολιτικής στο Φιλοσοφία του Δικαίου, οι «επίγονοί» του (όπως τους ονομάζει σε αμετάφραστα ελληνικά ο Μαρξ) δεν μερίμνησαν παρά για την άντληση από τον Έγελο μιας θεωρίας της ιστορίας, της λογικής και της θρησκείας, ενώ ο Μάρξ διαμόρφωνε μια θεωρία της οικονομίας με πολιτικές προεκτάσεις.
Ο Χορκχάϊμερ, με την σειρά του, στο «The State of Contemporary Philosophy», μιλά για την «διαλεκτική ώσμωση και εξέλιξη» ανάμεσα στην φιλοσοφική/ θεωρία και την πολιτική/εμπειρική πράξη, βρίσκοντας ένα καλό παράδειγμα στον τρόπο με τον οποίο σχετίζεται η φιλοσοφία των φυσικών επιστημών και οι φυσικές επιστήμες καθώς αυτές αποφεύγουν την χαοτική υπερειδίκευση με το πέρασμα πνευματικών εμπνεύσεων από την φιλοσοφία στην εμπειρική έρευνα και μια θεωρητική ενατένιση προς ένα όλο και την ουσία του. Τα έγραφε αυτά ο ιδρυτής της Σχολής της Φραγκφούρτης για να εξηγήσει το γεγονός ότι η έδρα του είχε ονομασθεί έδρα «κοινωνικής φιλοσοφίας» και το Τμήμα των Κοινωνικών Επιστημών είχε υπαχθεί στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου του.
Αλλά εγώ δάσκαλο είχα πάντα τον Αριστοτέλη (υπολογίστε ελεύθερα την ηλικία μου και «πηλίκος ήν ότε ο Μήδος αφίκετο»), και η έννοια της πολιτικής φιλοσοφίας συνείρει πάντα την άποψή του για την πόλη σαν χώρο αγωγής του ανθρώπου παρέχοντας τα μέσα και το περιβάλλον για να αναδείξει την ανθρώπινη ουσία του ζώντας κατ΄αρετήν, δηλαδή σαν μια ηθική πάνω από όλα κοινοπολιτεία ελευθέρων ανθρώπων. Τώρα, αν ο Μπλαιρ, «είναι πολιτκός αλλά δεν είναι φιλόσοφος», πρώτος ο Πλάτων θα του έλεγε ότι για τούτο είναι κακός πολιτικός, έχοντας αποσυνδέσει την πωλητική του από μια θεωρία για το κοινό αγαθό, δεν έχει, μέσα από την φιλοσοφική παιδεία, και φιλοσοφική θεώρηση του «τέλους», του σκοπού, της πόλης και της πολιτικής.
Γιατί για τον Αριστοτέλη ο «άξιος» πολιτικός είναι ο άξιος γενικά να άρχει ανθρώπων αλλά εκείνος που συνδυάζει τις επί μέρους εκείνες δεξιότητες για την συμβιωτική (βασισμένη στην φιλία ελευθέρων ανθρώπων) κοινωνία που έχει για τελικό σκοπό της το ανώτατο αγαθό, την εν αυταρκεία ευδαιμονία.”