“Αυτό το άρθρο γράφτηκε δυο χρόνια πριν, στις 3 Σεπτέμβρη του 2013.
Παραμένει επίκαιρο, χωρίς καμμία αλλαγή, έκτοτε και ακόμη 172 χρόνια τώρα. Και φοβάμαι ότι θα παραμείνει για αρκετό καιρό ακόμη αν δεν κοιτάξουμε ΤΟ πρόβλημά μας. Το Κράτος που χτίσαμε και μας έχτισε εντός του.
Εγώ στις 3 του Σεπτέμβρη προτιμώ να θυμάμαι μιαν άλλη μέρα, 170 χρόνια πριν, μια μέρα δημιουργίας, όταν λαός και στρατός βγήκαν στους δρόμους, στην πλατεία Ανακτόρων. Όταν οι διαδηλώσεις είχαν συγκεκριμένο νόημα, είχαν ζητούμενο και αποτέλεσμα στην ίδια αυτή πλατεία που έκτοτε αποκαλούμε Πλατεία Συντάγματος.
Τη νύχτα 2 προς 3 Σεπτέμβρη του 1843 εκδηλώθηκε το κίνημα που οργανώθηκε από τον αγράμματο στρατηγό Μακρυγιάννη (πούγραψε όμως το «οράματα και θάματα») μαζί με παραγκωνισμένους οπλαρχηγούς, όπως τον Υδραίο Αρβανίτη Κωνσταντίνο Κανάρη αλλά και τον Ανδρέα Μεταξά, τον Ανδρέα Λόντο και άλλους και βεβαίως τον συνταγματάρχη Δημήτριο Καλλέργη. Ήταν ένα κίνημα του στρατού που ενώθηκε με τον λαό στην πλατεία Ανακτόρων κάτω από το σύνθημα «Ζήτω το Σύνταγμα».
«Η χωροφυλακή παρατήρησε τις ύποπτες κινήσεις γύρω από την οικία του και την περικύκλωσαν. Ο Καλλέργης, συνειδητοποιώντας την κρισιμότητα της κατάστασης, κατέφθασε στους στρατώνες και ξεσήκωσε τους αξιωματικούς με το σύνθημα "Ζήτω το Σύνταγμα". Αμέσως διέταξε έναν λόχο να διαλύσει την πολιορκία του οίκου του Μακρυγιάννη και άλλον έναν να ανοίξει τις φυλακές του Μεντρεσέ, ενώ αυτός παράλληλα κατευθυνόταν με 2.000 στρατιώτες στα ανάκτορα. Επιπλέον είχε στείλει στρατιωτικά αποσπάσματα να καταλάβουν το νομισματοκοπείο, την Εθνική Τράπεζα, το Δημόσιο Ταμείο και τα διάφορα υπουργεία.
Η άφιξη του στρατού με ζητωκραυγές και συνθήματα συντέλεσε, ώστε να σπεύσουν προς τα ανάκτορα και οι κάτοικοι της Αθήνας και να ενωθούν με τον στρατό. Ο Βασιλιάς έστειλε τον υπασπιστή του Γρίβα Γαρδικιώτη και τον υπουργό στρατιωτικών Αλέξανδρο Βλαχόπουλο να βολιδοσκοπήσουν την κατάσταση και να προσπαθήσουν να μεταπείσουν τους στρατιώτες. Κατά διαταγή όμως του Καλλέργη συνελήφθησαν αμέσως. Ο Όθωνας, φοβούμενος για τα χειρότερα, έστειλε τον Στάινστορφ, τον διαγγελέα του, στο Σχινά για να φέρει τα πυροβόλα. Ο τελευταίος όμως προτίμησε να συνταχθεί με τους επαναστάτες» (wiki).
Η βαυαρική μοναρχία μετά από αυτό υπέκυψε στην πίεση μιας ματαιωμένης επανάστασης των ιθαγενών ενός τόπου που δεν πολυκαταλάβαινε. Μιας επανάστασης που είχε χάσει τον δρόμο της από τις συγκρούσεις και το αίμα που χύθηκε μετά τον θάνατο του Κυβερνήτη και είχε καταλήξει να μετατρέψει τη χώρα που γεννήθηκε από τους οραματιστές γραικούς, από τα ιδανικά του διαφωτισμού και των φιλελλήνων, αυτό το συλλογικό όραμα της δύσης, σε ένα μικρό φέουδο μιας κεντροευρωπαϊκής μοναρχικής οικογένειας.
Εκείνη τη μέρα γεννήθηκε η σύγχρονη Ελλάδα. Η πρωτεύουσα ήρθε στην Αθήνα. Η μέρα εκείνη περιέχει τον Βενιζέλο και τον Τρικούπη, τον Πλαστήρα και τον Καραμανλή, την αριστερά της και τη δεξιά της, τις ταραχές, την επέκταση μέχρι το '22, το μεταξικό καθεστώς, την καταστροφή, τον εμφύλιο, τη δικτατορία, τα πολιτικά και κοινωνικά κινήματα, ό,τι ακολούθησε κι ακολουθεί.
Περιέχει ό,τι ακολούθησε κι ακολουθεί ως τις μέρες μας κι αυτές που θάρθουν όπου, στο λυκόφως της δημοκρατίας της μεταπολίτευσης, το ίδιο αυτό Σύνταγμα πριν γίνει κουρέλι υπό την πίεση της ανάγκης και της ζητιανιάς, το είχε ήδη καταντήσει κουρελού η πολιτική μας τάξη, που τόφτιαξε έτσι ώστε, αντί να προστατεύει την ελευθερία των πολιτών, να προστατεύει μόνο τη δικαιοδοσία του κράτους και των διαχειριστών του, δηλαδή τη δική τους. Ενα patchwork ασυνεπές κι ασυνάρτητο, με προσθήκες και μετατροπές που το καθιστούν ανεφάρμοστο ως όλον, άρα το γελοιοποιούν.
Αυτή τη μέρα, λοιπόν, νομίζω ότι πρέπει να τη θυμόμαστε για έναν λόγο παραπάνω σήμερα: Η χώρα για να επιβιώσει χρειάζεται θεμελιωδώς διαφορετική φιλοσοφία λειτουργίας, έχει ανάγκη από ένα νέο, απλό, ευρωπαϊκό, σύγχρονο σύνταγμα που θα εισάγει βασικές αρχές προστασίας της ελευθερίας των πολιτών να οργανώνουν τη ζωή τους με ασφάλεια, να επιχειρούν, να δημιουργούν, να παράγουν πλούτο και γνώση για τον εαυτό τους και για το σύνολο.
Ένα σύνταγμα που θα ορίζει με σαφήνεια τις υποχρεώσεις και τα μέσα που διαθέτει το κράτος για να τις εκπληρώσει, καθώς και τις ευθύνες των διαχειριστών του. Για ένα κράτος που θα είναι ιδιοκτησία των πολιτών του οι οποίοι αποφασίζουν τί και πώς τούς εξυπηρετεί να κάνει, πώς θα τους υπηρετεί. Ενα κράτος που θα ανήκει στους πολίτες του και όχι ένα κράτος που θα του ανήκουν οι υπηκόοι του, τα υπάρχοντα το μέλλον και τα όνειρά τους, αυτό δηλαδή που επικράτησε τελικά και μας ταλαιπωρεί και ευτελίζει ακόμη.
Η ελληνική κοινωνία έχει κυρίως ανάγκη να επιστρέψει μέσα από αυτό το νέο ιδρυτικό κείμενο στη συνταγματική πίστη, στο Κράτος Δικαίου, στο ακριβότερο σύμβολο της Δημοκρατίας που ευτελίστηκε.”