“Παρότι το εύρος των θέσεων και των προοπτικών για τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα δεν παύει να επεκτείνεται και να εμβαθύνεται, ορισμένα μονότονα, όσο και μυωπικά, ρεφρέν δεν παύουν να επαναλαμβάνονται.
Από τη μια πλευρά, κάποιοι δήθεν προοδευτικοί δεν σταματούν να μιλούν για το γενικευμένο όργιο κερδοφορίας των επιχειρήσεων εις βάρος των εργαζομένων που, όπως ισχυρίζονται, συντελείται σήμερα στα πλαίσια της ελληνικής οικονομίας.
Δύσκολα, όμως, όλοι αυτοί οι «σταυροφόροι της δικαιοσύνης» μπορούν να ερμηνεύσουν την μεγάλη διστακτικότητα που δείχνει σήμερα το διεθνές και το «εγχώριο» -στο ευσταθές περιεχόμενο που αυτός ο χαρακτηρισμός διατηρεί ακόμα – κεφάλαιο στο να έλθει και να επενδυθεί στην Ελλάδα.
Διστακτικότητα που δεν παύει να εντείνει την ανεργία: και κυρίως των νέων.
Και δυστυχώς, σπανίως αναρωτιούνται για το ποιο ουσιαστικό νόημα, άραγε, μπορεί να έχει αυτό το δήθεν «γενικευμένο όργιο κερδοφορίας» στην Ελλάδα όταν ο διεθνής καπιταλισμός συνεχίζει να δείχνει τόσο μικρό ενδιαφέρον να επωφεληθεί εμπράκτως από την υποτιθέμενη «ασυδοσία» που του προσφέρεται.
Δεν καταλαβαίνουν πως επειδή ακριβώς δεν προβλέπει διόλου εύκολα κέρδη απέχει από οποιαδήποτε μαζική εισροή στην Ελλάδα.
Από την άλλη πλευρά κάποιοι δήθεν ρεαλιστές Έλληνες επιχειρηματίες, εκπροσωπώντας τον κύκλο ανάπτυξης που κλείνει, δεν σταματούν τις ρηχές θρηνωδίες τους: «δεν βγαίνουμε…».
Παράλληλα, δεν σταματούν να αναπαράγουν μια ασπόνδυλη, βραχύπνοη, εσωστρεφή και στην ουσία αδιέξοδη επιχειρηματική κουλτούρα: καλλιέργεια προνομιακών σχέσεων με την κρατική εξουσία, σκόπευση σε προνομιακού τύπου δημόσιες συμβάσεις, σιωπηλή – αλλά και συστηματική – εκτροφή της διαφθοράς και της παραβατικότητας, παιχνίδι κάτω από το τραπέζι…
Ακόμα και αν δεν «βγαίνουν», δεν μας εξηγούν γιατί θα έπρεπε τελικά να «βγουν»; ...”