“Οι κοινωνίες δεν είναι άθροισμα μερών, ανεξάρτητων το ένα από το άλλο. Οι συντηρητικοί και οι προοδευτικοί, οι ελαφρόμυαλοι και οι νουνεχείς, οι σεμνοί και οι θρασείς, οι καλοί και οι κακοί, οι ηθικοί και οι ανήθικοι, οι αριστεροί, οι κεντρώοι και οι δεξιοί, δεν συγκροτούν κλειστές ομάδες που λειτουργούν, εξελίσσονται και διαμορφώνονται η μία ερήμην της άλλης.
Οι κοινωνίες είναι ένα σύνολο συγκοινωνούντων δοχείων σε διαρκή σχέση και αλληλεπίδραση, που κινούνται και αλλάζουν πάντα σε μια ενιαία κατεύθυνση.
Οι κοινωνίες είναι σαν τους συρμούς των μεγάλων τραίνων. Όταν ξεκινήσει αργά η μηχανή κανένα βαγόνι δεν μπορεί να μένει ακίνητο. Με μια μικρή καθυστέρηση, τόση όση χρειάζεται για να απορροφηθούν τα κενά που διαθέτουν οι ελαστικοί σύνδεσμοι για να μην σπάζουν, ακολουθεί το πρώτο βαγόνι και μετά από αυτό το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο, όλα, μέχρι το τελευταίο.
Τα παιδιά που διασκεδάζουν ή εκτονώνονται βάφοντας με σπρέι τις εικόνες ενός παρεκκλησίου δεν είναι μια κλειστή ομάδα που κάνει απλά το διεστραμμένο κέφι της, σε αντίθεση με όλους τους άλλους, που ακόμη δεν τόλμησαν κάτι τέτοιο. Είναι η ορατή ένδειξη για την κατεύθυνση που έχει πάρει το σύνολο του συρμού. Επειδή, την ίδια στιγμή, όλοι οι άλλοι τολμούν παράλληλα ένα αντίστοιχο κακό, στα δικά τους μέτρα. Οι διαφορές είναι φαινομενικές και μόνο ποσοτικές.
Τα παιδιά αυτά δεν μετακίνησαν και δεν πέρασαν μόνα τους, ανεξάρτητα από όλους τους άλλους, το φράγμα της ιερότητας, το σύνορο του κοινώς αποδεκτού αδιανόητου και τα όρια των καθιερωμένων αναστολών. Είναι απλά μέρος του μεγάλου συρμού, που μετακινήθηκε ολόκληρος σε αυτήν την κατεύθυνση.
Την ίδια στιγμή που ένας νέος αποφάσιζε ότι, αν πρόκειται για την διασκέδαση του, επιτρέπεται πλέον ακόμη και ο βανδαλισμός των συμβόλων, στην άλλη πλευρά του φάσματος ένας σεβάσμιος ακαδημαϊκός περνούσε και αυτός τον δικό του Ρουβίκωνα και αποφάσιζε ότι δεν θα ήταν δα και τόσο μεγάλο πρόβλημα να πετάξει το αποτσίγαρο του στο πεζοδρόμιο.
Την στιγμή που ένας «αναρχικός» του είδους των Εξαρχείων αποφασίζει ότι, για τον σκοπό που «μάχεται», είναι θεμιτές ακόμη και οι ληστείες τραπεζών, στην άλλη πλευρά του φάσματος ένας μεγαλοδικαστής αποφασίζει να θεωρήσει τον νόμο ιδιοκτησία του και να τον αγνοήσει, για να υπηρετήσει μια άδηλη σκοπιμότητα, που, ακριβώς όπως και ο «μαχόμενος» νέος, μόνος του προσδιόρισε και αξιολόγησε.
Η παραπάνω θλιβερή εικόνα, μια από τις πολλές που πλημμυρίζουν πια την καθημερινότητα μας, δεν χαρακτηρίζει τους συγκεκριμένους, (άγνωστους πάντα, κάτι που δεν είναι τυχαίο), δράστες. Είναι ηχηρή ένδειξη για την κατεύθυνση της πορείας όλων των βαγονιών του συρμού, που κινούνται πάντα γερά δεμένα μεταξύ τους.
Όποιος δεν μπορεί να δει την κραυγαλέα συνάφεια ανάμεσα στα αυθαίρετα παλάτια των μεγαλοσχημόνων της Μυκόνου και τις παράνομες μεζονέτες των αξιοπρεπών αστών, οικιστών του βιασμένου ελληνικού τοπίου, με τον βανδαλισμό των ταπεινών παρεκκλησιών είναι απλά τυφλός.
Όποιος δεν μπορεί να διακρίνει την άμεση σχέση ανάμεσα στην κατάλυση κάθε έννοια ιερότητας και την ολοένα και μεγαλύτερη διεύρυνση των ορίων της ελευθεριότητας στον δημόσιο βίο με τις κρυμμένες στους κακογραμμένους νόμους φωτογραφικές, νυχτερινές τροπολογίες είναι απλά αφελής. Και όταν η μηχανή του τραίνου φτάσει στον γκρεμό και αρχίσει την πτώση μοιραία θα ακολουθήσουν, με την σχετική καθυστέρηση που επιβάλλουν οι κανόνες της μηχανικής και τα υπόλοιπα βαγόνια.”