“Από τότε που ξεκίνησε ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία το 2011, περισσότεροι από 12 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν εκτοπιστεί από τις συγκρούσεις, ενώ 4,1 εκατομμύρια από αυτούς έχουν εγκαταλείψει τη χώρα. Η ροή των προσφύγων από τη Συρία είναι γενικώς σταθερή, αλλά υπήρξαν δύο μεγάλες εξάρσεις κατά τα τελευταία τέσσερα χρόνια.
Η πρώτη ήταν στα μέσα του 2013, όταν οι μάχες εντάθηκαν. Αυτό συνέβη όταν το καθεστώς Άσαντ ενέτεινε τις επιθέσεις του, ο Αραβικός Σύνδεσμος συμφώνησε να εξοπλίσει ομάδες ανταρτών και ένας πρώην κλάδος της Αλ Κάιντα ήρθε στο προσκήνιο ως Isis. Μεταξύ Μαρτίου και Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, ένα εκατομμύριο άνθρωποι εγκατέλειψαν τη χώρα - όσοι είχαν φύγει τα προηγούμενα δύο χρόνια.
Το δεύτερο κύμα έξαρσης συμβαίνει τώρα. Δεν ήταν τόσο ξαφνικό, αλλά ο αριθμός των ατόμων που εγκαταλείπουν τη χώρα έχει επιταχυνθεί από την αρχή του έτους, και μέχρι τον Αύγουστο η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες είχε καταμετρήσει πάνω από 800.000 πρόσφυγες από τη Συρία, σχεδόν όσους υπήρχαν για το σύνολο του 2014 (μόλις πάνω από 900.000). Με αυτό το ρυθμό, περίπου 1,2 εκατομμύρια είναι πιθανό να έχουν εγκαταλείψει τη Συρία μέχρι το τέλος του έτους. Δεν υπάρχει κανείς μεμονωμένος λόγος για την αύξηση αυτή, αλλά η εντατικοποίηση των μαχών και η καταστροφή της οικονομίας της χώρας έχουν δημιουργήσει μια εντεινόμενη αίσθηση μεταξύ του πληθυσμού ότι, καθώς ο πόλεμος εισέρχεται στον πέμπτο χρόνο, δεν φαίνεται φως στην άκρη του τούνελ. Όταν ερωτώνται σχετικά με τους λόγους για την έξοδο, οι περισσότεροι Σύριοι κάνουν λόγο για τις αυξανόμενες βομβιστικές επιθέσεις, τις μάχες στη Δαμασκό και το Χαλέπι, της απειλές από το Isis και την υποχρεωτική στρατολόγηση ή φυλάκιση από το καθεστώς Άσαντ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, μέχρι στιγμής φέτος πάνω από 200.000 Σύριοι έχουν φθάσει στην Ευρώπη, προστιθέμενοι στις 230.000 που είναι ήδη εδώ. Αυτή η νέα εισροή ανέρχεται σε περίπου 5% του συνολικού αριθμού των προσφύγων από τη Συρία, αλλά αυτό το 5% έχει συγκεντρώσει το μεγαλύτερο μέρος της κάλυψης από τα ΜΜΕ: τα σωσίβιά σκορπισμένα στην παραλία της Κω και της Λέσβου, το σώμα του πνιγμένο παιδιού, του Alan Kurdi, που ξεβράστηκε σε μια τουρκική παραλία, αυτοσχέδιοι καταυλισμοί σε δημόσια πάρκα στην Αθήνα, κλομπ της αστυνομίας στα Σκόπια (ΣτΜ: ενν. τη χώρα), δακρυγόνα αέρια και περιφράξεις από αγκαθωτό σύρμα στην Ουγγαρία και μια επική πορεία προς τη Δυτική Ευρώπη. Υπάρχει προσφυγική κρίση για τους Σύριους και υπάρχει και μια κρίση σχετική με τα ευρωπαϊκά σύνορα: η μία δεν ταυτίζεται απόλυτα με την άλλη.
Η συντριπτική πλειοψηφία των 4 εκατομμυρίων προσφύγων ζουν σε χώρες που συνορεύουν με τη Συρία. Η Τουρκία εχει υποδεχθεί περί τα 2 εκατομμύρια, η Ιορδανία περίπου 1,4 εκατομμύρια, το Λίβανο έως 1,2 εκατομμύρια. Η Ρωσία, το Ιράν, οι ΗΠΑ, η Βρετανία και οι χώρες του Περσικού Κόλπου έχουν όλοι παρέμβει στην εμφύλια διένεξη, αλλά κανένας δεν ήταν διατεθειμένος να δεχθεί μεγάλο αριθμό προσφύγων από τη Συρία στην επικράτειά του. Μέχρι σήμερα, οι ΗΠΑ έχουν μετεγκαταστήσει περίπου 1.500 Σύριους, ενώ η Βρετανία μόλις πρόσφατα δεσμεύτηκε να πάρει 20.000 μέσα στα επόμενα 5 χρόνια. Οι χώρες του Κόλπου δεν έχουν επίσημα μετεγκαταστήσει κανέναν, αν και η Σαουδική Αραβία υποστηρίζει ότι έχει επιτρέψει σε πολλούς Σύριους, από 500.000 μέχρι και 2,5 εκατομμύρια, να εισέλθουν σε αυτή ως «μετανάστες εργαζόμενοι». Ο αριθμός εξαρτάται από το με ποια κυβερνητική πηγή μιλάς. (Οι ισχυρισμοί των Σαουδαράβων δεν μπορούν να επαληθευθούν, δεδομένου ότι η Σαουδική Αραβία δεν έχει υπογράψει τη Σύμβαση για τους Πρόσφυγες του 1951 ούτε είναι μέλος του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης). Το Ιράν δεν έχει υποδεχθεί ούτε έναν πρόσφυγα από τη Συρία. Η Ρωσία έχει χορηγήσει άσυλο σε συνολικά 2.000 άτομα από το 2011, αλλά αρνείται να λάβει μέρος σε οποιοδήποτε σχέδιο μετεγκατάστασης.
Κάθε χώρα έχει τους δικούς της λόγους ή τις δικές της δικαιολογίες. Η Ρωσία, ο μεγαλύτερος προμηθευτής όπλων προς τον Άσαντ, κατηγορεί τη Δύση ως υπεύθυνη για την εμφύλια σύγκρουση και λέει ότι οι πρόσφυγες είναι ευθύνη της Δύσης. Η Βρετανία, οι ΗΠΑ και οι χώρες του Κόλπου ισχυρίζονται ότι δαπανούν πολλά χρήματα για τη λειτουργία των τεράστιων στρατοπέδων προσφύγων που έχουν στηθεί στις γειτονικές χώρες της Συρίας. (Για να πάρουμε ένα μόνο παράδειγμα, το 2013 το στρατόπεδο προσφύγων Zaatari στην Ιορδανία έγινε ουσιαστικά η τέταρτη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, με πληθυσμό άνω των 150.000 κατοίκων). Τα χρήματα όμως δεν είναι επαρκή. Στις 14 Σεπτεμβρίου, το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα του ΟΗΕ ανακοίνωσε ότι θα χρειαστεί άλλα 330 εκατομμύρια δολάρια για να ταΐσει τους εκτοπισμένους Σύριους μέχρι το τέλος του έτους. Τον περασμένο μήνα, σταμάτησε την παροχή επισιτιστικής βοήθειας σε συνολικά 360.000 Σύριους στο Λίβανο και την Ιορδανία, ενώ το ποσό των τροφίμων σε κουτιά που παρέχει στους εκτοπισμένους στο εσωτερικό της Συρίας έχει μειωθεί κατά 25%.
Στο πλαίσιο αυτό, πολλοί Σύριοι έχουν επιλέξει να δοκιμάσουν να σωθούν μόνοι τους. Στην Τουρκία, για παράδειγμα, μόνο 260.000 από τα 2 εκατομμύρια Σύριους πρόσφυγες ζουν σε στρατόπεδα: οι υπόλοιποι προσπαθούν να βρουν δουλειά. Παρά το γεγονός ότι η τουρκική κυβέρνηση έχει υποσχεθεί να δώσει άδειες εργασίας στους Σύριους, πολλοί δουλεύουν στη μαύρη αγορά όπου η εκμετάλλευση είναι ευρύτατη. Οι Σύριοι οι οποίοι φθάνουν στην Ευρώπη βρίσκονται μπλεγμένοι στην ευρωπαϊκή κρίση συνόρων της οποίας τα θύματα ξεκίνησαν όχι μόνο από τη Συρία, αλλά και από το Ιράκ, την Παλαιστίνη, το Αφγανιστάν, την Ερυθραία, το Σουδάν, τη Σομαλία, το Πακιστάν, το Μπαγκλαντές και τη Νιγηρία, ανάμεσα σε άλλα μέρη. Ξεκινώντας από§ το 2010, ο αριθμός των αιτήσεων ασύλου που υποβάλλονται στην ΕΕ έχει αυξηθεί από περίπου 250.000 το χρόνο σε πάνω από 600.000 το 2014. Όπως συμβαίνει και με τη Συρία, αυτές οι αιτήσεις αντιπροσωπεύουν ένα μικρό ποσοστό του παγκόσμιου συνόλου των προσφύγων, που ο ΟΗΕ υπολογίζει σε 59,5 εκατομμύρια ανθρώπους. Η Ευρώπη νιώθει τις δονήσεις από αυτούς τους τεράστιους εκτοπισμούς πληθυσμών. Η απάντησή της ήταν να προσπαθεί να κλείνει τα σημεία εισόδου όπου κι αν εμφανίζονται, μπλοκάροντας τους ασφαλείς και νόμιμους τρόπους χορήγησης ασύλου, ενώ παραμελεί το ζήτημα του τι να κάνει με τους ανθρώπους που καταφέρνουν και μπαίνουν στην ΕΕ.
Το μοτίβο της κρίσης συνόρων είναι δύσκολο να περιγραφεί, εν μέρει επειδή τα ΜΜΕ τείνουν να αντιμετωπίζουν μεμονωμένα τα διάφορα σημεία όπου εμφανίζεται οξυμένο το πρόβλημα ή επικεντρώνονται σε εξωτερικούς παράγοντες, όπως τα κυκλώματα λαθραίας διακίνησης ανθρώπων, αλλά και επειδή δεν υπάρχει ενιαία ευρωπαϊκή πολιτική συνόρων. Οι Οδηγίες από την ΕΕ καθορίζουν τα γενικά πρότυπα με βάση τα οποία τα κράτη-μέλη νομοθετούν μέσω των δικών τους εθνικών κοινοβουλίων. Τα μεμονωμένα κράτη-μέλη είναι υπεύθυνα για τα δικά τους σύνορα, αλλά συντονίζονται και υποστηρίζονται από οργανισμούς της ΕΕ όπως η Frontex, η οποία υπάρχει για να προστατεύει τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ από το λαθρεμπόριο, τη διείσδυση τρομοκρατών και την «παράνομη μετανάστευση». Στη θεωρία, οι πρόσφυγες θα πρέπει να εξαιρούνται από τα μέτρα αυτά: σύμφωνα με τη Σύμβαση για τους Πρόσφυγες του 1951, την οποία όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ έχουν υπογράψει, τα κράτη είναι υποχρεωμένα να μην τιμωρούν τους ανθρώπους που διασχίζουν τα σύνορά τους σε αναζήτηση ασύλου, ούτε να τους αναγκάζουν να γυρίσουν πίσω σε περιοχές όπου θα εκτεθούν σε κίνδυνο. Όποιος ζητά άσυλο έχει το δικαίωμα σε δίκαιη διαδικασία, και το αίτημά του πρέπει να εκτιμάται σε ατομική βάση (δηλαδή, δεν μπορείς απλώς να χαρακτηρίσεις μια ολόκληρη ομάδα ατόμων που ζητούν άσυλο ως «δικαιούμενους» ή «μη δικαιούμενους» με μια μονοκονδυλιά). Το κόλπο είναι ότι δεν χρειάζεται να ανταποκριθείς σε αυτές τις υποχρεώσεις, αν μπορέσεις να αποτρέψεις τους πρόσφυγες από το να μπουν στην επικράτειά σου.
Το «Φρούριο Ευρώπη» μπορεί να χωριστεί χονδρικά σε τρεις ζώνες, κάπως σαν τους ομόκεντρους δακτυλίους στον χάρτη του μετρό (ΣτΜ: ενν. του Λονδίνου). Η Ζώνη Ένα περιλαμβάνει τα πλούσια κράτη της βορειοδυτικής Ευρώπης, η Ζώνη Δύο τις φτωχότερες χώρες της νότιας και της ανατολικής περιφέρειας της ΕΕ, και η Ζώνη Τρία τις χώρες ακριβώς έξω από την ΕΕ, όπως το Μαρόκο, η Λιβύη, η Τουρκία και η Ουκρανία. Ο στόχος, σχηματικά, είναι να αποτραπούν όσο το δυνατόν περισσότεροι ανεπιθύμητοι μετανάστες από το να φτάσουν στον εσωτερικό πυρήνα, διατηρώντας παράλληλα τα ταξίδια χωρίς διαβατήριο που οι περισσότεροι πολίτες της ΕΕ απολαμβάνουν στο πλαίσιο της συμφωνίας Σένγκεν. Από την αλλαγή του αιώνα, η ΕΕ έχει υπογράψει σειρά συμφωνιών με τους γείτονές της, δίνοντάς τους εμπορικά κίνητρα και διευκολύνοντας τις μετακινήσεις για τους δικούς τους πολίτες με αντάλλαγμα τη δέσμευση των γειτόνων να κάνουν πιο αυστηρή αστυνόμευση των συνόρων τους με την ΕΕ, να θέτουν υπό κράτηση τους μετανάστες χωρίς έγγραφα και να επεξεργάζονται τα αιτήματα ασύλου. Οι συνοριακές χώρες της Ζώνης Δύο, όπως η Ισπανία, η Ιταλία, η Ελλάδα και η Βουλγαρία, περιπολούν τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ, σε μεγάλο βαθμό με εθνικές δυνάμεις που υποστηρίζονται και συντονίζονται από τη Βαρσοβία όπου εδρεύει η υπηρεσία Frontex της ΕΕ. Από το 2001, οι πρόσφυγες που μπαίνουν στην Ευρώπη διέπονται από τη συμφωνία για το άσυλο γνωστή ως «σύστημα του Δουβλίνου», της οποίας το βασικό χαρακτηριστικό είναι ότι οι άνθρωποι πρέπει να κάνουν το αίτημά τους για άσυλο στην πρώτη χώρα της ΕΕ που πατούν το πόδι τους. Αν δεν το κάνουν και ταξιδέψουν σε μια δεύτερη (ή τρίτη ή τέταρτη) χώρα της ΕΕ, μπορούν να εξαναγκασθούν να επιστρέψουν στο σημείο άφιξής τους. Μια πανευρωπαϊκή βάση αποθήκευσης δακτυλικών αποτυπωμάτων γνωστή ως Eurodac βοηθά τις αστυνομικές δυνάμεις να παρακολουθούν τους αιτούμενους άσυλο.
Το βάρος της αστυνόμευσης αυτού του συστήματος έχει πέσει δυσανάλογα πάνω στα κράτη της Ζώνης Δύο, τα οποία τείνουν να είναι φτωχότερα και λιγότερο καλά εξοπλισμένα για να φιλοξενήσουν τους πρόσφυγες. Από το 2011 το σύστημα έχει τεθεί υπό πίεση από δύο κατευθύνσεις: σε όλη την κεντρική Μεσόγειο από τη Βόρεια Αφρική, και στη νοτιοανατολική Ευρώπη μέσω Τουρκίας. Το πρώτο σοκ ήταν το Φεβρουάριο του ίδιου έτους, όταν χιλιάδες Τυνήσιοι έφυγαν από τη χώρα στον απόηχο της εξέγερσης εναντίον του καθεστώτος Μπεν Αλί. Η πορεία που ακολούθησαν, πάνω σε αλιευτικά σκάφη μέχρι το ιταλικό νησί Λαμπεντούζα, είχε από καιρό υπάρξει σταθερή πορεία για μικρούς αριθμούς παράνομων μεταναστών, αλλά όταν δεκάδες χιλιάδες έφτασαν στο διάστημα ενός μόλις μήνα – σε ένα νησί του οποίου ο πληθυσμός είναι μόνο έξι χιλιάδες – βρήκαν τους αξιωματούχους της Ιταλίας και της ΕΕ απροετοίμαστους. Ο συνωστισμός και οι κακές συνθήκες στα κέντρα κράτησης της Λαμπεντούζα οδήγησαν σε ταραχές. Η απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ήταν να προσφέρει οικονομική βοήθεια στην Τυνησία, ώστε να μπορεί να αποκαταστήσει τις «τρύπες» στα σύνορά της και να τα αστυνομεύσει καλύτερα.
Αργότερα το ίδιο έτος, ένας από τους πυλώνες της εξωτερικής άμυνας της Ευρώπης άρχισε να καταρρέει όταν οι Λίβυοι ξεσηκώθηκαν ενάντια στη δικτατορία του Καντάφι. Η Ιταλία και η Λιβύη υπέγραψαν διμερή συμφωνία για τη μετανάστευση το 2004 που επέτρεπε στην Ιταλία να διώχνει τους παράνομους μετανάστες πίσω στη Λιβύη. Η Ιταλία πλήρωσε επίσης για την κατασκευή πολλών κέντρων κράτησης στη Λιβύη, με στόχο να εμποδιστούν οι μετανάστες της υποσαχάριας Αφρικής από το να χρησιμοποιούν τη χώρα ως διαμετακομιστικό σημείο για την Ευρώπη. Μια έκθεση της Human Rights Watch για το 2009 προειδοποίησε για τις «απάνθρωπες και ταπεινωτικές συνθήκες» στα κέντρα κράτησης. Όταν η ΕΕ εξέφρασε την υποστήριξή της για την εξέγερση, ο Καντάφι απείλησε να σταματήσει να συνεργάζεται στα θέματα μεταναστευτικής πολιτικής. Δύο άνδρες από τη Νιγηρία που ζουν τώρα στην Ευρώπη, μου είπαν ότι την άνοιξη του 2011, αφού το ΝΑΤΟ κήρυξε ζώνη απαγόρευσης πτήσεων για να στηρίξει τους Λίβυους εξεγερμένους, τα στρατεύματα του Καντάφι τους πήραν από τα κέντρα κράτησης μέχρι την ακτή και τους διέταξαν να επιβιβαστούν σε σκάφη λαθρεμπόρων. Από την πτώση του Καντάφι, καθώς το κράτος της Λιβύης κατέρρευσε, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι έχουν επιβιβαστεί στα πλοία αυτά. Πολλοί χρησιμοποιούν τη Λιβύη ως απλό σημείο διέλευσης, υπάρχουν όμως και άλλοι που απλώς προσπαθούν να ξεφύγουν από τη βία στην ίδια τη Λιβύη, μια βία που πολλές φορές στρέφεται ενάντια στους μαύρους Αφρικανούς και Νοτιοασιάτες μετανάστες που έχουν εγκατασταθεί εκεί.
Οι θαλάσσιες διαβάσεις από τη Λιβύη προς την Ιταλία αυξήθηκαν απότομα το 2011, αλλά μειώθηκαν εκ νέου το 2012. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, δεν υπήρξαν συντονισμένες επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης στην περιοχή της Μεσογείου. Αντ 'αυτού, η ΕΕ έδινε άφθονα χρήματα για την συνοριακή άμυνα: μια έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας υπολογίζει ότι μεταξύ 2007 και 2013, η ΕΕ δαπάνησε σχεδόν 2 δις Ευρώ σε φράχτες, συστήματα επιτήρησης και περιπολίες στα σύνορα. Στα σήματα ΣΟΣ στη θάλασσα απαντούσαν τα εμπορικά πλοία και μεμονωμένες δυνάμεις από το πολεμικό ναυτικό ορισμένων κρατών. Αυτό ίσχυσε μέχρι το 2013, παρόλο που ο αριθμός των θαλάσσιων διαβάσεων είχε αρχίσει να αυξάνεται και πάλι. Τον Οκτώβριο, δύο βάρκες βυθίστηκαν μέσα σε λίγες ημέρες, σκοτώνοντας περισσότερους από 350 ανθρώπους. Μια έρευνα του ιταλού δημοσιογράφου Fabrizio Gatti ισχυριζόταν ότι οι προσπάθειες διάσωσης για το δεύτερο ναυάγιο καθυστέρησαν σοβαρά λόγω της σύγχυσης εκ μέρους του ιταλικού και του μαλτέζικου πολεμικού ναυτικού για το ποιος ήταν υπεύθυνος. Αργότερα τον ίδιο μήνα, η Ιταλία έλαβε την απόφαση να ξεκινήσει το Mare Nostrum, μια επιχείρηση έρευνας και διάσωσης που κάλυπτε τόσο τα διεθνή ύδατα όσο και τη δική της επικράτεια. Το 2014, περισσότεροι από 170.000 άνθρωποι διασώθηκαν. Και πάλι οι μεγαλύτερες ομάδες ήταν πρόσφυγες από τη Συρία και την Ερυθραία.
Το Mare Nostrum κόστιζε στην Ιταλική Κυβέρνηση 9 εκατομμύρια Ευρώ το μήνα. Τα άλλα κράτη της ΕΕ αρνήθηκαν να προσφέρουν οικονομική υποστήριξη. Τον Νοέμβριο του 2014 αντικαταστάθηκε από μια μικρότερη επιχείρηση, τον Τρίτωνα, που διευθύνεται από την Frontex. Η Βρετανία αρχικά αρνήθηκε ακόμη και να συμβάλει σε αυτό. Η υπουργός Εξωτερικών βαρόνη Anelay ισχυρίστηκε ότι η υποστήριξη επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης στην περιοχή της Μεσογείου θα μπορούσε να λειτουργήσει ως «παράγοντας έλξης», ενθαρρύνοντας ακόμη περισσότερους μετανάστες να κάνουν το επικίνδυνο ταξίδι και δίνοντας δουλειά στα κυκλώματα λαθραίας διακίνησης ανθρώπων. Ήταν ένα κούφιο επιχείρημα. Έως την άνοιξη του 2015, οι θαλάσσιες διαβάσεις από τη Λιβύη ήταν σε άνοδο για μια ακόμη φορά, καθώς ο καιρός βελτιωνόταν. Τον Απρίλιο, δύο βάρκες βυθίστηκαν και σχεδόν χίλια άτομα πνίγηκαν σε διάστημα μιας εβδομάδας. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποσχέθηκε άμεση δράση, αν και η έμφαση παρέμεινε στην αντιμετώπιση των δικτύων εμπορίας ανθρώπων στη Βόρεια Αφρική.
Καθώς εκτυλισσόταν η καταστροφή στην κεντρική Μεσόγειο, η Ευρώπη συνέχιζε να χτίζει φράχτες. Τα χερσαία σύνορα της Ελλάδας με την Τουρκία, που ορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τον ποταμό Έβρο, ήταν επί σειρά ετών μία από τις κύριες οδούς παράνομης εισόδου προς την ΕΕ. Το 2012, η Ελλάδα πιέστηκε πολύ εξωτερικά και εσωτερικά να κλείσει τα σύνορα: η μετανάστευση ήταν σημαντικό θέμα στην προεκλογική εκστρατεία εκείνου του έτους, ενώ άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ πίεζαν την Ελλάδα να κλείσει αυτό που είχε γίνει, σύμφωνα με τα λόγια του αυστριακού υπουργού εσωτερικών υποθέσεων, η «πόρτα αχυρώνα» της Ευρώπης (ΣτΜ: ενν. μια μεγάλη αφύλακτη πόρτα που ανοίγει εύκολα). Εκείνο το καλοκαίρι η νέα κυβέρνηση έστειλε αρκετές χιλιάδες αστυνομικών στα σύνορα του Έβρου, με την υποστήριξη αξιωματούχων της Frontex, και έχτισε ένα φράχτη 12 χιλιομέτρων. Ταυτόχρονα, ξεκίνησε μια αστυνομική επιχείρηση-σκούπα στην Αθήνα για να μαζέψει τους μετανάστες χωρίς έγγραφα και να τους συγκεντρώσει σε ένα διευρυμένο δίκτυο κέντρων κράτησης.
Το επόμενο καλοκαίρι - το καλοκαίρι του 2013 - ήταν η εποχή της πρώτης μεγάλης εξόδου από τη Συρία. Μερικοί από τους πρόσφυγες βρήκαν το δρόμο τους μέσω Τουρκίας προς την ΕΕ, μετά από μια διαδρομή όπου οι λαθρέμποροι τους πήγαν από την Κωνσταντινούπολη μέχρι την πόλη της Αδριανούπολης, μόλις λίγα χιλιόμετρα από τα ελληνικά και βουλγαρικά σύνορα. Με την πορεία προς την Ελλάδα αποκλεισμένη, προσπάθησαν να μπουν στη Βουλγαρία. Σε διάστημα λίγων μηνών περισσότεροι από 12.000 πρόσφυγες - κυρίως της Συρίας - μπήκαν σε μια χώρα που είχε συνηθίσει να δέχεται μόνο μερικές εκατοντάδες αιτήσεις ασύλου ανά έτος. Οι βουλγαρικές αρχές προσπάθησαν να αντεπεξέλθουν και άνοιξαν υποτυπώδη στρατόπεδα με σκηνές για να στεγάσουν τους πρόσφυγες. Την επόμενη άνοιξη, η ΕΕ είχε παράσχει πόρους για να βοηθήσει τη φιλοξενία και την επεξεργασία των αιτημάτων ασύλου, αλλά ένα μέρος των χρημάτων διατέθηκαν για την ασφάλεια των συνόρων: η Βουλγαρία έχει τώρα το δικό της φράχτη. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες της Συρίας που κατευθύνονται προς την Ευρώπη έχουν αναγκαστεί να πάρουν μια πιο επικίνδυνη διαδρομή, με σχεδίες από τα παράλια της Τουρκίας προς τα ελληνικά νησιά. Από τη θάλασσα ή από τη στεριά, η αυξημένη ασφάλεια στα σύνορα της ΕΕ δεν έχει οδηγήσει σε λιγότερη μετανάστευση, απλώς σε περισσότερους θανάτους. Φέτος, 2.921 άνθρωποι υπολογίζεται ότι έχουν πνιγεί στη Μεσόγειο, πέρυσι περισσότεροι από 3.000 έχασαν τη ζωή τους.
Γιατί λοιπόν, δεδομένων των κινδύνων, οι άνθρωποι εξακολουθούν να έρχονται; Και γιατί, όταν φτάνουν στην Ευρώπη, οι άνθρωποι συνεχίζουν το ταξίδι τους, συχνά σε πολύ δύσκολες συνθήκες; Ορισμένοι πιστεύουν ότι οδηγούνται από το όνειρο μιας Ευρώπης που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Κάντε τους μετανάστες να συνειδητοποιήσουν ότι δεν υπάρχει Ελ Ντοράντο και θα σταματήσουν να έρχονται. Αλλά αυτό δεν ισχύει. Έχω περάσει τα τελευταία δύο χρόνια μιλώντας με πρόσφυγες και άλλους μετανάστες που εισέρχονται στην Ευρώπη με αυτόν τον τρόπο. Έχουν εγκαταλείψει τις εστίες τους για διάφορους λόγους - τον πόλεμο, τις διώξεις, την οικονομική δυσπραγία, ή ένα συνδυασμό αυτών - και οι επιλογές προορισμού τους καθοδηγούνται τόσο από πραγματισμό όσο και από ιδεαλισμό. Ο Μ., ένα πωλητής εσωρούχων από τη Δαμασκό, του οποίου η επιχείρηση καταστράφηκε από τον πόλεμο, ζούσε σε μια σκηνή στο Καλαί με το γιο του, όταν τον συνάντησα το περασμένο φθινόπωρο. Ήθελαν να περάσουν στη Βρετανία, είπε, γιατί έτσι θα μπορούσε να βρει μια δουλειά και να πληρώσει ώστε ο γιος του να σπουδάσει και να μπει σε πανεπιστήμιο. Ποιο πανεπιστήμιο ήταν άραγε το καλύτερο – το Cambridge; Ο J., ο Πακιστανός κρατούμενος του ελληνικού κέντρου κράτησης για τον οποίο έγραψα στο LRB (ΣτΜ: ενν. London Review of Books) της 5ης Μαρτίου, αφέθηκε ελεύθερος ένα μήνα περίπου αργότερα και ταξίδεψε προς Βορρά σε όλα τα Βαλκάνια. Όταν έφτασε στην Ουγγαρία, μου έγραψε στο Facebook ρωτώντας με πού θα έπρεπε να πάει στη συνέχεια. Εξαρτάται πού έχεις γνωριμίες, είπα. «Εντάξει τότε θα πάω στη Γερμανία», μου έγραψε. Η L., μια δασκάλα φυσικής αγωγής από την Χάμα στη Συρία, είχε φύγει όχι μόνο εξαιτίας των συγκρούσεων, αλλά επειδή η εννιάχρονη κόρη της δεν είχε πάει σχολείο για δύο χρόνια. Όταν την γνώρισα στην Αθήνα, το Νοέμβριο του 2014, είπε ότι θα ήταν ευτυχής να έμενε εκεί, αν η κυβέρνηση μπορούσε να τους στηρίξει, αλλά επειδή δεν μπορούσε, πήγαινε να δοκιμάσει την τύχη της στη Σουηδία. Ο Τ., ένας ηλεκτρολόγος από το Μάλι, που είχε καταλήξει στην Ιταλία την περασμένη άνοιξη, δεν νοιαζόταν πού θα ζούσε ή πώς θα κέρδιζε χρήματα. Ήθελε απλά να βρει μια θέση εργασίας και ένα ήσυχο σπίτι όπου θα μπορούσε να ξεχάσει τους αντάρτες που απήγαγαν αυτόν και τον αδελφό του και σκότωσαν τη μητέρα του κατά τη διάρκεια του πολέμου του 2012. Είχε βιώσει ρατσισμό από τότε που έφτασε, αλλά μου είπε ότι οι Αφρικανοί έχουν έρθει για να μείνουν και οι Ιταλοί θα πρέπει απλώς να το συνηθίσουν. Η Μ., μια Νιγηριανή που δίδασκε αγγλικά στη Λιβύη έως ότου η βία εκεί την ανάγκασε να μπει σε μια βάρκα λαθρεμπόρων με προορισμό τη Σικελία στις αρχές του έτους, δεν ήταν σίγουρη πού να πάει, αλλά όταν της είπα ότι κατοικούσα σε ένα κομμάτι του Λονδίνου που έχει πολλά μαγαζιά Δυτικοαφρικανών, της έφτιαξα το κέφι.
Κάτι που δείχνουν αυτές οι ιστορίες είναι το πόσο πολυπαραγοντικές (ΣτΜ: παραποιώ ίσως το νόημα του “ενδεχομενικές”, στα αγγλικά λέει “contingent”) μπορεί να είναι οι αποφάσεις των ανθρώπων. Η γλώσσα είναι ένας σημαντικός παράγοντας - οι άνθρωποι από τις πρώην βρετανικές αποικίες κατευθύνονται προς τη Βρετανία και άτομα από τις πρώην γαλλικές αποικίες πηγαίνουν στην Γαλλία - αλλά τα δίκτυα της οικογένειας και των φίλων που μπορεί να έκαναν νωρίτερα το ίδιο ταξίδι, ή απλά και η ιδιοσυγκρασία ενός ατόμου, παίζουν επίσης ρόλο. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας είναι η πολιτική ασύλου του εκάστοτε συγκεκριμένου κράτους-μέλους της ΕΕ: το πόσο γρήγορα και ευνοϊκά επεξεργάζεται τα αιτήματα και τι είδους συνθήκες διαβίωσης των αιτούμενων άσυλο επικρατούν ενώ περιμένεις. Η Σουηδία, για παράδειγμα, δεν έχει λάβει μεγάλο αριθμό αιτήσεων από Σύριους επειδή οι τελευταίοι έχουν ιδιαίτερη αγάπη για τη ρέγγα και τον Στιγκ Λάρσον: αυτό συμβαίνει επειδή το Σεπτέμβριο του 2013 η Σουηδία ανακοίνωσε ότι θα χορηγήσει άσυλο σε όποιομ Σύριο έφτανε εκεί. Ένας Σουδανός πρόσφυγας που πέρασε τα πρώτα πέντε χρόνια της ενήλικης ζωής του ζώντας άστεγος σε διάφορα μέρη της Ευρώπης, μου είπε ότι οι συμπατριώτες του παλιότερα ταξιδευαν προς τη Νορβηγία, έως ότου η Νορβηγία κατέστησε δύσκολο για τους ανθρώπους του Σουδάν να πάρουν άσυλο. Όταν αυτό άλλαξε, οι φίλοι του προσπάθησαν να πάνε στη Βρετανία. Μια ομάδα προσφύγων από την Ερυθραία που συνάντησα στο Καλαί μου είπαν ότι θα ήταν ευτυχής να μείνουν στη Γαλλία, αν δεν ήταν το γεγονός ότι η έλλειψη στέγης είχε οδηγήσει τους φίλους τους να ζουν στο δρόμο, στο Παρίσι, ακόμη και μετά την αίτηση ασύλου.
Οι αιτούμενοι άσυλο θα είχαν λιγότερους λόγους να περιφέρονται στην Ευρώπη αν ήταν σίγουροι ότι θα αντιμετώπιζαν τις ίδες βασικές συνθήκες οπουδήποτε. Μια κοινοτική οδηγία του 2005 καθορίζει τα πρότυπα για την ταχύτητα με την οποία θα πρέπει να υποβάλλονται σε επεξεργασία οι αιτήσεις ασύλου, καθώς και για τις συνθήκες διαβίωσης και το επίπεδο φροντίδας που πρέπει να προσφέρονται στους αιτούμενους άσυλο ενόσω περιμένουν, αλλά οι διατάξεις της είναι ασαφείς και, στην πράξη, οι συνθήκες ποικίλουν τρομερά. Ένας επιζών από βασανιστήρια δικαιούται ψυχολογικής θεραπείας, αλλά η πρόσβασή του σε αυτήν εξαρτάται από το εάν η χώρα υποδοχής διαθέτει καταρτισμένο προσωπικό που θα μπορεί να εντοπίσει τους τραυματισμένους ανθρώπους. Λίγες χώρες έχουν. Ένας λόγος που αυτές οι ανισότητες εξακολουθούν να ισχύουν είναι ότι η ΕΕ έχει καταστήσει τις συνθήκες υποδοχής μικρότερη προτεραιότητα σε σχέση με την αστυνόμευση των συνόρων. Το 2014, ο ετήσιος προϋπολογισμός για την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο ήταν 14,5 εκατομμύρια Ευρώ. Ο προϋπολογισμός του 2014 για την Frontex ήταν 98 εκατομμύρια Ευρώ.
Η Ευρώπη βασίζεται στο σύστημα του Δουβλίνου για τον έλεγχο της κυκλοφορίας των προσφύγων εντός της ΕΕ. Αλλά τώρα το σύστημα έχει λίγο-πολύ καταρρεύσει, καθώς η Ιταλία και η Ελλάδα δεν είναι σε θέση ούτε να προσφέρουν την κατάλληλη υποστήριξη στον μεγάλο αριθμό προσφύγων που φθάνουν εκεί ούτε να τους αποτρέψουν από το να συνεχίσουν τα ταξίδια τους. Χιλιάδες πρόσφυγες κοιμούνται στους δρόμους σε ελληνικές πόλεις, ενώ στην Ιταλία ζωτικής σημασίας υπηρεσίες, όπως η υγειονομική περίθαλψη, παρέχονται από τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα και άλλες φιλανθρωπικές οργανώσεις. Τεράστιες καθυστερήσεις ταλαιπωρούν το ιταλικό σύστημα ασύλου, ενώ το ελληνικό δεν λειτουργεί καθόλου. Αυτός είναι ο λόγος που, καθώς ο αριθμός των ανθρώπων που διασχίζουν τη Μεσόγειο έχει αυξηθεί, αυξάνεται αντίστοιχα πάρα πολύ και ο αριθμός των ατόμων που κοιμούνται σε υπαίθριους χώρους στο Καλαί. Σε αντίθεση με την εντύπωση που δίνεται από ένα μεγάλο μέρος της κάλυψης των ΜΜΕ, η Βρετανία δεν είναι προορισμός επιλογής για τους περισσότερους πρόσφυγες: απλούστατα, το ζευγάρι Σύριων που παίρνουν το λεωφορείο από τη Σικελία προς το Μιλάνο, και στη συνέχεια το τρένο από το Μιλάνο προς τη Σουηδία, έχει λιγότερο δημοσιογραφικό ενδιαφέρον σε σχέση με τον έφηβο από την Ερυθραία που εισάγεται λαθραία από την Ιταλία στη Γαλλία και στη συνέχεια εγκλωβίζεται στο κανάλι της Μάγχης.
Η λαθραία διαδρομή των προσφύγων μέσα από τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων (Ελλάδα, Σκόπια, Σερβία, Ουγγαρία, τώρα Κροατία), όπου σκηνές χάους εκτυλίχθηκαν κατά τους τελευταίους μήνες, χρησιμοποιείται στην πραγματικότητα για χρόνια. Το 2013, η Frontex είχε ήδη αναφέρει μια απότομη αύξηση στα άτομα που παίρνουν αυτή τη διαδρομή. Αυτό το καλοκαίρι, η Ελλάδα ξεπέρασε την Ιταλία ως το κύριο σημείο εισόδου προς την Ευρώπη, καθώς οι αριθμοί διογκώθηκαν από την απότομη αύξηση στους Σύριους που εγκαταλείπουν τη χώρα τους. Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες εκτιμά ότι περίπου το 70% των αφίξεων στην Ελλάδα φέτος είναι Σύριοι. Οι επόμενες δύο μεγαλύτερες ομάδες είναι οι Αφγανοί και οι Ιρακινοί. Στα τέλη Αυγούστου, η κυκλοφορία στη βαλκανική οδό διέλευσης εντάθηκε όταν η Γερμανία ανακοίνωσε ότι θα αφήσει όλους τους Σύριους στην επικράτειά της να υποβάλουν αίτηση για άσυλο. Οι χώρες κατά μήκος αυτής της διαδρομής αντιμετωπίζουν ένα δίλημμα: να αφήσουν τους πρόσφυγες να διέλθουν μέσα από τη χώρα τους ή είναι πολύ μεγάλος ο κίνδυνος ότι η επόμενη χώρα θα κλείσει τα σύνορά της, και θα μείνουν αυτοί με τους πρόσφυγες αμανάτι; Κανείς δεν θέλει να γίνει, σύμφωνα με τα λόγια του πρωθυπουργού της Κροατίας, ένα «hotspot για μετανάστες». Η Ουγγαρία, με την ακροδεξιά κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό που ρέπει προς αποκαλυπτικού χαρακτήρα δηλώσεις για την μεταναστευτική απειλή στην «Χριστιανική Ευρώπη», μπορεί να έχει επιλέξει μια ακραία αντίδραση με κατασκευή περιφράξεων, απειλές προς τους πρόσφυγες ότι θα φυλακιστούν αν περάσουν παράνομα τα σύνορά της και έγκριση της χρήσης «μη θανατηφόρας βίας» για να απωθηθούν οι μετανάστες, αλλά στην πραγματικότητα ακολουθεί μια λογική που την μοιράζεται το ευρωπαϊκό σύστημα στο σύνολό του.
Στις 9 Σεπτεμβρίου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε ότι αναλαμβάνει «αποφασιστική δράση» για την αντιμετώπιση της κρίσης. Η πρόταση για την επανεγκατάσταση των 120.000 προσφύγων που βρίσκονται στην Ελλάδα, την Ιταλία και την Ουγγαρία, που συμφωνήθηκε τελικά μετά από εβδομάδες τσακωμών, είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά το επίκεντρο παραμένει στη μείωση της μετανάστευσης προς την Ευρώπη. Άλλα μέτρα που προτείνονται περιλαμβάνουν την επιτάχυνση των διαδικασιών απέλασης, την επανασύσταση στρατοπέδων κράτησης για μετανάστες εκτός της επικράτειας της ΕΕ και τη δημιουργία μιας στρατιωτικής δύναμης της ΕΕ για την αντιμετώπιση των δικτύων εμπορίας ανθρώπων στην περιοχή της Μεσογείου. Εκτός από λίγες ανθρωπιστικές χειρονομίες, ο στόχος φαίνεται να είναι η αποκατάσταση του προ του 2011 status quo: λιγότεροι μετανάστες να φτάνουν στις ακτές της Ευρώπης, με τους θανάτους και τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων να μένουν σε ένα επίπεδο που η κοινή γνώμη είναι σε μεγάλο βαθμό πρόθυμη να αγνοήσει. «Πρέπει να διορθώσουμε την πολιτική μας, την πολιτική με τις ανοιχτές πόρτες και τα ανοιχτά παράθυρα», δήλωσε ο Ντόναλντ Τουσκ, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, μετά την άκαρπη Σύνοδο Κορυφής των ηγετών στις Βρυξέλλες στις 24 Σεπτεμβρίου.
Αυτό είναι απίθανο να συμβεί, κατά τη γνώμη μου, αλλά ακόμα κι αν συνέβαιμε, ποιο είναι το κόστος για μια κοινωνία που κλείνει τα σύνορά της και επιτυγχάνει μια σημαντική πτώση στην «μετανάστευση χωρίς χαρτιά»; Η Βρετανία είναι μια τέτοια περίπτωση. Στις αρχές του 2000, ως απάντηση στην αύξηση των αιτήσεων ασύλου, κατασκεύασε ένα δίκτυο κέντρων κράτησης, δήθεν για την επεξεργασία των αιτήσεων πιο γρήγορα, κάνοντας το σύστημα πιο σκληρό. Οι αιτούμενοι άσυλο απαγορεύθηκε να εργάζονται και πρέπει να ζουν με 36,95 λίρες την εβδομάδα, ένα από τα χαμηλότερα ποσά στη Δυτική Ευρώπη. Οι κρατούμενοι μπορούν να μείνουν κλειδωμένοι στα κέντρα για απεριόριστο χρονικό διάστημα, ενώ οι καταγγελίες για λεκτική κακοποίηση και κακομεταχείριση είναι ευρύτατες. Η θεσμική βία αυτού του συστήματος είναι κρυμμένη, και εκτός από ένα μικρό αλλά αυξανόμενο κίνημα διαμαρτυρίας που επικεντρώθηκε στο κέντρο κράτησης γυναικών του Yarl’s Wood, περνάει σε μεγάλο βαθμό χωρίς αντίδραση. Οι υποστηρικτές του συστήματος ισχυρίζονται ότι λειτουργεί: οι αιτήσεις ασύλου στο Ηνωμένο Βασίλειο έχουν μειωθεί από 84.130 το 2002 σε μόλις 23.507 το 2010. Κατά τη διάρκεια της τρέχουσας κρίσης η Βρετανία παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό ανεπηρέαστη, αφήνοντας τη διαχείριση της αναταραχής στο Καλαί στις γαλλικές αρχές. Η ευρεία δημόσια αποστροφή για την κυβέρνηση λόγω της έλλειψης συμπάθειας που επιδεικνύει προς τους Σύριους που προσπαθούν να ξεφύγουν από τον πόλεμο, δεν έχει προκαλέσει κάποια αμφισβήτηση του τρόπου με τον οποίο το δικό μας σύστημα ασύλου χωρίζει τους «άξιους» από τους «ανάξιους», τους πρόσφυγες από τους «οικονομικούς μετανάστες».
Στο τέλος Αυγούστου, καθώς η φωτογραφία του σώματος του τρίχρονου Alan Kurdi, που πνίγηκε στο δρόμο από την Τουρκία στην Ελλάδα, προκάλεσε παγκόσμια δημόσια κατακραυγή, ήμουν στη Σικελία βλέποντας παιδιά περίπου της ίδιας ηλικίας να μεταφέρονται στην ακτή . Ήταν ζωντανά, είχαν διασωθεί από ένα πλοίο της συνοριακής δύναμης του Ηνωμένου Βασιλείου που συμμετέχει στην επιχείρηση Triton της ΕΕ, και οι μητέρες τους, που ήρθαν από τη Δυτική Αφρική, είχαν λιγότερο άμεσα προφανείς λόγους από την οικογένεια Kurdi για να φύγουν από τα σπίτια τους. Το ζήτημα του ποιος θα τους ταΐσει ή θα τους ντύσει, του πού θα εγκατασταθούν και αν θα τους δοθεί η ευκαιρία για μια ζωή στην Ευρώπη παρέμενε άλυτο. Τα τελευταία χρόνια, τα πλούσια μέρη του κόσμου φτιάχνουν όλο και πιο εξελιγμένα συστήματα για να «φιλτράρουν» τους μεταναστών που δεν θέλουν. Μεγάλο μέρος της συζήτησης γύρω από το θέμα αυτό εστιάζεται στο αν μία κοινότητα έχει το δικαίωμα να αποκλείει άλλους. Πριν μπορέσουμε να κάνουμε αυτή τη συζήτηση ωστόσο, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε την εγγενή βία που είναι συνυφασμένη με το φιλτράρισμα καθαυτό, είτε πρόκειται για την βία από ένστολους αστυνομικούς ή φύλακες σωφρονιστικών καταστημάτων, την βία της αδιαφορίας για την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης, ή την βία της παραμέλησης καθώς οι άνθρωποι σπαταλούν χρόνια από τη ζωή τους περιμένοντας την ευρωπαϊκή γραφειοκρατία να απαντήσει στο αίτημά τους. Ένα τέλος στην κρίση των προσφύγων της Συρίας μπορεί να κάνει την συνοριακή κρίση της Ευρώπης πιο διαχειρίσιμη, αλλά δεν θα την επιλύσει. Οι χιλιάδες των Ευρωπαίων πολιτών που έχουν αφιερώσει το χρόνο, τα χρήματα τους ή ακόμη και τα πλεονάζοντα δωμάτια τους δεν συμμετέχουν απλώς σε μια πράξη φιλανθρωπίας: αυτοί και οι μετανάστες εγείρουν μια πολιτική πρόκληση απέναντι σε ένα σύστημα που έχει αποτύχει.”