Παρακολουθώντας στενά τις εξελίξεις στην ελληνική πολιτική σκηνή είναι νομίζω σαφές ότι η βάση του δημοσίου πολιτικού διαλόγου έχει αλλάξει σημαντικά.
Το μνημονιακό και αντι-μνημονιακό μπλοκ έχουν περάσει στην ιστορία. Η συζήτηση αναγκαστικά πλέον αφορά στις μεταρρυθμίσεις και στον τρόπο με τον οποίο αυτές θα πρέπει να γίνουν. Ο διάλογος αναγκαστικά εκλογικεύτηκε. Ή πλειοψηφία έχει κατανοήσει ότι η ανάπτυξη δεν είναι διακόπτης που μία ημέρα το πατάς και ανάβει. Απαιτεί διαρθρωτικές αλλαγές, νέα κουλτούρα δημοσίου και σοβαρή στήριξη στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Απαιτεί τέλος, διαφάνεια, απλοποίηση και αξιοκρατία.
Τώρα πλέον όλοι κυβέρνησαν, όλοι διαπραγματεύτηκαν και όλοι διεκδίκησαν όσο καλύτερα μπορούσαν. Η επανάσταση δεν ήρθε και ούτε και θα ερχόταν ποτέ αν η πολιτική ζωή της χώρας συνέχιζε να αναλώνεται στο να κερδίζει εκλογές πότε οι μεν και πότε οι δε, με ανέφικτες υποσχέσεις απλά και μόνο για το άμεσο εκλογικό κέρδος.
Ο Αλέξης Τσίπρας θα καταγραφεί ως ο τελευταίος και –ίσως- και ο πιο ταλαντούχος σε αυτό το άθλημα. Ανέβασε τις προσδοκίες υπερβολικά. Δημιούργησε ένα πρωτόγνωρο ενθουσιασμό και φανατικό κοινό το οποίο έκανε κυριολεκτικά τα πάντα για να το διατηρήσει. Στο πάρα ένα γλύτωσε η Ελλάδα από την απόλυτη οικονομική καταστροφή εξαιτίας της δυσκολίας του ίδιου να κατανοήσει ότι σε δύσκολα ζητήματα δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις κάτι που τελικά παραδέχτηκε και ο ίδιος.
Δυστυχώς όμως εκείνοι οι έξι μήνες κατά τους οποίους διαπραγματευόταν δίχως σχέδιο Β’ και δίχως να προβάλει ουσιαστικές προτάσεις στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων έπληξαν τον ίδιο, την παράταξη του και προπάντων την ίδια την Ελλάδα. Όπως εύστοχα δήλωσε ο Θεοδωράκης στη LeMonde "Τα ιδιαίτερα του κ. Τσίπρα μας κόστισαν ακριβά". Μέχρι να κατανοήσει που οδηγούσε τη χώρα οι αγορές δε χόρευαν πεντοζάλη όμως η οικονομία της χώρας του χόρευε ήδη το Ζαλόγγο. Ευτυχώς που στο τέλος επικράτησε η λογική.
Η απόφαση του για παραίτηση και προκήρυξη έκτακτων εκλογών ήταν θεωρώ παράτολμη και ίσως αποβεί αυτό-καταστροφική για τον ίδιο. Ήδη όλες οι μετρήσεις μέχρι στιγμής δείχνουν τα ποσοστά του βρίσκονται σε κάθετη πτώση. Πιο υπεύθυνο εκ μέρους του θα ήταν να έκανε ανασχηματισμό στην κυβέρνησή του, να έδινε την μάχη του στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ και να διεκδικούσε εκλογές όταν θα είχε ουσιαστικό έργο να παρουσιάσει κι όχι απλά μία συμφωνία.
Το ερώτημα όμως το οποίο παραμένει να αιωρείται είναι τι θα συμβεί απ’ εδώ και εμπρός.
Όπως όλα δείχνουν μετά και τις εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου θα οδηγηθούμε σε μία κυβέρνησης συνεργασίας.
Η όποια συζήτηση περί αυτοδυναμίας είναι εκτός πραγματικότητας.
Η κυβέρνηση η οποία θα προκύψει θα έχει μία μόνο επιλογή κι αυτή θα είναι να επουλώσει το τραύμα της χαμένης αξιοπιστίας, εφαρμόζοντας με ταχύτητα τις μεταρρυθμίσεις που έχουν συμφωνηθεί.
Σημασία όμως έχει και ο τρόπος.
Αν δηλαδή η νέα κυβέρνηση θα πετύχει να αλλάξει το κεντρικό αφήγημα το οποίο το μόνο που πετυχαίνει είναι να υπερασπίζεται ένα χρεωκοπημένο μοντέλο κρατισμού, ρουσφετιού, αναξιοκρατίας, κομματισμού και συντεχνιακών κατεστημένων. Κάθε φορά στην ιστορία της μεταπολιτευτικής Ελλάδας τις εκλογές τις κέρδιζε εκείνος του οποίου οι υποσχέσεις εξυπηρετούσαν καλύτερα τα συμφέροντα του παλιού σάπιου συστήματος.
Ίσως τώρα που δεν υπάρχει πλέον καμιά ελπίδα το παλιό οικοδόμημα να εγκολπωθεί σε ένα νέο πολιτικό σχήμα, να δημιουργηθεί χώρος για μια νέα Ελλάδα στην οποία η ελπίδα να έχει πραγματικό και ουσιαστικό αντίκρισμα.