“Ο γνωστός Αμερικανός κοινωνιολόγος και πολιτικός επιστήμονας Paul Lazarsfeld έγραφε πως τις εκλογές δεν τις κερδίζουν οι αντιπολιτεύσεις, αλλά πάντα τις χάνουν οι κυβερνήσεις. Το πρόβλημα δημιουργείται όταν οι κυβερνήσεις παραπαίουν, αλλά δεν ενισχύονται εκλογικά αντίστοιχα οι αντιπολιτεύσεις. Ακριβώς δηλαδή αυτό που συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα.
Οι αιτίες του ελληνικού φαινομένου είναι πολλές και σύνθετες. Μια απ’ αυτές βέβαια είναι το γεγονός πως οι εκλογές έγιναν σχετικά πρόσφατα και οι εκλογείς δεν είναι διατεθειμένοι τόσο νωρίς να ομολογήσουν πως έκαναν λάθος. Μια άλλη αιτία όμως είναι πως η αντιπολίτευση δεν προσφέρει κάποια ευδιάκριτη και ελπιδοφόρα εναλλακτική λύση. Το πρόβλημα γίνεται περισσότερο σύνθετο όταν γίνει συνείδηση πως αυτό που πραγματικά επιθυμεί ο λαός και που θα αγκάλιαζε σαν προοπτική για το αύριο είναι αδύνατον να προκύψει κάτω από τις σημερινές κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες.
Από την μεταπολίτευση και πέρα το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα προετοίμαζε την μελλοντική του θανατηφόρα κρίση. Εθίζοντας τον λαό στην λογική πως η δημοκρατία ταυτιζόταν με τις παροχές και τις πελατειακές εξυπηρετήσεις ήταν φανερό πως θα οδηγείτο σε τραγικό αδιέξοδο αν άξαφνα δεν ήταν σε θέση να προσφέρει όσα τα εντός του συστήματος κόμματα υπόσχονταν. Η οικονομική κρίση, που δεν ήταν κάποια αναπάντεχη εξέλιξη για όσους για χρόνια επέμεναν στην ανάγκη αφύπνισης της κοινής γνώμης από τον λήθαργο του κρατισμού κι από την ευκολία των άνωθεν εξυπηρετήσεων και παροχών, οδήγησε την ελληνική κοινωνία σε μια καινούργια πραγματικότητα. Η εναλλαγή κομμάτων στην εξουσία δεν μπορούσε πλέον να αποκαταστήσει την ροή πλαστής ευημερίας που εξασφάλιζαν για δεκαετίες τα δανεικά. Ξαφνικά, οι λογαριασμοί έπρεπε να πληρωθούν. Και οι δανειστές που φυσιολογικά το απαιτούσαν φάνταζαν εχθρικοί, αντιπαθείς και αδυσώπητοι.
Όλα τα κόμματα, ανέτοιμα να προτάξουν πολιτικές που αναγκαστικά θα έπρεπε να έχουν σαν κύριο στόχο την αλλαγή νοοτροπίας στην κοινωνία, βαδίζουν πάνω σε αρχές λαϊκισμού για δημιουργία εντυπώσεων και για την καλλιέργεια προσδοκιών. Ετσι κι ο ΣΥΡΙΖΑ, ερχόμενος στην εξουσία καβάλα πάνω σε ένα άρμα εύκολων υποσχέσεων, συνειδητοποιεί πως η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική και πολύ περισσότερο επίπονη. Η αντιπολίτευση όμως δεν έχει αποφασίσει να ακολουθήσει τον δρόμο της κοπιώδους προσαρμογής στην σκληρή αλήθεια. Που συνεπάγεται δύσκολες πρωτοβουλίες για αλλαγές προτεραιοτήτων και δραστηριοποίηση των πολιτών προς άλλες κατευθύνσεις. Με εμμονές όμως σε παλιές αλήθειες και δόγματα, κράτος δηλ. ιερή αγελάδα και δημόσιο ανέπαφο και εργαλείο αντιμετώπισης κάθε δυσκολίας, βρίσκεται χωρίς όπλα και ανατρεπτικό πολιτικό λόγο.
Όπως πολύ σωστά έχουν γράψει οι καθηγητές Σπύρος Μακρυδάκης και Ανδρέας Μολέσκης (The Costs and Benefits of Positive Illusions, 2015), οι θετικές φαντασιώσεις συνδέονται με μια εξωπραγματική αισιοδοξία για το μέλλον και με υπερφορτισμένες εκτιμήσεις για τις ικανότητες ενός ατόμου ή κι ενός λαού. Η ελληνική κοινωνία είναι πλημμυρισμένη από τέτοιες θετικές φαντασιώσεις. Αλλά και τα κόμματα την ακολουθούν στην απίθανη αυτή πορεία αυτοκαταστροφής. Πεπεισμένοι για την δυνατότητα απόλυτου «ελέγχου των εξελίξεων», λαός και κόμματα οδηγούνται σε τραγικές απογοητεύσεις που ενδεχόμενα μπορούν να οδηγήσουν και σε μοιραίες τραγωδίες. Με βάση τα σημερινά πολιτικά δεδομένα, και με την δεδομένη αδυναμία της αντιπολίτευσης να μεταβάλει το πεδίο του αλλά και την στόχευση του πολιτικού της λόγου, οι εξελίξεις οδηγούν αναπόφευκτα στην ενίσχυση των φασιστικών άκρων. Μόνο αυτοί θα πάρουν την σκυτάλη ενός φαντασιακού αφηγήματος περί εύκολων λύσεων και καταξίωσης «ενός αδικημένου λαού στα ένδοξα εθνικά του πεπρωμένα». Ιδιαίτερα μετά από την διαφαινόμενη τραγική αποτυχία του σημερινού αριστερού εγχειρήματος.
Η λύση της όποιας εθνικής σωτηρίας βρίσκεται στην συνειδητοποίηση των αδιεξόδων και στην κατανόηση της ανάγκης για μια διαφορετική ηγετική πορεία και παράδειγμα. Η έξοδος από τα σημερινά αδιέξοδα δεν είναι στα συνθήματα και στην κινητοποίηση του θυμικού των εκλογέων. Αλλά στην ανάγκη αλλαγής νοοτροπίας, πρακτικών και τρόπων ζωής. Όπως λέει και ο καθηγητής του Χάρβαρντ Ronald Heifetz (Leadership without easy answers, 1994) μια σοβαρή ασθένεια για να αντιμετωπισθεί χρειάζεται αλλαγή συνηθειών και τρόπου ζωής. Δεν είναι σαν την γρίπη, που με κάποιο χάπι όλα τακτοποιούνται. Πολλοί λαοί όμως και πάμπολλες ηγεσίες προσβλέπουν στο εύκολο χάπι για την θεραπεία εξαιρετικά σύνθετων κοινωνικο-οικονομικών προβλημάτων. Η απαγκίστρωση ενός λαού και μιας ολόκληρης κοινωνίας από την υποτιθέμενη ευκολία -αλλά στην πράξη πρακτική καταστροφής- του κρατισμού, προϋποθέτει γενναίες προσπάθειες ενημέρωσης και σκληρής δουλειάς.
Μιας τέτοιας μορφής εναλλακτική αντιπολίτευση οφείλει να θέσει τις δικές της ευδιάκριτες κόκκινες γραμμές. Καμία πολιτική επιλογή που να απαρνείται τις λογικές της οικονομίας της αγοράς, της ανοιχτής κοινωνίας και της λιγότερης κρατικής παρέμβασης. Αυτό σημαίνει στην πράξη, ελαχιστοποίηση φορολογικών επιβαρύνσεων, σχεδόν καθόλου κρατικές παρεμβάσεις στην κοινωνική και οικονομική καθημερινότητα και για κάθε ζήτημα αναζήτηση λύσεων μακριά από τα πλοκάμια του δημοσίου. Η λογική αυτή για την Ελλάδα συνιστά αλλαγή πολιτικού και οικονομικού παραδείγματος. Κι ανηφορικό δρόμο επεξήγησης στον κόσμο των νέων προοπτικών που διανοίγονται. Δεν είναι κάτι εύκολο. Ποιος είπε όμως ποτέ πως η πολιτική, και κυρίως το έργο μιας δημιουργικής αντιπολίτευσης, είναι εύκολη υπόθεση;”