Για να μην καταστραφούμε μια και έξω ... το υπομένουμε αργά και βασανιστικά

“Διάβαζα κάπου πριν 2-3 μέρες ότι μόνο το υπουργείο πολιτισμού έχει ίσα με 500 οργανισμούς, με τους αντίστοιχους προέδρους, διευθύνοντες συμβούλους, διοικητικά συμβούλια, γραμματείς ανύπαρκτων γραφείων και κηπουρούς, εξίσου ανύπαρκτων κήπων ...



Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία.

Σημασία έχει ότι δεν ξέραμε για δεκαετίες αν ήταν πράγματι έτσι και τώρα, μετά από τα πέντε αυτά χρόνια του δράματος, εξακολουθούμε να μην ξέρουμε.

Και σε αυτές τις περιπτώσεις η σιωπή είναι τεκμήριο ενοχής και δόλου.

Σημαίνει ότι υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι που πληρώνονται από τον ιδρώτα και την στέρηση άλλων, χωρίς να κάνουν απολύτως τίποτε.

Κανείς δεν το διαψεύδει, κανείς δεν αποπειράται να το αντικρούσει, άρα έτσι είναι.

Και όταν κάποιος επιχειρεί να αρθρώσει έναν λόγο διαμαρτυρίας, αμέσως προτάσσονται ως ασπίδα οι φιγούρες των πιλότων της μαχητικής αεροπορίας, των κουρασμένων γιατρών στις εφημερίες των νοσοκομείων, των φιλότιμων αστυνομικών που περιπολούν στους δρόμους, των κακοπληρωμένων εκπαιδευτικών.

Με φωνές αγανάκτησης κατά των νεοφιλελεύθερων, που δήθεν θέλουν να τα καταργήσουμε όλα, για να μείνει η χώρα χωρίς άμυνα, χωρίς υγεία, χωρίς δημόσια ασφάλεια, χωρίς παιδεία.

Αυτόματα όλοι οι αργόμισθοι του δημοσίου ταυτίζονται με τα βασικά συστατικά ενός κανονικού κράτους, σε μια δόλια επιχείρηση εξομοίωσης.

Οι υπάλληλοι που πραγματικά εργάζονται γίνονται το άλλοθι των παρασίτων.
Πίσω από την λυσσαλέα αντίδραση για την αποφυγή της αξιολόγησης, για την μη εφαρμογή μετρήσεων παραγωγικότητας, για την παράλειψη της εκτίμησης των ουσιωδών ζωτικών αναγκών των πολιτών, κρύβεται αυτή ακριβώς η ανάγκη εξομοίωσης. Ώστε να μπορούν τα παράσιτα να εξακολουθούν να συντηρούνται στις πλάτες των πραγματικών, παραγωγικών υπαλλήλων και, όλοι μαζί, στις πλάτες του ανυπεράσπιστου ιδιωτικού τομέα.

Οι οριζόντιες περικοπές, στις οποίες επέμεινε ανυποχώρητα η φαύλη πολιτική τάξη, ανεξάρτητα από την πλασματική ιδεολογική τοποθέτηση των εκάστοτε εκπροσώπων της, χρειάζονται ακριβώς γι' αυτό.

Για το τσουβάλιασμα των καλών με τους κακούς.
Για την διατήρηση του μεγάλου εκβιασμού προς την κοινωνία.
Ή όλοι αθώοι ή όλοι ένοχοι.
Ή τους πληρώνετε όλους, χωρίς διακρίσεις ή πεθαίνουν όλοι και πεθαίνετε μαζί τους. Ή υιοθετείτε χωρίς όρους τους εκατοντάδες κηφήνες "υπαλλήλους" της βουλής των ελλήνων ή μένετε χωρίς φρουρούς των συνόρων, γιατρούς, αστυνομικούς και δασκάλους.
Το δημόσιο συμφέρον δεν εξειδικεύεται, είναι μόνον η απρόσωπη στρογγυλή σφραγίδα, ανεξάρτητα από το τι κρύβεται από πίσω της.
Ή υπάρχει ανεξέλεγκτα ως απρoσδιόριστο όλον ή αποσυντίθεται και καταργείται στο σύνολο του και η χώρα βυθίζεται στο χάος.

Κάθε συζήτηση για τα παράπανω γίνεται πάντα μόνον όταν έχει ωριμάσει ένας περιστασιακός κίνδυνος, υπό την απειλή ακραίων διλημμάτων.

Της χρεοκοπίας, της εξόδου από το ευρώ, της αποχώρησης από την Ε.Ε., της απόλυτης καταστροφής.
Και πάντα το ουσιωδώς ζητούμενο αναβάλλεται για την εποχή που θα ακολουθήσει την πολυπόθητη δήθεν σωτηρία.

Είναι προφανές, όμως, ότι ο εκβιασμός μπορεί να αντιμετωπιστεί όχι με την αποδοχή, αλλά μόνο με την αντιστροφή του.

Η τρομοκρατία μπορεί να πολεμηθεί μόνον αν τρομοκρατηθούν οι ίδιοι οι τρομοκράτες.
Για να μην καταστραφούμε ολοσχερώς δεχόμαστε να σαπίζουμε άβουλοι και φοβισμένοι, λίγο λίγο κάθε μέρα.
Κατά βάθος ξέρουμε ότι στο τέλος κανείς δεν θα γλυτώσει, αλλά προτιμούμε τις διαρκείς μικρές αναβολές, για να αργήσει ο θάνατος όσο περισσότερο γίνεται.
Ξέρουμε ότι μόνον η αγνόηση των διλημμάτων και η απόκρουση του εκβιασμού, με την αποδοχή με παρρησία του κινδύνου, μπορεί να δώσει μια πνοή ζωής και να αντιστρέψει την κατάσταση.
Αλλά, δυστυχώς, δεν τολμούμε ...”