Συζητάμε για ένα πρόβλημα που δεν μας αφορά

“Από την αρχή αυτής της κρίσης ένα πράγμα κυριάρχησε απόλυτα και αποκλειστικά στην ατζέντα της πολιτικής. Η διατήρηση σε όσο το δυνατόν καλύτερο επίπεδο των μισθών και τών πάσης φύσεως απολαβών των δημοσίων υπαλλήλων (εφάπαξ, συντάξεις κ.λ.π.).



Όλα τα υπόλοιπα (η ζωή των άλλων πολιτών) δεν τοποθετήθηκαν απλά σε δεύτερη μοίρα, αλλά, αντίθετα, θεωρήθηκε ότι όφειλαν να τεθούν στην διάθεση της εξυπηρέτησης του ύψιστου στόχου (της διασφάλισης του εισοδήματος της δημοσιουπαλληλίας) και υπό αυτήν την έννοια επετράπη να ρυθμίζονται, χωρίς προϋποθέσεις, ελεύθερα και απεριόριστα προς τα κάτω.

Άλλη πτυχή αντιμετώπισης της κρίσης δεν υπήρξε.

Σήμερα η συζήτηση για την παραμονή της χώρας στο ευρώ, με την αποδοχή των όρων που θέτουν οι δανειστές, γίνεται, όπως και πριν, με την αξιολόγηση ενός και μόνο κριτηρίου και αναζητείτα απάντηση σε ένα και μόνο ερώτημα.

Το τι θα συμβεί αν οι δημόσιοι υπάλληλοι σταματήσουν να πληρώνονται σε σκληρό και με υψηλή αγοραστική αξία νόμισμα και αν μια τέτοια προοπτική είναι βιώσιμη.

Όλες οι άλλες παράμετροι της χρήσης του νομίσματος δεν συζητούνται. Απασχολεί μόνο η αγοραστική δύναμη που θα διατηρήσει μια κατηγορία πολιτών.

Ας μην γελιόμαστε.

Όταν ακούμε "θα υπάρχουν φάρμακα;" το πραγματικό ερώτημα είναι, "θα υπάρχουν φάρμακα για τους ασφαλισμένους του δημοσίου;".

Και όταν αναρωτιόμαστε, "θα έχουμε καύσιμα;", στην ουσία διερωτόμεθα "αν θα έχουν καύσιμα για να κινούν τα αυτοκίνητα τους οι δημόσιοι υπάλληλοι".

Τα συμπεράσματα αυτά συνάγονται αβίαστα από το γεγονός ότι σε όλο το διάστημα της κρίσης, διάστημα κατά το οποίο είχαμε ευρώ, ουδείς νοιάστηκε για το αν είχαν φάρμακα ή βενζίνη όλοι οι άλλοι πλην των υπαλλήλων.

Εξ ου και οι προβληματισμοί σχετικά με την έξοδο αφορούν μόνο τις συνέπειες που θα έχει αυτή στην ευγενή αυτή κατηγορία.

Υπό αυτήν την έννοια η συζήτηση είνα αδιέξοδη και αλυσιτελής.

Όλοι εμείς, που δεν σιτιζόμαστε από το δημόσιο ταμείο, συζητάμε για ένα πρόβλημα που δεν μας αφορά ...”