“Είδαμε αυτές τις πρώτες περίπου 40 ημέρες της νέας κυβέρνησης, μια πολιτική κατάσταση η οποία παρουσιάστηκε ως «πρώτη φορά πραγματική διαπραγμάτευση» αυτό βέβαια που ζήσαμε στην ουσία ήταν η συντριπτική ήττα της χώρας μας σε διπλωματικό επίπεδο, χωρίς να ...
... έχουμε πετύχει τίποτα άλλο παρά μόνο την δυνατότητα η κυβέρνηση να λέει στο εσωτερικό ότι τελείωσε με το μνημόνιο και την τρόικα (αλλάζοντας απλώς τα ονόματα τους), έχοντας επεκτείνει ουσιαστικά την πρότερα κατάσταση, υπό χειρότερους όρους, τεράστιο κόστος και μάλιστα υπό μια συνθήκη τετράμηνης αβεβαιότητας.
Τα λάθη μας ως χώρα, ήταν κατά την γνώμη μου πολλά και απόλυτα. Καταρχάς ήταν φανερό ότι δεν υπήρχε κάποιο σοβαρό διαπραγματευτικό σχέδιο, ή μάλλον υπήρχε ένα αποκλειστικά επικοινωνιακό και ίσως και «ηθικολογικό» σχέδιο, κυρίως προς το εσωτερικό, με κύριο σκοπό την επίδειξη της πυγμής της κυβέρνησης αγνοώντας ή αδιαφορώντας για τις όποιες συνέπειες είχε αυτή η επιλογή.
Είναι για παράδειγμα σίγουρο ότι ο ιστορικός του μέλλοντος θα κληθεί να κοστολογήσει σε πραγματικό χρήμα, το επικοινωνιακό «άδειασμα» του Ντάισελμπλουμ ζωντανά στην τηλεόραση παραβαίνοντας κάθε κανόνα διπλωματίας και πολιτικής τακτικής, αλλά και ηθικής. Η «εθνική ανάταση» της στιγμής υποθήκευσε ίσως μέρος του μέλλοντος πολλών συμπολιτών μας.
Αλλά ακόμα και όταν αρχικά διαφαινόταν πώς θα είχαμε πιθανότητες να πετύχουμε κάτι παραπάνω. Ειδικά με την ορθή θεωρητικά προσπάθεια να «διεθνοποιήσουμε» το πρόβλημα της Ελλάδας, τις όποιες προοπτικές, τις «κάψαμε» ταχέως, λειτουργώντας με αποκρουστικούς διπλωματικά όρους. Πρέπει να σημειωθεί ότι η Ιταλία και ένα μεγάλο μέρος της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών θέλουν να αλλάξει η οικονομική πολιτική της Ε.Ε.. Είναι επίσης γνωστό και πώς οι ΗΠΑ έχουν κουραστεί από την Γερμανική συνταγή λιτότητας η οποία κάνει λιγότερο ανταγωνιστικό τον δυτικό κόσμο. Όμως κανένας δεν συμμαχεί με κάποιον που δείχνει πώς ούτε σχέδιο έχει, ούτε καν παίζει «με τους κανόνες του παιχνιδιού». Κανείς δεν επιλέγει για σύμμαχο έναν εντελώς ασταθή παίκτη όπως έδειξε ότι είναι η Ελλάδα πολιτικά. Θεωρητικές εφαρμογές του “game theory” έξω όμως από τους κανόνες του παιχνιδιού της διπλωματίας και των Διεθνών Σχέσεων, είναι μηδενικής αξίας, σαν να παίζεις σκάκι απαιτώντας να μπορείς να κινήσεις τα πιόνια και εκτός σκακιέρας. Και φράσεις όπως «Θα γεμίσει η Ευρώπη τζιχαντιστές αν δεν μας στηρίξετε» δεν προσφέρουν και πολλά.
Τι κάνουμε όμως από εδώ και πέρα. Οφείλουμε για αρχή πραγματικά να σοβαρευτούμε και να τα πάρουμε όλα από την αρχή. Και το να «σοβαρευτούμε» ξεκινάει από το εσωτερικό μέτωπο. Αφενός μεν πολιτικά πρέπει να πέσουν οι τόνοι και να κινηθούμε προς μια πορεία εθνικής ομοψυχίας, η πόλωση η κατηγοριοποίηση των πολιτών σε «πατριώτες» και «δοσίλογους» πρέπει να σταματήσει.
Είναι αναγκαία μια σειρά από θετικές μεταρρυθμίσεις που να στοχεύουν στην κοινωνία της παραγωγής και της δημιουργίας, με σκοπό να περάσει και προς τα έξω το μήνυμα ότι η χώρα θέλει να αλλάξει σελίδα, ότι έχει μέλλον. Πολλές από τις μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσε να προωθήσει η κυβέρνηση θα ήταν και συνεπείς προς τις διακηρύξεις της, όπως π.χ. η καταπολέμηση της διαφθοράς.
Προχωρώντας περαιτέρω όμως θα πρέπει να δει πώς θα εναρμονιστεί με τους κανόνες της Ε.Ε. τουλάχιστον σε ορισμένα θεμελιακά ζητήματα και από εκεί και πέρα να αξιοποιήσει αυτές τις δράσεις ως ένδειξη χώρας που θέλει να είναι στην Ένωση, θέλει να ανανεωθεί παραγωγικά και όχι απλώς να διατηρεί ξεπερασμένες πελατειακές δομές.
Στην συνέχεια, στους λίγους μήνες που έχει μπροστά της, θα πρέπει να θέσει αφενός μεν συγκροτημένους και επιτεύξιμους στρατηγικούς στόχους που θα πρέπει να τους «σπάσει» σε επιμέρους στρατηγικές και τακτικές, χωρίς κατά μέτωπο ανούσιες επιθέσεις και χωρίς να τους «καίει» από άτσαλες κινήσεις. Στόχοι περί «κουρέματος» και «διαγραφής» του χρέους ακόμα και αν είχαν νόημα οικονομικά δεν έχουν νόημα πολιτικά να προβληθούν ως ζητούμενα, σε αυτήν την χρονική περίοδο. Η κυβέρνηση θα πρέπει να δει που μπορεί να βρει συμμάχους. Π.Χ. είναι σίγουρο ότι σε πολλά πράγματα ο Ρέντσι ο Πρωθυπουργός της Ιταλίας θα συμφωνούσε μαζί μας, αν και ίσως με λιγότερο ριζοσπαστικό τρόπο, άρα θα πρέπει να δούμε τι θα μπορούσαμε να πετύχουμε από κοινού. Αντίστοιχα μπορούμε να βρούμε πιθανούς συμμάχους για επιμέρους θέματα, στην γραφειοκρατία των Βρυξελών. Ο Γιούνγκερ έχει δείξει ότι είναι αποφασισμένος να βοηθήσει σε λύσεις, ειδικά το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό κόμμα, αλλά και οι «Πράσινοι» φαίνεται ότι θέλουν να μας ακούσουν.
Το ίδιο ισχύει και σε ένα βαθμό και στο εσωτερικό των κρατών της Ε.Ε., υπάρχουν δυνάμεις που ίσως θα μπορούσαν να δούνε θετικά κάποια αιτήματα μας (ακόμα και στην Γερμανία), ειδικά σε μια περίοδο που σε πολλές χώρες της Ένωσης γίνονται εκλογές. Αντιστοίχως όμως οφείλουμε και εμείς όμως να δείξουμε ότι έχουμε μια συγκροτημένη πολιτική, ενώ ναι, πολλά από τα προβλήματα μας. Π.Χ. υψηλή ανεργία, μεταναστευτικό και τα παρόμοια, θα μπορούσαν και πρέπει να εξωτερικευτούν με μεθοδικότητα και παρουσιάζοντας τα ως Ευρωπαϊκά προβλήματα, με την σωστή επιχειρηματολογία.
Όλα αυτά όμως θέλουν να τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, με συνέπεια, μακριά από εμμονές και λεονταρισμούς, με μεθοδολογία και προσήλωση σε εφικτούς στόχους.”