“«Η Ευρώπη δέχθηκε να παρατείνει το πρόγραμμα διάσωσης, αφού η Ελλάδα παραιτήθηκε από όλες σχεδόν τις διεκδικήσεις της», τιτλοφορείται το σημερινό δημοσίευμα του Economist.
Τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να λογοδοτήσει στους ψηφοφόρους του, επισημαίνει το βρετανικό περιοδικό.
Τουλάχιστον, η συμφωνία εκχωρεί στην ελληνική κυβέρνηση την ευχέρεια να καταρτίσει τις πολιτικές που θα εφαρμόσει στη χώρα, αλλά στην ουσία θα πρέπει να κάνει ορισμένες επώδυνες υποχωρήσεις, όπως οι μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό.
Η αναταραχή των τελευταίων εβδομάδων θα φαντάζει ως «γλυκιά ανάμνηση» σε σύγκριση με τα όσα περιμένουν την Ελλάδα, προειδοποιεί ο Economist.
Η χώρα δεν θα είναι σε θέση θα επιστρέψει στις κεφαλαιαγορές όταν λήξει το πρόγραμμα διάσωσης στα τέλη Ιουνίου, το οποίο σημαίνει ότι θα αναγκαστεί να διασφαλίσει μακροχρόνια συμφωνία χρηματοδότησης με τους Ευρωπαίους εταίρους προτού φτάσει ως εκεί.
Οι περισσότεροι θα αποκαλέσουν τη συμφωνία αυτή «τρίτο μνημόνιο», σε αντίθεση με τον ευφημισμό «συμβόλαιο ανάκαμψης και ανάπτυξης» που προτιμά ο κ, Βαρουφάκης, αναφέρει το δημοσίευμα.
Ανεξαρτήτως από τη διατύπωση, πάντως, θα είναι πολύ δύσκολο για την κυβέρνηση να «στρογγυλέψει» τους όρους της συμφωνίας:
οι όροι που θα απαιτούσουν οι Γερμανοί και οι υπόλοιποι εταίροι θα είναι διαμετρικά αντίθετοι με τις εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ για αποτίναξη των δεσμών του μνημονίου.
Όπως αναφέρει το δημοσίευμα, μέσα στη φρενίτιδα που επικράτησε τις τελευταίες εβδομάδες στην Ευρωζώνη, μια άλλη σημαντική αξία «υποτιμήθηκε»:
η εμπιστοσύνη.
Οι Γερμανοί και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι αισθάνονται ενδεχομένως άσχημα που προσδοκούσαν τόσα πολλά από μια νεοεκλεγείσα κυβέρνηση που είχε δεσμευτεί να έρθει σε ρήξη με τους προκατόχους της.
Το φταίξιμο, όμως, ανήκει στο ΣΥΡΙΖΑ, εξηγεί ο αρθρογράφος, ο οποίος έκανε επίδειξη ισχύος και προκαλούσε με αναφορές στο ναζιστικό παρελθόν της Γερμανίας, ενώ ταυτόχρονα φλέρταρε με συμμαχίες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι διαπραγματεύσεις που θα ακολουθήσουν θα είναι πιο επώδυνες και τα περιθώρια της Ελλάδας για ελιγμούς πιο περιορισμένα απ’ ό,τι μέχρι σήμερα, καταλήγει ο Economist ...”