Πολλή φασαρία για το τίποτε. Όποιος γνωρίζει την ανθρωπογεωγραφία του ΣΥΡΙΖΑ, και με δεδομένο ότι η εξουσία δεν εκφυλίζει και δεν φθείρει ακόμη και τα πλέον επαναστατικά στοιχεία, θα πρέπει να αναμένει μεγάλους σεισμούς στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος.
Η διαπραγμάτευση κατέληξε σε μια αναμενόμενη κοινοτοπία, αν και ο υπουργός Οικονομικών προσπάθησε για κάτι περισσότερο. Ο συσχετισμός, όπως θα έλεγε και ο κ. Βενιζέλος, ήταν συντριπτικά αρνητικός (18-1) αλλά, κακά τα ψέματα, υπήρξε κινούν αίτιον στο παρασκήνιο που ευνόησε την ελληνική πλευρά να πετύχει, έστω και τη συμφωνία της Παρασκευής. Αναρωτιέμαι, αν δεν υπήρχε αυτή η παρασκηνιακή ώθηση την οποία γνώριζαν ότι θα εκδηλωθεί, στελέχη του κυβερνώντος κόμματος και πριν από τις εκλογές, σε ποια θέση θα βρισκόταν η Ελλάδα;
Και μην αμφιβάλλετε για την ύπαρξή της. Σας παραπέμπω σε δύο κείμενα,* ένα των Financial Times και ένα του Marc Chandler, αντιπροέδρου και επικεφαλής στρατηγικής παγκόσμιων αγορών της Brown Brother Harriman, και αναπληρωτή καθηγητή στο Κέντρο Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, τα οποία βασίζονται στα ίδια ακριβώς εξειδικευμένα επιχειρήματα για να πείσουν για τη γεωπολιτική αξία της Ελλάδας. Όχι πως ο παρασκηνιακός συντονισμός ήταν κακός, αφού πρόκειται για κάτι που θα ωφελούσε την Ελλάδα. Αλλά πρώτον υπήρξε, κι αυτό γεωπολιτικά και οικονομικά στην Ευρωζώνη σημαίνει πολλά, και δεύτερον δεν γνωρίζουμε τις αναληφθείσες, αν ανελήφθησαν, δεσμεύσεις. Πάντως, στο θέμα της διαπραγμάτευσης η χώρα πήγε για πρώτη φορά στοιχειωδώς οργανωμένη κι αυτό θα πρέπει να καταγραφεί στα θετικά.
Δεν είναι αρνητικό το αποτέλεσμα με όρους ρεαλισμού. Η Ελλάδα πήρε μια παράταση τεσσάρων μηνών για να ετοιμαστεί η κυβέρνηση για τη διαπραγμάτευση μιας νέας συμφωνίας που δεν θέλει να τη λέει μνημόνιο και που οι Ευρωπαίοι εταίροι της έκαναν τη χάρη να αποδεχθούν το άκρως σοβαρό αυτό αίτημά της.
Στο διάστημα αυτής της επέκτασης (των τεσσάρων μηνών) θα υπάρχει επιτήρηση της χώρας αλλά από ένα όργανο που δεν θα λέγεται τρόικα αλλά θα κάνει την ίδια δουλειά.
Ούτε κι αυτό που θα ισχύει αυτό το τετράμηνο θα λέγεται πρόγραμμα. Οι λέξεις λοιπόν μνημόνιο, πρόγραμμα, τρόικα είναι απαγορευμένες. Όχι όμως και το περιεχόμενο που υπονοούν. Η αποθέωση του αείμνηστου Ανδρέα, το πνεύμα του οποίου είναι διάχυτο στην ελληνική πολιτική σκηνή.
Μέχρι τη Δευτέρα, λοιπόν, που θα ληφθεί η τελική απόφαση, η Ελλάδα θα πρέπει να παρουσιάσει τα δικά της μέτρα λιτότητας – αλλά ας μην τα ονομάσουμε έτσι. Η ιεροσυλία είναι κακό πράγμα.
Η κυβέρνηση θα επιδιώξει το τετράμηνο αυτό να υλοποιήσει μερικά μέτρα που εξήγγειλε προεκλογικά, με την προϋπόθεση ότι θα γίνουν αποδεκτά τη Δευτέρα. Άλλα από αυτά χαλαρώνουν τη λιτότητα και είναι δίκαια (όχι άλλη μείωση των μισθών και των συντάξεων), άλλα θα ευνοήσουν ορισμένες κατηγορίες («κόκκινα δάνεια», η εξόφληση των οποίων θα διαχυθεί σε ολόκληρη την κοινωνία), και άλλα θα αποτελέσουν υποσχέσεις με υψηλό βαθμό διακινδύνευσης της υλοποίησής τους (πάταξη της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς).
Με γνώμονα πάντα ότι δεν θα δημιουργήσει δημοσιονομικά προβλήματα στην υλοποίηση του ακατονόμαστου «προγράμματος», θα επαναπροσληφθούν κατηγορίες εργαζομένων που απολύθηκαν άδικα (ποιος και πώς θα το κρίνει). Επαναπρόσληψη χωρίς δημιουργία δημοσιονομικών προβλημάτων σημαίνει ότι τα χρήματα θα πρέπει να βρεθούν από κάπου αλλού, ή ότι οι μισθοί θα περικοπούν ώστε το συνολικό ποσό που θα καταβάλλεται να είναι το ίδιο.
Τα ρημάδια τα μαθηματικά είναι λίγο πεισματάρικα.
Λίγο πολύ αυτό στο οποίο φαίνεται να καταλήγουν τα δύο μέρη ήταν ο κοινός τόπος τον οποίο ανέμεναν οι ψύχραιμοι παρατηρητές. Όχι όμως πολλοί από τους οπαδούς του κυβερνώντος κόμματος, τους οποίους η ηγεσία του θα πρέπει να διαχειριστεί.
Η πρόβλεψη είναι ότι δεν θα τα καταφέρει, όχι λόγω ανικανότητας – αντιθέτως, στη διαμόρφωση ιδεολογικής ηγεμονίας είναι πολύ ικανή. Αλλά διότι αρκετές από τις τάσεις του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορούν να χορέψουν στους ήχους της κυβερνητικής εξουσίας.
Η όλη διαπραγμάτευση, όμως, είχε δευτερογενείς θετικές επιπτώσεις για την Ελλάδα.
Διεφάνη, καταρχάς, έντονα, πως δεν είναι η Ελλάδα η βαθύτερη αιτία της κρίσης. Υπήρξε μια εξιλέωση της εικόνας της χώρας και του Έλληνα στη συνείδηση του μέσου Ευρωπαίου, καθώς η ελληνική κυβέρνηση πρωτοστάτησε στην αμφισβήτηση της ανεξήγητης γερμανικής εμμονής σε μια λιτότητα που δεν βοηθάει στην υπέρβαση της ευρωπαϊκής κρίσης.
Αναπτερώθηκε το καταρρακωμένο ηθικό της ελληνικής κοινωνίας με τον τρόπο που η κυβέρνηση αντιπαρατέθηκε στη γερμανική ηγεσία, κάτι αδιανόητο για τους προκατόχους της.
Αρχίζει να συγκεκριμενοποιείται σε ρεαλιστική βάση το οικονομικό (και σιγά-σιγά και το πολιτικό) πρόγραμμα της κυβέρνησης, με εμφανείς τις ενδείξεις πως επιδιώκει να καταλάβει την πολιτική έκφραση του κοινωνικού χώρου της Κεντροαριστεράς. Αυτό θα πυροδοτήσει εξελίξεις που θα διαμορφώσουν ένα νέο πολιτικό φάσμα, κάτι που το έχει ανάγκη η ελληνική κοινωνία.
Όπως λένε και οι κυβερνητικοί παράγοντες, στις διαπραγματεύσεις κάτι δίνεις και κάτι παίρνεις. Τώρα, τη σύγκριση με τις προεκλογικές υποσχέσεις την αφήνω στους αναγνώστες να την κάνουν. Αλλά άλλο ο εικονικός και άλλο ο πραγματικός κόσμος.
Παντελής Σαββίδης