Πολλά ή λίγα μας παίρνει το κράτος;

Τ​​α στατιστικά στοιχεία δεν αντανακλούν πάντοτε όλη την αλήθεια. Οχι μόνο γιατί εμπεριέχουν ένα περιθώριο σφάλματος ή γιατί χρησιμοποιούνται ενίοτε κατά το δοκούν, αλλά γιατί, εξεταζόμενα μεμονωμένα, δεν αποκαλύπτουν όλες τις πτυχές τού υπό εξέταση προβλήματος.



Για παράδειγμα, ακούμε συχνά ότι η φορολογία στην Ελλάδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, είναι χαμηλή. Ιδιαίτερα στη φορολογία εισοδήματος, τα αντίστοιχα ποσοστά που επικαλούνται συχνά οι αρμόδιοι δείχνουν ότι η επιβάρυνση στην Ελλάδα υπολείπεται κατά πολύ αυτής άλλων χωρών. Είναι πράγματι έτσι;

Μια διαφορετική εικόνα αποκτά κανείς αν δεν περιοριστεί στους εθνικούς μέσους όρους, όπου σε ένα «καλάθι» μπαίνουν οι πάντες (άνεργοι, φοροφυγάδες, συνεπείς φορολογούμενοι κ.λπ.), αλλά εξετάσει τη φορολογική επιβάρυνση ενός «αντιπροσωπευτικού», συνεπούς, φορολογούμενου. Δηλαδή ενός πολίτη ο οποίος δεν φοροδιαφεύγει και του οποίου οι αποδοχές έχουν ορισθεί επισήμως ως «τυπικές» αποδοχές των εργαζομένων στη χώρα.

Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, οι μεικτές αποδοχές ενός τέτοιου εργαζομένου, με δύο παιδιά, ανέρχονταν το 2009 στην Ελλάδα σε 30.174 ευρώ. Λόγω κρίσης, το 2013, το ποσό αυτό μειώθηκε στις 24.725, γεγονός που θα περίμενε κανείς να οδηγήσει σε μείωση του φόρου. Υπαγόμενα όμως τα αντίστοιχα καθαρά εισοδήματα στις φορολογικές κλίμακες των ετών στα οποία αναφέρονται, προκύπτει φόρος 2.837 και 3.155 αντίστοιχα.

Δηλαδή, σε μειωμένο εισόδημα 18,0%, προκύπτει επιπλέον φόρος 11,1%. Ή αλλιώς, ενώ το 2009 η φορολογία στην Ελλάδα απορροφούσε το 9,4% των αποδοχών ενός αντιπροσωπευτικού εργαζόμενου, το 2013 το ποσοστό αυτό αυξήθηκε στο 12,8%. Στην πραγματικότητα βέβαια, η αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης είναι αρκετά μεγαλύτερη γιατί τα παραπάνω ποσά φόρου προέκυψαν από την υπαγωγή των καθαρών αποδοχών στη φορολογική κλίμακα, χωρίς να ληφθούν υπόψη εκπτώσεις εισοδήματος και μειώσεις φόρου (ενοίκιο κατοικίας, ιατρικές δαπάνες, τόκοι στεγαστικών δανείων κ.λπ.), οι οποίες περιορίσθηκαν σημαντικά ή καταργήθηκαν πλήρως, τελευταία.

Ας δούμε όμως τη φορολογική επιβάρυνση και από μια άλλη οπτική γωνία. Αυτήν της διαφοράς που υπάρχει ανάμεσα στο ποσό που καταβάλλουν στις διάφορες χώρες οι εργοδότες για έναν εργαζόμενο και του ποσού που απομένει στα χέρια των εργαζομένων. Η διαφορά αυτή οφείλεται βασικά σε τέσσερις παράγοντες: στη φορολογία, στις εισφορές ασφαλισμένων και στις εισφορές εργοδοτών, οι οποίες επενεργούν αρνητικά στο εισόδημα των εργαζομένων και στις τυχόν οικονομικές ενισχύσεις του κράτους για την οικογένεια, οι οποίες επενεργούν θετικά. Αν μελετήσουμε τις επιδράσεις αυτές στο εισόδημα των εργαζομένων, διαπιστώνουμε ότι από όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ, το κράτος απορροφά, με εντυπωσιακή διαφορά, το μεγαλύτερο ποσοστό στην Ελλάδα.

Συγκεκριμένα, ενώ στην Ελλάδα το ποσοστό που απορροφά το κράτος για έναν αντιπροσωπευτικό εργαζόμενο με δύο παιδιά αποτελεί το 44,5% αυτού που καταβάλλει ο εργοδότης, στις χώρες του ΟΟΣΑ το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόνο 26,4%. Ή αλλιώς, ενώ στις χώρες του ΟΟΣΑ για κάθε 100 ευρώ που καταβάλλει ο εργοδότης φτάνουν στον εργαζόμενο 73,6 ευρώ, στην Ελλάδα φτάνουν μόνο 55,5 ευρώ. Η διαφορά αυτή οφείλεται πρωτίστως στις ασφαλιστικές εισφορές, οι οποίες είναι στην Ελλάδα πολύ υψηλές, και λιγότερο στη φορολογία. Εργοδότες όμως και εργαζομένους λίγο τους ενδιαφέρει πώς ονομάζεται αυτό που πληρώνουν στο κράτος.

Μια άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή του προβλήματος είναι ότι ενώ στις χώρες του ΟΟΣΑ αυτό που αφαιρεί τελικά το κράτος, αν συνυπολογισθούν φόροι, ασφαλιστικές εισφορές και οικονομικές ενισχύσεις προς τους φορολογουμένους, για έναν άγαμο αντιπροσωπευτικό εργαζόμενο αποτελεί το 35,9% του ποσού που καταβάλλει ο εργοδότης, το ποσοστό αυτό για έναν εργαζόμενο με τις ίδιες αποδοχές και δύο παιδιά μειώνεται στο 26,4%. Δηλαδή, στις άλλες χώρες, το κράτος μεριμνά για την οικογένεια και τη στηρίζει οικονομικά.

Στην Ελλάδα η τάση είναι αντίστροφη. Ενώ το κράτος απορροφά για τον «αντιπροσωπευτικό» άγαμο εργαζόμενο το 41,6% του ποσού που καταβάλλει γι’ αυτόν ο εργοδότης, για τον αντίστοιχο εργαζόμενο με δύο παιδιά απορροφά το 44,5%. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το κράτος στην Ελλάδα ουδέποτε στήριξε ουσιαστικά την οικογένεια. Και βέβαια με τις περσινές φορολογικές ρυθμίσεις η κατάσταση έγινε ακόμη χειρότερη.

Οφείλεται επίσης στο γεγονός ότι ενώ στις άλλες χώρες το κόστος της κοινωνικής πολιτικής για την ενίσχυση της οικογένειας το φέρει το κράτος, στην Ελλάδα τον ρόλο αυτό τον έχει αναθέσει στους εργοδότες με την καταβολή από αυτούς στους εργαζόμενους φορολογούμενων οικογενειακών επιδομάτων. Αυξανομένου όμως, έστω και λίγο, με την καταβολή επιδομάτων του φορολογητέου εισοδήματος, αυξάνουν, λόγω προοδευτικότητας της φορολογικής κλίμακας, ακόμη περισσότερο φόρος και ασφαλιστικές εισφορές, με συνέπεια το κράτος να απορροφά στην Ελλάδα μεγαλύτερο ποσοστό γι’ αυτούς που έχουν οικογένεια από ό,τι για τους άγαμους.

Τα παραπάνω δείχνουν ότι όσοι δεν φοροδιαφεύγουν/εισφοροδιαφεύγουν κάθε άλλο παρά λίγα πληρώνουν  στην  Ελλάδα. Δείχνουν επίσης  ότι  η  οικογένεια  δεν  αποτελεί στην Ελλάδα κριτήριο κατανομής των  βαρών  και  άσκησης  κοινωνικής πολιτικής. Μάλιστα, από αυτούς που έχουν οικογένεια -ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ- απορροφά το κράτος στην Ελλάδα το μεγαλύτερο ποσοστό.



ΝΙΚΟΣ ΤΑΤΣΟΣ
Καθηγητής Δημόσιας Οικονομικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο


Μην χάσετε για κανένα λόγο ... αξίζουν τον κόπο