Γιατί να φοβόμαστε να δοκιμάσουμε τις μεταρρυθμίσεις;

Ενα από τα επιχειρήματα για να κλείσει η ΕΡΤ ήταν ότι κόστιζε 240 εκατ. τον χρόνο, που τα πλήρωναν τα νοικοκυριά και τα γραφεία, πάνω στους λογαριασμούς της ΔΕΗ.



Θυμόμαστε όλοι πόσο πολύ συζητήθηκε το κόστος, αν ήταν εύλογο ή όχι.

Από όσο ξέρω, δεν υπήρξε προσεκτική οικονομική αξιολόγηση, αλλά εάν υπήρξε, πέρασε απαρατήρητη.

Το θέμα είχε εμπλακεί στους πολιτικούς ανταγωνισμούς, και κανένας υπολογισμός δεν μπορούσε να θεωρηθεί αντικειμενικός μέσα σε αυτό το κλίμα.

Εμεινε μόνο το ναι ή το όχι.

Τον Ιούλιο του 2011 συνέβη μια άλλη αλλαγή, που μείωσε την επιβάρυνση των νοικοκυριών περισσότερο από 240 εκατ. τον χρόνο. Ηταν μια επιτυχημένη μεταρρύθμιση, που ωφέλησε περισσότερο τα αδύναμα νοικοκυριά. Κανένας σχεδόν δεν την υπερασπίστηκε, γιατί ήταν μία από τις εκατοντάδες μικρές μεταρρυθμίσεις που μας επέβαλε η τρόικα. Είναι από αυτές που οι δικοί μας πολιτικοί δεν θα έκαναν από μόνοι τους, γιατί αντιβαίνει στις αντιλήψεις τους για τον ρυθμιστικό ρόλο του κράτους.

Αυτό που συνέβη ήταν ότι καταργήθηκαν οι διατάξεις που όριζαν ανώτατο περιθώριο κέρδους πάνω στα φρούτα και τα λαχανικά, για το χονδρεμπόριο και το λιανεμπόριο. Μέχρι τότε, σε όλα σχεδόν τα οπωροκηπευτικά υπήρχε πλαφόν στο περιθώριο κέρδους, που είχε θεσπιστεί αρχικά το 1946. Φυσικά, οι περισσότεροι πίστευαν ότι αυτό συγκρατεί τις τιμές. Οταν ανακοινώθηκε η απελευθέρωση των περιθωρίων, πολλοί πρόβλεψαν ότι οι τιμές θα αυξηθούν, σε όφελος των εμπόρων και σε βάρος των καταναλωτών.

Οι τιμές όμως έπεσαν ως αποτέλεσμα της απελευθέρωσης, και το όφελος για τα νοικοκυριά ήταν 256 εκατ. τον χρόνο, ή 23 ευρώ για κάθε κάτοικο της Ελλάδας. Την εκτίμηση αυτή παρουσιάζει ένα πρόσφατο επιστημονικό άρθρο, των Χ. Γκενάκου, Π. Κουτρουμπή και M. Pagliero. Μελέτησαν τη διακύμανση των τιμών πριν και μετά την απελευθέρωση, και ξεχώρισαν την επίδραση του μέτρου από άλλους παράγοντες, όπως είναι η ύφεση και η εποχικότητα. Είχαν τη δυνατότητα να συγκρίνουν με πέντε είδη όπου τα περιθώρια ήταν ήδη ελεύθερα (μήλα, αχλάδια, εσπεριδοειδή) και έτσι κατέληξαν σε ασφαλές συμπέρασμα.

Το αποτέλεσμα μοιάζει παράδοξο σε όσους δεν έχουν μελετήσει τα οικονομικά του ανταγωνισμού, αλλά οι ειδικοί αναγνωρίζουν το φαινόμενο. Τα ανώτατα όρια που ορίζει το κράτος συχνά λειτουργούν σαν τιμές αναφοράς όπου συγκλίνουν οι επιχειρήσεις, συμφωνώντας σιωπηρά να μην πωλούν σε πιο χαμηλό επίπεδο. Αν όριζαν φανερά μια κοινή τιμή, θα παρέβαιναν τον νόμο περί ανταγωνισμού. Η τιμή του κράτους λύνει το πρόβλημα, και είναι όλοι ήσυχοι.

Η μεταρρύθμιση αυτή, και η αξιολόγηση της με επιστημονική μέτρηση, προσφέρει μερικά διδάγματα.

Πρώτο, η πρωτόγονη σκέψη δεν είναι καλός οδηγός στην οικονομική πολιτική. Το πλαφόν δεν περιορίζει τις τιμές, όπως και η απαγόρευση των απολύσεων δεν περιορίζει την ανεργία. Η οικονομία είναι αλληλεπίδραση, ο ανταγωνισμός λειτουργεί και δυσλειτουργεί με πολλούς τρόπους, και ο καλύτερος οδηγός πολιτικής είναι ένας συνδυασμός θεωρίας και διεθνούς εμπειρίας. Οσα ισχύουν στις πιο πολλές δυτικές χώρες δεν έχουν προκύψει από ιδεολογική εμμονή, αλλά επειδή αποδείχτηκαν αποτελεσματικά. Η «εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ» μπορεί να έχει μερικές αστοχίες, αλλά η πλειονότητα των μέτρων είναι πιθανόν ότι θα φέρει σημαντικές βελτιώσεις για τους περισσότερους πολίτες.

Δεύτερο, πολλές κακές ρυθμίσεις υπάρχουν από άγνοια και όχι επειδή τις υπερασπίζονται τα συμφέροντα. Το πλαφόν δεν υπήρχε επί εξήντα χρόνια επειδή το ζητούσαν οι έμποροι, για να πωλούν πιο ακριβά. Ισα ίσα, μερικά ρεπορτάζ, για να αιτιολογήσουν την κατάργησή του το 2011, έγραφαν ότι αυτή ήταν αίτημα των εμπόρων. Οι πολιτικοί όμως ήθελαν να δείχνουν ότι κάτι κάνουν για την «ακρίβεια», και το πλαφόν ήταν ένας τρόπος. Ενώ την καλή λειτουργία του ανταγωνισμού δεν θα την πιστωνόταν ο υπουργός, σε μια χώρα που δεν πιστεύει σε τέτοια.

Τρίτο, κάθε νέο μέτρο πρέπει να αξιολογείται με προσοχή, για να διατηρηθεί ή να αλλάξει. Αν οι τρεις οικονομολόγοι δεν είχαν κάνει την οικονομετρική ανάλυση με δική τους πρωτοβουλία, δεν θα γνώριζε κανένας αν η απελευθέρωση ώθησε τις τιμές προς τα πάνω ή προς τα κάτω, και θα μέναμε όλοι με τις προκαταλήψεις μας. Δυστυχώς, δεν υπάρχει ανεξάρτητος οργανισμός που να κάνει συστηματικά τέτοιες αξιολογήσεις, όπως το Institute for Fiscal Studies στη Βρετανία. Αν κάποιος χορηγός θέλει να συμβάλει για να βελτιωθούν οι δημόσιες πολιτικές, ας ενισχύσει έναν τέτοιο θεσμό. Αν τον είχαμε, θα μπορούσαμε σε δύο χρόνια να συζητήσουμε με στοιχεία για τις αλλαγές στην ταξινόμηση του γάλατος, προς τα πού ώθησαν τις τιμές και αν βελτίωσαν τη θέση των κτηνοτρόφων. Ή αν η μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση πέρασε στις τελικές τιμές. Ενώ τώρα στην καλύτερη περίπτωση θα διαβάσουμε για την εξέλιξη των τιμών, χωρίς να ξέρουμε πού οφείλεται.

Τέλος, όταν αποδειχθεί ότι μία αλλαγή πέτυχε, πρέπει να γίνεται γνωστό. Αν αυτό ανατρέπει τα στερεότυπα, ας απολογηθούν όσοι επιμένουν σε αυτά. Αν αφήνουμε τον δημόσιο διάλογο στις ιδεοληψίες, θα μείνουμε μια κοινωνία κολλημένη στις αποτυχημένες συνταγές, γιατί θα φοβόμαστε να δοκιμάσουμε το καινούργιο.





Μην χάσετε για κανένα λόγο ... αξίζουν τον κόπο