Την πρόταση η Ελλάδα να διαπραγματευτεί για μια διακοπή της πληρωμής όλων ή μέρους των τόκων για 4-5 ή και περισσότερα χρόνια και τη χρησιμοποίηση των αντίστοιχων ποσών για επενδύσεις, καταθέτει με συνέντευξη του στη HuffPost Greece ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, καθηγητής Παναγιώτης Λιαργκόβας.
Αναφορικά με τις διαπραγματεύσεις με την τρόικα, σημειώνει ότι η συζήτηση για το δημοσιονομικό κενό δεν είναι προσχηματική καθώς οι ανατροπές που έφεραν οι αποφάσεις των δικαστηρίων, αλλά και η αργή και επιλεκτική υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων δεν επέτρεψαν την επίτευξη των στόχων.
Η τρόικα εμφανίζεται να εμμένει στην εκτίμηση της ότι το δημοσιονομικό κενό του 2015 θα φτάσει τα 2,5 δισ. ευρώ, ζητώντας και νέα μέτρα δημοσιονομικού χαρακτήρα. Εκτιμάται ότι υπάρχει πραγματική ανάγκη λήψης νέων μέτρων ή οι πιέσεις της τρόικας είναι προσχηματικές ώστε να οδηγήσουν την κυβέρνηση να ζητήσει παράταση του υφιστάμενου μνημονίου;
Δεν πιστεύω ότι η συζήτηση είναι προσχηματική. Με βάση το μνημόνιο που έχει υπογράψει η κυβέρνηση, υπάρχουν συγκεκριμένες δεσμεύσεις. Επειδή κάποιες από αυτές δεσμεύσεις ανατράπηκαν π.χ. στα δημοσιονομικά με τις αποφάσεις των δικαστηρίων που δικαιώνουν πολλούς από τους προσφεύγοντες σε αυτά, άλλες δεν υλοποιήθηκαν στο βαθμό που προβλεπόταν, π.χ. οι ιδιωτικοποιήσεις, το άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων, η εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ και άλλες αναβλήθηκαν για το μέλλον, π.χ. το ασφαλιστικό, η Τρόικα θεώρησε ότι δημιουργείται δημοσιονομικό κενό και ζητάει από την κυβέρνηση να εξειδικεύει τα μέτρα εκείνα που θα καλύψουν το κενό αυτό. Η Κυβέρνηση εκτιμά πως δεν υπάρχει δημοσιονομικό κενό για το 2015. Συγκεκριμένα, η εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού για το 2015 προβλέπει κενό ύψους μόλις 49 εκατ. ευρώ, ενώ το αντίστοιχο μέγεθος στο Προσχέδιο ανερχόταν σε 225 εκατ. ευρώ ή 0,1% του ΑΕΠ. Αντίθετα, στο ΜΠΔΣ 2015-2018, αυτό ανέρχεται σε 912 εκατ. ευρώ ή 0,5% του ΑΕΠ. Δεν θέλω να υποβαθμίσω την πρόοδο που έχει πράγματι συντελεστεί σε πολλούς τομείς. Αλλά οι δεσμεύσεις της χώρας ήταν σε άλλη, μεγαλύτερη κλίμακα σε σχέση με την επιτευχθείσα πρόοδο.
Τι είδους δημοσιονομική προσαρμογή είναι αυτή όταν δεν έχει καθόλου αναδιαρθρωθεί κι εκσυγχρονιστεί ο δημόσιος τομέας, δεν έχει καταπολεμηθεί η διαφθορά και δεν έχει περιοριστεί η φοροδιαφυγή;
Η σημαντική πρόοδος που έχει επιτευχθεί σε ορισμένους δείκτες της οικονομίας (ιδιαίτερα τους δημοσιονομικούς) απειλείται, μεταξύ άλλων, από το υψηλό κοινωνικό κόστος που προξένησε, αλλά και από τις αστοχίες και τις παραλείψεις της προηγούμενης περιόδου. Ενδεικτικά παραδείγματα είναι οι υστερήσεις στην εφαρμογή κρίσιμων μεταρρυθμίσεων, όπως και η ποιότητα κάποιων από αυτές που εφαρμόστηκαν. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις μπορούν να παίξουν το ρόλο του «εγγυητή» της διατηρησιμότητας τόσο του ρυθμού μεγέθυνσης όσο και της δημοσιονομικής ισορροπίας. Τέλος, όσον αφορά τη φοροδιαφυγή, σύμφωνα και με τα ευρήματα εμπειρικών μελετών η καταπολέμησή της πέραν του δημοσιονομικού οφέλους που συνεπάγεται, μειώνει το αίσθημα αδικίας και έτσι βελτιώνεται και η αποτελεσματικότητα της ίδιας της προσαρμογής.
Τελικά είναι βιώσιμο το δημόσιο χρέος ή όχι με βάση το Μακροπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Προσαρμογής ; Τι μπορεί να διαπραγματευτεί εκ νέου η Ελλάδα με την ΕΕ;
Η επίτευξη και κυρίως η διατήρηση μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων στο μέλλον (πάνω σε μια εξασθενημένη οικονομία) είναι σχεδόν αδύνατη. Εκτός τούτου, οι πολιτικές και γεωπολιτικές αβεβαιότητες, η συνεχιζόμενη λιτότητα και η ασθενής εξαγωγική βάση μεταξύ άλλων δημιουργούν ανησυχίες ως προς την επίτευξη των στόχων για υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης, οι οποίοι επηρεάζουν το λόγο του χρέους. Επίσης, δεν μπορεί κανείς να αναμένει σοβαρή μείωση του χρέους μέσω ιδιωτικοποιήσεων. Μια νέα δραστική περικοπή του τωρινού χρέους θα είναι μάλλον απίθανη με τα σημερινά δεδομένα (ο πρόεδρος της ΕΚΤ- Mario Draghi μιλώντας πρόσφατα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ανέφερε ότι «Η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους δεν είναι ούτε αναγκαία, ούτε χρήσιμη…»). Ωστόσο, η Ελλάδα θα μπορούσε να διαπραγματευτεί για μια διακοπή της πληρωμής όλων ή μέρους των τόκων για 4-5 ή και περισσότερα χρόνια και τη χρησιμοποίηση των αντίστοιχων ποσών για επενδύσεις. Μεσοπρόθεσμα, υπάρχουν δυνατότητες να μειωθεί το απόθεμα χρέους χωρίς ως ένα βαθμό να εμφανισθεί σαν νέο «κούρεμα», όπως η ανάληψη του κόστους ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών από τον ESM ή/και η «αμοιβαιοποίηση» μέρους του χρέους. Πάντως, η έκβαση μιας διαπραγμάτευσης για αναδιάρθρωση του χρέους εξαρτάται (και) από την αξιοπιστία της χώρας, η οποία με τη σειρά της μετράται με την εξέλιξη της δημοσιονομικής πολιτικής και των μεταρρυθμίσεων. Όσο καθυστερούν οι μεταρρυθμίσεις και άλλες αποφάσεις η οικονομική κατάσταση θα επιβαρύνεται και οι διαπραγματευτικές δυνατότητες θα ελαχιστοποιούνται. Θα ήταν μια χρήσιμη έκπληξη και θα βελτίωνε τις διαπραγματευτικές δυνατότητες της χώρας η έγκαιρη εκπλήρωση των πιο κρίσιμων προαπαιτούμενων.
Στην τελευταία του έκθεση το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής μιλά για έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού σχετικά με την ανάπτυξη αλλά και για εσφαλμένες τακτικές επιλογές (αποσπασματική φορολογική πολιτική, βεβιασμένη έξοδο στις αγορές κλπ). Τελικά, συνολικά θεωρείται επιτυχή ή όχι την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης που ασκείται τα τελευταία 5 χρόνια;
Η τελευταία εξαετία ομολογουμένως άφησε αρκετές πληγές στη χώρα: Απώλεια περίπου του 25% του ΑΕΠ, υπερδιπλασιασμός του ποσοστού ανεργίας και μακροχρόνιας ανεργίας, αύξηση του ποσοστού φτώχειας, αύξηση των εισοδηματικών ανισοτήτων κα. Όλα αυτά φανερώνουν ότι η επιτευχθείσα μακροοικονομική και δημοσιονομική ισορροπία είναι εύθραυστη, καθώς τα κοινωνικά προβλήματα, εάν δεν θεραπευτούν έγκαιρα, θα απειλήσουν την όποια οικονομική πρόοδο έχει ως τώρα συντελεστεί, τη σταθερότητα αλλά και την ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα. Ο στόχος της εσωτερικής υποτίμησης επιδιώχθηκε σχεδόν αποκλειστικά μέσω των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας και κυρίως με τη μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας ενώ αγνοήθηκε (ή δεν επιδιώχθηκε επιτυχώς) η ταυτόχρονη μεταρρύθμιση στην αγορά αγαθών και υπηρεσιών. Έτσι η εμμονή στη μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας (μαζί με την αύξηση της φορολογίας), οδήγησε σε επιδείνωση των εισοδημάτων και του βιοτικού επιπέδου των καταναλωτών, με αποτέλεσμα και τη μείωση της συνολικής ζήτησης χωρίς όμως τη μείωση του επιπέδου των τιμών στο βαθμό που θα αναμενόταν.
Το ότι μεγάλο μέρος της πολιτικής των μεταρρυθμίσεων καθυστερεί ή γίνεται υπό την πίεση των δανειστών μας υποδηλώνει έλλειψη πολιτικής βούλησης από τη μεριά της κυβέρνησης ή κάτι άλλο;
Ενώ η δημοσιονομική προσαρμογή, δηλαδή ο πρώτος πυλώνας του προγράμματος, χαρακτηρίζεται από σημαντική πρόοδο, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τον δεύτερο πυλώνα που είναι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Αυτές σχετίζονται με τις ριζικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του κράτους, στη γραφειοκρατία, στο επιχειρηματικό περιβάλλον, στην αγορά, στη δικαιοσύνη, στην παιδεία, στην πάταξη της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής. Ο χαρακτήρας των μεταρρυθμίσεων είναι ελλιπής, περιστασιακός και αποσπασματικός (μεταξύ άλλων, το άνοιγμα καταστημάτων τις Κυριακές, η απελευθέρωση επαγγελμάτων, η απλούστευση διαδικασιών που αφορούν στο επιχειρείν, η φορολογική μεταρρύθμιση). Οι μεταρρυθμίσεις του προγράμματος προσαρμογής προχωρούν αργά και επιλεκτικά, με ανακολουθίες, αμφιταλαντεύσεις και χωρίς σαφή κριτήρια ως προς την κατανομή των βαρών. Αυτό θα μπορούσε να αποδοθεί στη γενικότερη στάση της κοινής γνώμης, στη λάθος επικοινωνιακή τακτική παρουσίασης αυτών των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων από μεριάς της Κυβέρνησης, στην ύπαρξη οργανωμένων επιχειρηματικών συμφερόντων που αντιδρούν σε κάθε σχέδιο μεταρρυθμίσεων, στην ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία αλλά και στην έλλειψη πολιτικής συναίνεσης.
Πού έχουν σκαλώσει οι ιδιωτικές επενδύσεις; Στην έλλειψη σταθερών κανόνων και τη χαμηλή ποιότητα της διακυβέρνησης ή και σε άλλους παράγοντες; Αν οι επενδύσεις και οι εξαγωγές δεν πρωτοστατήσουν αναπτυξιακά, από πού θα έλθει η πολυδιαφημισμένη ανάπτυξη;
Οι επενδύσεις αποτελούν βασική συνιστώσα του ΑΕΠ, αυξάνουν την απασχόληση, δημιουργούν προστιθέμενη αξία και σε αυτές πρέπει να βασιστεί η ελληνική οικονομία στη φάση ανάκαμψής της, προκειμένου να είναι διατηρήσιμη. Προβλέπεται εντυπωσιακή επιτάχυνσή τους κατά 11,7% το 2015 και μαζί με την προβλεπόμενη αύξηση των εξαγωγών κατά 5,2% αναμένεται να είναι οι βασικοί πυλώνες της ανάπτυξης. Για να επιβεβαιωθούν όμως αυτά τα υπέρ-αισιόδοξα σενάρια, απαιτείται περαιτέρω μείωση της γραφειοκρατίας, σταθερότητα του φορολογικού πλαισίου και της οικονομικής πολιτικής γενικότερα, πολιτική σταθερότητα και απλοποίηση των διαδικασιών (που ήδη δρομολογείται). Απαιτείται επίσης, άμεση και ευνοϊκή διευθέτηση του ζητήματος του χρέους. Κυρίαρχο ρόλο καλούνται να διαδραματίσουν και οι τράπεζες παρέχοντας χρηματοδότηση προς την υγιή επιχειρηματικότητα.
Σε ποιους φαύλους κύκλους που αναφέρετε είναι παγιδευμένη η ελληνική οικονομία;
Το τέλος του «μνημονίου» και η έξοδος στις αγορές για δανεισμό δε σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία δε βαρύνεται από σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα ούτε ότι δεν υπάρχει εξίσου μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα. Η αδυναμία μετατροπής του παραγωγικού μοντέλου σε εξωστρεφές και καινοτόμο επιτείνει ένα φαύλο κύκλο εσωστρέφειας της χώρας και της οικονομίας της, θέτοντας εν αμφιβόλω την αισιοδοξία για τις μελλοντικές εξελίξεις γύρω από αυτήν. Επιπλέον, η καθυστέρηση στην επίλυση του ζητήματος του χρέους θα διαιωνίζει την ανάγκη για επίτευξη ολοένα και υψηλότερων πρωτογενών πλεονασμάτων από την ήδη εξασθενημένη ελληνική οικονομία.
Ποιοι είναι οι βασικοί άξονες δράσης ενός αναπτυξιακού σχεδίου ικανού να βγάλει την χώρα από την κρίση και σε πόσα χρόνια μπορεί αυτό να συντελεστεί;
Καταρχάς, ένα σαφές αναπτυξιακό σχέδιο, απαιτεί επαρκή και εξασφαλισμένη χρηματοδότηση για την υλοποίησή του. Ένα αναπτυξιακό σχέδιο για την Ελλάδα θα πρέπει να κατευθύνει τις ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις σε στοχευμένους τομείς στους οποίους η Ελλάδα παρουσιάζει συγκριτικά πλεονεκτήματα όπως ο τουρισμός, η ναυτιλία, οι υποδομές και η ενέργεια. Επίσης, θα πρέπει να ενισχυθεί η εξαγωγή τυποποιημένων αγροτικών προϊόντων, για τα οποία υπάρχει μεγάλη ζήτηση σε χώρες εκτός Ευρώπης, δεδομένου ότι είναι μοναδικά και εξαιρετικής ποιότητας. Σε κάθε περίπτωση όμως πρέπει να αποφευχθεί η πολυδιάσπαση κατά τη χρήση των αναπτυξιακών κεφαλαίων που θα έχει η χώρα στη διάθεσή της. Τέλος, ένα σωστά καταρτισμένο και προγραμματισμένο αναπτυξιακό σχέδιο, προκειμένου να αποφέρει τα αναμενόμενα θετικά αποτελέσματα, θα πρέπει να είναι μακροπρόθεσμο, να συνοδεύεται από την απαραίτητη συναίνεση μεταξύ των πολιτικών κομμάτων ως προς τις προτεραιότητες, τις στρατηγικές και εν γένει τα βασικά χαρακτηριστικά του.
Αλέξανδρος Κλώσσας | HuffingtonPost