“Για τα νοικοκυριά, οι ρυθμίσεις δανείων που προτείνονται στον Κώδικα θα λειτουργούν σε συνδυασμό με τις έννοιες του «συνεργάσιμου δανειολήπτη» (σ.σ τη μέθοδο δηλαδή με βάση την οποία οι τράπεζες θα κατηγοριοποιούν τους δανειολήπτες ανάλογα με τη συμπεριφορά τους) και των «εύλογων δαπανών διαβίωσης», μια ακτινογραφία δηλαδή των απαραίτητων εξόδων του δανειολήπτη, την οποία μαζί με την συνολική περιουσιακή του κατάσταση η τράπεζα θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της ώστε να προτείνει ρεαλιστικές ρυθμίσεις.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για διαφορετικά εργαλεία που θα πρέπει να αξιοποιηθούν μαζί για να αποδώσουν:
Στην πραγματικότητα πρόκειται για διαφορετικά εργαλεία που θα πρέπει να αξιοποιηθούν μαζί για να αποδώσουν:
- Συνεργάσιμος Δανειολήπτης. Η έννοια του συνεργάσιμου δανειολήπτη έχει αρκετά γκρίζα σημεία. Στην ουσία πρόκειται για εκείνον τον οφειλέτη που θα αποδεχθεί να παράσχει όποια πληροφορία του ζητηθεί από την τράπεζα σε ότι αφορά στην οικονομική, οικογενειακή, επαγγελματική και περιουσιακή του και θα ανταποκρίνεται με συνέπεια στο σχέδιο ρύθμισης. Στον Κώδικα Δεοντολογίας υπάρχει προσαρτημένη εξασέλιδη τυποποιημένη κατάσταση οικονομικής πληροφόρησης την οποία είναι υποχρεωμένος να συμπληρώσει αναλυτικά ο δανειολήπτης που θα κληθεί ή θα ζητήσει να μπει σε ρύθμιση. Δεν είναι όμως ξεκάθαρο αν η τράπεζα θα έχει δικαίωμα να κατατάξει τον οφειλέτη στους μη συνεργάσιμους δανειολήπτες και συνεπώς να ενεργοποιήσει αναγκαστικά μέτρα εναντίον του στην περίπτωση ο οφειλέτης δεν αποδεχθεί τις προτάσεις ρύθμισης που τυχόν υποβληθούν, όπως λ.χ να συναινέσει σε λύσεις ενοικίου αντί δόσεων, αύξησης των εγγυήσεων κ.α ή δεν συμφωνήσει συνολικά με το σχέδιο διευθέτησης. Σε κάθε περίπτωση όσοι χαρακτηριστούν από τις τράπεζες ως μη συνεργάσιμοι, θα είναι αυτοί που θα κινδυνεύσουν με πλειστηριασμούς ακινήτων και νομικά μέτρα εναντίον τους.
- Εύλογες δαπάνες διαβίωσης. Αποτελούν τον «μπούσουλα» με βάση τον οποίον θα γίνονται οι ρυθμίσεις δανείων λαμβάνοντας υπόψη τα εισοδήματα και τις ανάγκες των δανειοληπτών. Σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας των τραπεζών, τα πιστωτικά ιδρύματα θα είναι υποχρεωμένα από το 2015 να λαμβάνουν υπόψη τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης του δανειολήπτη προκειμένου να αξιολογούν τις δυνατότητες αποπληρωμής. Οι πληροφορίες αυτές θα αξιοποιούνται σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία όπως η οικονομική κατάσταση του δανειολήπτη (κινητή και ακίνητη περιουσία), το συνολικό ύψος των χρεών, η ικανότητα αποπληρωμής των οφειλών, το ιστορικό της οικονομικής συμπεριφοράς του κ.α Τα ποσά που χρειάζεται για να ζει κανείς αξιοπρεπώς και να καλύπτει τις απολύτως βασικές ανάγκες του ξεκινούν, σύμφωνα με την απόφαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, από τα 537 ευρώ «καθαρά» τον μήνα για έναν ενήλικα και φτάνουν ως τα 1.788 ευρώ για μια οικογένεια με τέσσερα παιδιά, χωρίς σε αυτά τα ποσά να υπολογίζεται η δαπάνη ενοικίων. Οτιδήποτε κερδίζει κανείς πάνω από αυτά θα αποτελεί δυνητικό έσοδο για την τράπεζα.Προβλέπονται συνολικά τέσσερις ομάδες δαπανών με πιο σημαντική αυτή με τα βασικά έξοδα διαβίωσης στα οποία περιλαμβάνονται δαπάνες διατροφής, ένδυσης-υπόδησης, έξοδα συντήρησης κατοικίας (φως, νερό, θέρμανση, τηλέφωνο κ.ά.), έξοδα μετακίνησης, επισκευές και συντήρηση οικιακού εξοπλισμού, είδη οικιακής κατανάλωσης, φροντιστήρια-εκπαίδευση, φοροτεχνικοί, δικηγόροι, κ.ά. Οι δαπάνες διαβίωσης για μια οικογένεια με δύο παιδιά προσδιορίζονται στα 1.347 ευρώ τον μήνα ή στα 16.162 ευρώ ετησίως μετά την αφαίρεση των φόρων (σ.σ. όπως προκύπτουν από το ετήσιο εκκαθαριστικό) και αφού αφαιρεθεί τυχόν δόση δανείου ή το ενοίκιο σπιτιού. Πρακτικά το μικτό μηνιαίο εισόδημα υπολογίζεται σε περίπου 2.100 ευρώ ...”