Οι ρίζες της θεωρίας της ανάπτυξης βρίσκονται στο έργο των κλασσικών οικονομολόγων του 18ου και 19ου αιώνα. Όλοι οι μεγάλοι κλασσικοί οικονομολόγοι ήταν, πρώτα από όλα, θεωρητικοί της ανάπτυξης. Μέσα στο θεωρητικό οικοδόμημα της Κλασσικής Πολιτικής Οικονομίας μπορούμε να ανακαλύψουμε τις αυθεντικές αρχές του οικονομικού φιλελευθερισμού.
Το κύριο ενδιαφέρον αυτής της θεμελιακής σχολής σκέψης βρίσκεται στη σύλληψη των μακροχρόνιων εξελίξεων του οικονομικού συστήματος, «των κανόνων κίνησης» της καπιταλιστικής δυναμικής .Η εξέταση της εστιάζει στην ανακάλυψη των γενικών αρχών που καθορίζουν την ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος σε διεθνική κλίμακα, μέσα σε ένα ταξικό (άρα ανεξίτηλα συγκρουσιακό) κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο ανάλυσης.
“ Για Μια Νέα Οικονομική και Βιομηχανική Πολιτική ”
Εδώ ακριβώς, μπορούμε να αντιληφθούμε το πόσο διαφορετικό είναι το πνεύμα του αυθεντικού φιλελευθερισμού σε σχέση με τα συνήθη συντηρητικά, πολιτικά άνευρα και εθνοκεντρικό υποκατάστατα του, τα οποία δεν σταματούν, ως τις μέρες μας, να διακινούνται ψευδεπίγραφα σε πολιτικο-ιδεολογικό επίπεδο ως δήθεν «φιλελευθερισμός».
Κατά βάθος, για πρώτη φορά εδώ, στην Κλασσική Πολιτική Οικονομία, η οικονομική σκέψη (ξεπερνώντας τις προϋπάρχουσες κρατικοκεντρικές μερκαντιλιστικές/ εμποροκρατικές αντιλήψεις) έκτισε με συστηματικότητα τα θεωρητικά θεμέλια που την οδήγησαν στην πλήρη συνειδητοποίηση ότι δεν μπορεί να υπάρξει καπιταλισμός κεκλεισμένος μέσα σε κλειστά εθνικά σύνορα.
Η έννοια του laissez-faire , laissez- passer (άσε τους να πράξουν, άσε τους να περάσουν…) έχει σε αυτήν την οπτική λαμβάνει έναν κεντρικό συμβολικό χαρακτήρα. Ειδικότερα, στην οικονομία, το laissez-faire προτρέπει στην δημιουργία ενός κοινωνικοοικονομικού περιβάλλοντος στο οποίο οι συναλλαγές μεταξύ ιδιωτών είναι απαλλαγμένες από την ασφυκτική κρατική παρέμβαση, περιλαμβανομένων τωνκανονισμών, των φόρων, δασμών και επιβεβλημένων μονοπωλίων.
Ο Α.Smith με το μνημειώδες έργο του «ο Πλούτος των Εθνών» το 1776[i], έθεσε τα θεμέλια της Οικονομικής Επιστήμης. Στο βάθος της οικονομική σκέψης του Α.Smith εδρεύει μια μεγαλειώδης φιλοσοφική «αντίφαση»: «(Ο Άνθρωπος) αυτό που έχει υπ’ όψη του, είναι το δικό του όφελος και όχι αυτό της κοινωνίας. Αλλά η επιδίωξη του δικού του οφέλους, φυσικά ή μάλλον αναγκαστικά, τον οδηγεί να προτιμά εκείνη την απασχόληση που είναι περισσότερο επωφελής για την κοινωνία».
Σε αυτήν την ακλόνητη εμπειρική διαπίστωση θεμελιώνεται ο κινητήρας της φιλελεύθερης σκέψης: η επιδίωξη του ατομικού οφέλους μέσα σε έναν κόσμο ελεύθερων αγοραίων συναλλαγών, ελεύθερης πρωτοβουλίας, ελεύθερης επιλογής και ανταγωνισμού οδηγεί «σιωπηλά», ακόμα και «αθέλητα», στο κοινό καλό και την οικονομική ανάπτυξη.
Για τον Α.Smith, ο βασικός μηχανισμός του καπιταλισμού που δημιουργεί τον πλούτο συντίθεται από τον ελεύθερο ανταγωνισμό, τις συναλλαγές και τη συνεχή αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Ειδικότερα, το «μυστικό» της παραγωγικότητας έγκειται στην οπτική του, ως γνωστόν, στην αρχή του καταμερισμού της εργασίας, όπυ μεγαλύτερος καταμερισμός εργασίας, υψηλότερη παραγωγικότητα, περισσότερος πλούτος.
Στο κέντρο του θεωρητικού ενδιαφέροντος του βρίσκονται οι αύξουσες αποδόσεις, οι οποίες πηγάζουν από τον καταμερισμό της εργασίας και βρίσκονται στην βάση της αισιοδοξίας του για το μέλλον του καπιταλισμού. Συγκεκριμένα, εκτιμά πως η οικονομική πρόοδος μπορεί να είναι μια αυτο-αναπαραγόμενη διαδικασία, χωρίς αναγκαστική κατάληξη σε ένα καθεστώς στασιμότητας (stationary state), στοιχείο που τον διαφοροποιεί ευθέως από τους περισσότερους άλλους κλασσικούς οικονομολόγους που παρέμειναν σχετικά πεσιμιστές. Στο ερμηνευτικό σχήμα του, οι αύξουσες αποδόσεις συνεπάγονται αυξανόμενη παραγωγικότητα εργασίας και υψηλότερα επίπεδα κατά κεφαλή εισοδήματος, διάμεσου της αύξησης του συνολικού προϊόντος και της απασχόλησης.
“ Για Μια Νέα Οικονομική και Βιομηχανική Πολιτική ”
Σύμφωνα με την προσέγγιση του οι αύξουσες αποδόσεις κυριαρχούν στις περισσότερες βιομηχανικές δραστηριότητες, ενώ οι φθίνουσες αποδόσεις χαρακτηρίζουν την πρωτογενή παραγωγή, δεδομένου ότι η γη είναι σταθερού μεγέθους παραγωγικός συντελεστής και φτάνει, από κάποια στιγμή, σε ένα επίπεδο «κορεσμού» καθώς προστίθενται νέοι εργαζόμενοι στην παραγωγική αξιοποίηση της (πτώση οριακού προϊόντος του μεταβλητού συντελεστή).
Παράλληλα, σύμφωνα με την θεώρηση του Α. Smith, οι ωφέλειες από τον καταμερισμό της εργασίας παραμένουν πάντοτε περιορισμένες από το μέγεθος της αγοράς. Όσο μεγαλύτερη είναι η τελευταία, τόσο ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας και των επαγγελμάτων θα είναι περισσότερο προωθημένος, άρα και τόσο υψηλότερη θα είναι η παραγωγικότητα της εργασίας και ο παραγόμενος πλούτος. Άρα μεγαλύτερη αγορά σημαίνει περισσότερος πλούτος. Σημειώνει συγκεκριμένα: «…όταν η αγορά είναι πολύ μικρή, κανένα άτομο δεν μπορεί να έχει καμία ενθάρρυνση να αφιερώσει τον εαυτό του αποκλειστικά σε μια απασχόληση, εξαιτίας της έλλειψης της δυνατότητας να ανταλλάσσει όλο το μέρος του προϊόντος από την προσωπική του εργασία που πλεονάζει, και το οποίο υπερβαίνει τη δική του κατανάλωση, με τα αντίστοιχα μέρη του προϊόντος της εργασίας άλλων ανδρών, ανάλογα με τις ευκαιρίες που του παρουσιάζονται».
Στη βάση αυτής της συνεκτικής λογικής, η αρχή του καταμερισμού των έργων γενικεύεται περαιτέρω και ξεπερνά το πλαίσιο της οργάνωσης της εργασίας μέσα στο εργοστάσιο. Επεκτείνεται πέρα από το εργαστήριο, πέρα από την πόλη ή την περιφέρεια. Απλώνεται, ακόμα και πέρα από το έθνος-κράτος. Ξεπερνά τα εθνικά σύνορα για να γίνει η βάση του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας σε διεθνή κλίμακα: έτσι παράγεται ο «Πλούτος των Εθνών» σύμφωνα με τον Α. Smith.
Η αγορά είναι η ίδια, ακόμα περισσότερο, «φύλακας του εαυτού της», υπό συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού…
Έτσι, ενώ όλοι είναι ελεύθεροι να ακολουθήσουν τα προσωπικά τους συμφέροντα, στην πραγματικότητα, όλοι είναι σαν να ελέγχονται από ένα απρόσωπο νόμο: ένα «αόρατο χέρι»…
Το θεώρημα του δηλώνει συγκεκριμένα ότι σε συνθήκες ανταγωνιστικής ισορροπίας :
- Το σύστημα παραγωγής θα παράγει τα αγαθά που ζητούν οι καταναλωτές.
- Οι επιλεχθείσες μέθοδοι παραγωγής θα είναι οι πιο αποτελεσματικές,
- Τα αγαθά θα πωλούνται στην χαμηλότερη δυνατή τιμή, η οποία είναι το κόστος παραγωγής συμπεριλαμβανομένου ενός κανονικού κέρδους.
Η θεωρία της διανομής των εισοδημάτων μεταξύ των κοινωνικών τάξεων παίζει, επίσης, σημαντικό ρόλο στη θεωρία μεγέθυνσης του Smith. Συγκεκριμένα οι τρεις βασικές τάξεις στην θεώρηση του ( η καπιταλιστική, οι εργάτες και οι γαιοκτήμονες) διαχωρίζονται με βάση τους παραγωγικούς πόρους που διαθέτουν – κεφάλαιο , εργασία και γη, αντίστοιχα, αλλά και με βάση τον τρόπο με τον οποίο δαπανούν τα κέρδη, τους μισθούς και τα ενοίκιά τους, δηλαδή, τα αντίστοιχα εισοδήματά τους. Οι σχέσεις μεταξύ των τύπων των παραγωγικών πόρων που διαθέτουν οι διάφορες τάξεις και του τρόπου με τον οποίο δαπανούν τα εισοδήματά τους, αποτελούν το ουσιαστικό μέρος της θεωρίας της συσσώρευσης του κεφαλαίου του Smith.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο η «απλή διεκδίκηση» υψηλότερης παραγωγικότητας και, κατ’ επέκταση κέρδους, δε μπορεί παρά να κάνει τον καπιταλισμό, εκ φύσεως, να ξεχειλίζει από το εθνικό πλαίσιό του: «… χωρίς την ύπαρξη μιας εκτεταμένης εξωτερικής αγοράς [τα μεταποιημένα βιομηχανικά προϊόντα] δεν μπορούσαν να ανθήσουν ούτε στις χώρες που είχαν τόσο μέτριο μέγεθος, ώστε να είναι σε θέση να καλύπτουν με την παραγωγή τους μόνο την περιορισμένης έκτασης εγχώρια αγορά, ούτε στις χώρες όπου η επικοινωνία της μιας επαρχίας με την άλλη ήταν τόσο δύσκολη, ώστε να καθιστά αδύνατη τη διάθεση αγαθών κάθε συγκεκριμένου μέρους στο σύνολο της εγχώριας αγοράς, τις ανάγκες της οποίας η παραγωγή της χώρας θα μπορούσε να καλύψει.»
Το κέρδος είναι η κινητήρια δύναμη της συσσώρευσης. Εφόσον υπάρχει κέρδος συνεχίζεται και η συσσώρευση. Στον βαθμό που η κερδοφορία αδυνατίζει βαθμιαία στα πλαίσια ενός «κλειστού εθνικού συστήματος» η δυναμική της οικονομικής ανάπτυξης αναγκαστικά εξασθενεί. Για τον Α. Smith, όμως, η πτώση του ποσοστού κέρδους στο μηδέν δεν θεωρείται «προδιαγεγραμμένη», όπως στα μοντέλα σκέψης του Malthus, του Ricardo ή του Marx…
“ Για Μια Νέα Οικονομική και Βιομηχανική Πολιτική ”
Και αυτό γιατί η διέξοδος από το στάδιο της στασιμότητας, για κάθε εθνική καπιταλιστική οικονομία, είναι το εξωτερικό εμπόριο και η διευρυνόμενη διεθνής αγορά, συνεπικουρούμενη από την τεχνολογική πρόοδο.
Σε επίπεδο χωρών αυτό σημαίνει, απλά, ότι στο βαθμό που υπάρχει ελευθερία στις διεθνείς συναλλαγές (laisser faire – laisser passer) η καπιταλιστική διαδικασία οδηγεί στην καλύτερη δυνατή χρήση των διαθέσιμων πόρων διεθνώς.
Το όφελος που δημιουργείται από τις διεθνείς συναλλαγές μοιράζεται μεταξύ των συναλλασσομένων μερών, στο βαθμό που η διεθνής τιμή του διακινούμενου αγαθού ορίζεται στο εσωτερικό της ψαλίδας που ορίζουν οι επιμέρους εθνικές τιμές του αγαθού: οι τιμές, δηλαδή, που ίσχυαν προηγουμένως σε καθεστώς εμπορικής απομόνωσης.
Και ας επιμείνουμε στο πλέον σημαντικό: η εθνική παραγωγική εξειδίκευση με βάση το απόλυτο πλεονέκτημα και με προϋπόθεση το ελεύθερο διεθνές εμπόριο αυξάνει αναπόδραστα τον συνολικό διαθέσιμο πλούτο των εθνών.
Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τον Adam Smith το μέγεθος του Κράτους πρέπει να είναι όσο το δυνατόν μικρότερο: Όχι μηδενικό…
Δεν μπορεί να υπάρξει αναπτυσσόμενη κοινωνία χωρίς υγιή κρατική παρέμβαση. Η παρέμβαση του Κράτος πρέπει, όμως, να περιορίζεται στην εθνική άμυνα, στην εξασφάλιση συνθηκών ατομικής ελευθερίας και στην προστασία κάθε μέλους της κοινωνίας από την αδικία και την καταπίεση εκ μέρους άλλων μελών της και στην ανάπτυξη ορισμένων δημοσίων αγαθών, όπου δεν υφίσταται επαρκές ιδιωτικό ενδιαφέρον. Δυο είναι μόνον οι περιπτώσεις όπου πρέπει να αναλαμβάνεται μια ενεργός πολιτική για την υποστήριξη της εθνικής βιομηχανίας: Στις ειδικές βιομηχανίες που αφορούν την εθνική άμυνα και όταν η εθνική βιομηχανία αντιμετωπίζει, εκ μέρους των άλλων χωρών με τις οποίες διατηρεί συναλλαγές, μια επιθετική δασμολογική επιβάρυνση των εξαγωγών της.
Στο έργο του Σμιθ ακόμα και σήμερα απολαμβάνουμε ένα ακόρεστο κριτικό πνεύμα εναντίον των «κατεστημένων συμφερόντων» κάθε είδους. Κανένας «κοινωνικός εταίρος» δεν προστατεύεται χωρίς όρους από το κριτικό πνεύμα του. Σημειώνει εύγλωττα πως ακόμα και οι συμβουλές των επιχειρηματιών προς την κυβέρνηση δεν είναι πανάκεια: «πρέπει πάντοτε να ακούγονται με πολλή προσοχή, και δεν πρέπει ποτέ να υιοθετούνται αν προηγουμένως δεν εξεταστούν επί πολύ και προσεκτικά […] με την πιο φιλύποπτη διάθεση.». Παράλληλα σημειώνει πως η επιδίωξη του ιδιωτικού συμφέροντος μέσω της νόθευσης του ανταγωνισμού δεν ωφελεί την κοινωνία ως σύνολο και για αυτό «οι άνθρωποι του ίδιου σιναφιού, σπανίως συναντιούνται όλοι μαζί, αλλά [όταν συναντηθούν] η συζήτηση τους καταλήγει πάντα σε συνωμοσία κατά του κοινού…»
Στην συνολική αντίληψη του η φτώχεια πρέπει να περιορίζεται δραστικά μέσα στην διαδικασία οικονομικής ανάπτυξης: «Καμία κοινωνία δεν μπορεί ασφαλώς να προοδεύει και να αισθάνεται ευτυχισμένη όταν το μεγαλύτερο μέρος των μελών της είναι βυθισμένο στη φτώχεια και την αθλιότητα». Η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου όλων των μελών της κοινωνίας είναι ο βασικός στόχος στην σκέψη του. Όλων…
Το έργο του μεγάλου αυτού οικονομολόγου δεν έχει χάσει σε τίποτα από την λάμψη του μέσα στο πέρασμα των αιώνων. Αποτελεί μια ακαταμάχητη πηγή ελεύθερου πνεύματος και αισιοδοξίας. Ας μην το ξεχνούμε στην μελέτη μας, προσπαθώντας να σχεδιάσουμε έναν καλύτερο κόσμο για το μέλλον μας.
[i] Σμιθ, Άνταμ, Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών, [1η έκδοση: Ελληνικά Γράμματα 2000 (ISBN 978-960-344-912-6). 1η έκδοση στα αγγλικά: 1776].
“ Για Μια Νέα Οικονομική και Βιομηχανική Πολιτική ”
*** Ο Δρ. Χάρης Βλάδος είναι Λέκτορας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, στο αντικείμενο των «Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων», στο τμήμα Οικονομικών Επιστημών (Τέως Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων και Ανάπτυξης) και Συντονιστής Βιομηχανικής Πολιτικής στην ΝΔ (Τομέας Οικονομίας και Ανάπτυξης)