“Ένα από τα βασικά κριτήρια που χρησιμοποιώ για να «αξιολογήσω» έναν επιχειρηματία ή ένα στέλεχος επιχείρησης, και το οποίο ανέπτυξα βαθμηδόν από την εμπειρία μέσα στα χρόνια που ασχολούμαι με την κατάρτιση και την συμβουλευτική των επιχειρήσεων, είναι η «τοποθέτηση» του απέναντι στις έννοιες της αλλαγής και της προσαρμογής.
Είναι αλήθεια πως έχω αντιμετωπίσει μια τεράστια ποικιλία αντιλήψεων σχετικά με αυτά τα δυο θέματα.
Θυμάμαι ακόμα την εικόνα ενός επιχειρηματία ο οποίος είχε έλθει να με συμβουλευτεί, πάνε πάνω από δεκαπέντε χρόνια πλέον, και αφού εξέτασα τα δεδομένα του συνέστησα να βάλει τα πράγματα κάτω και να τα ξαναδεί εξ’ αρχής, διότι όπως εκτιμούσα χρειάζονταν βαθιές αλλαγές και προσαρμογές στην στρατηγική του, και ο οποίος τότε μου είχε απαντήσει ευθέως: «Σιγά, υπερβάλλεις. Εγώ κατέβηκα νέος από το χωριό, χωρίς δραχμή στην τσέπη κι έφτιαξα μια μικρή αυτοκρατορία. Θα συνεχίσω να κάνω αυτό που κάνω, έτσι όπως ξέρω να το κάνω και θα συνεχίζω να βγάζω λεφτά και να πλουτίζω. Απλά τα πράγματα…».
Φυσικά, θα είχε δίκιο, αν…
Αν δεν άλλαζε, βέβαια, το περιβάλλον. Και το εξωτερικό περιβάλλον της επιχείρησης του, αλλά και η ίδια η επιχείρηση του, στο εσωτερικό της περιβάλλον, λιγότερο ή περισσότερο συνειδητά και σχεδιασμένα. Έλα, όμως, που αλλάζει το περιβάλλον μας, θέλουμε δεν θέλουμε. Και μάλιστα, κάποιες φορές, ραγδαία, μη- αναστρέψιμα και στο βάθος του: Αλλάζει δομικά, όπως εξηγήσαμε προηγουμένως. Και, τότε, απαιτείται δραστικός ανασχηματισμός, συνολική ανασύνθεση, σε όλα τα επίπεδα, και στον τρόπο που σκεφτόμαστε και στον τρόπο που δρούμε .
Δυστυχώς, στην μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων που έχω συναντήσει εδώ στην Ελλάδα, έως και σήμερα ακόμα, υπάρχει εμφανής έλλειψη κατανόησης και αποδοχής και των δύο αυτών εννοιών: και της αλλαγής και της προσαρμογής. Ο «τυπικός» έλληνας επιχειρηματίας και το «τυπικό» στέλεχος της επιχείρησης στην Ελλάδα είναι βαθιά συντηρητικό, στην ουσία του όρου. Δεν αγαπά την αλλαγή, την φοβάται και τον απωθεί. Αντιλαμβάνεται επίσης, συνήθως, την προσαρμογή με έντονη καχυποψία και φόβο. Ως ένα «πικρό ποτήρι» που πρέπει να πιει και όχι σαν μια απολύτως φυσιολογική και, υπό συνθήκες, ιδιαιτέρως ικανοποιητική και ευχάριστη πραγματικότητα στον κόσμο των επιχειρήσεων.
Κι όμως, οφείλουμε να το συνειδητοποιήσουμε, πλέον. Και αυτή η συνειδητοποίηση φαίνεται να αφορά την πολύ μεγάλη πλειοψηφία τόσο των ελληνικών επιχειρήσεων, αλλά και γενικότερα την μεγάλη πλειοψηφία των κοινωνιών οργανισμών, κάθε είδους, όπως και την πλειοψηφία των πολιτών της ελληνικής κοινωνίας. Η «εποχή των μπαλωμάτων» φαίνεται πως έφτασε, πλέον, στο τέλος της. Χρειάζεται, πλέον, μια νέας ποιότητας προσαρμογή.
Όχι μονάχα παθητική προσαρμογή: όχι η προσαρμογή του ακόλουθου, του αργοπορημένου μιμητή, της άκαμπτης επανάληψης, της δοξολογίας του παραδοσιακού και του τετριμμένου, των μικρο-προσαρμογών “στο πόδι” και του «κερδίσματος χρόνου, έως το αναπόφευκτο».
Χρειαζόμαστε, αντίθετα, μια πραγματικά ενεργητική προσαρμογή. Την προσαρμογή του εφευρετικού και του καινοτόμου. Αυτήν του φιλόδοξου και του πρωτοπόρου, του ρεαλιστή οραματιστή και του αποφασισμένου δημιουργού. Την προσαρμογή της επιχείρησης που τολμά να συμμετάσχει ενεργητικά στην αλλαγή των «κανόνων του παιχνιδιού» που αντιμετωπίζει, που φτιάχνει με τα χέρια της το μέλλον της, αντί να περιμένει να της το προσφέρει έτοιμο κάποια «ανώτερη δύναμη» ή κάποια ευτυχής συγκυρία.
Και σε αυτή την πρόκληση εκτιμούμε πως όσα έχουν να δώσουν αυτά τα βιβλία εισαγωγής στην στρατηγική, είναι χρήσιμα….”