“Πριν από 3 περίπου μήνες, άνοιξε στη γειτονιά μου,
ένα μικρό κατάστημα πώλησης μικρών διακοσμητικών φυτών.
Με παραξένεψε όταν το είδα.
Ποιός θα αγοράσει μικρά διακοσμητικά φυτά στη μέση του πουθενά;
Κάθε μέρα που περνώ από εκεί κοιτάζω να δω τί γίνεται. Ποτέ, μα ποτέ δεν έχω δει κάποιον πελάτη. Το τελευταίο διάστημα, το κατάστημα εφοδιάστηκε με χριστουγεννιάτικα διακοσμητικά φυτά. Μια δαπάνη, υποθέτω μεγάλη.
Αναρωτήθηκα πολλές φορές πώς πήγε αυτός ο άνθρωπος (ένας νέος γύρω στα 30-35) να ανοίξει ένα τέτοιο κατάστημα, τέτοια εποχή.
Με πονάει όταν σκέφτομαι ότι ο αγώνας αυτού του ανθρώπου μάλλον θα πάει χαμένος. Και δεν είναι μόνον ο αγώνας. Είναι τα όνειρα, είναι το ποσό της επένδυσης -και του μάταιου αγώνα να διατηρήσει το κατάστημα σε λειτουργία ελπίζοντας ότι θα αλλάξουν οι συνθήκες. Είναι το στοίχημα του πείσματος να μείνει ο άνθρωπος αυτός και να παλέψει την κρίση στην πατρίδα του, αντί να πάει εργάτης και αυτός στη Γερμανία.
Όμως, ο νέος αυτός έκανε σοβαρά λάθη.
Γνώριζε πως, 400 μέτρα απο το μαγαζί του, υπάρχει -επί της Μεσογείων- ένα μεγάλο φυτώριο που πουλά και διακοσμητικά φυτά. Έπρεπε να ρωτήσει στο Δήμο τα σχέδια για το δρόμο αφού, 4 εβδομάδες αφότου άνοιξε, μονοδρομήθηκε ο δρόμος και έγινε δρόμος “χαμηλής ταχύτητας”.
Όφειλε να έχει ψάξει κατά πόσο σήμερα ο κόσμος μπορεί να διαθέσει χρήματα για την αγορά διακοσμητικών φυτών.
Πιστεύω ότι το κατάστημα αυτό θα ήταν καταδικασμένο ακομη και στις “καλές” εποχές.
Και όμως, τέτοιες περιπτώσεις βλέπω συχνά.
Δε θα ξεχάσω ποτέ την περίπτωση ενός νιόπαντρου ζευγαριού που κάποτε άνοιξε μπουτίκ στην οδό Πεντέλης (από το Μαρούσι προς Μελίσια) και την οποία έκλεισε -με πολλά χρέη όπως έμαθα- ένα χρόνο αργότερα. Μα, ποιός θα ψώνιζε ρούχα σε μία γειτονιά που δεν υπάρχει παρόμοιο μαγαζί και μάλιστα χωρίς χώρο να παρκάρει, όταν λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα ήταν η ανθούσα αγορά του Αμαρουσίου;
Ή, την περίπτωση μίας φίλης μου που άνοιξε κατάστημα με νυφικά σε μία επαρχιακή πόλη (είχε πάρει μία ψευτοεπιδότηση νέων επιχειρηματιών και έβαλε -απο δανεικά- 6 φορές το ποσό της επιδότησης) για να το κλείσει, επίσης με βαριά χρέη, τρία χρόνια αργότερα.
Λίγες μέρες μετά τα εγκαίνια, την ρώτησα από περιέργεια για το πόσα παρόμοια μαγαζιά υπήρχαν στη μικρή πόλη και μου απάντησε τέσσερα. Με μια μικρή έρευνα που έκανα στο τοπικό επιμελητήριο, βρήκα τουλάχιστον έξι.
Όμως, ακόμη χειρότερα, η νέα -και επιδοτηθείσα- επιχειρηματίας, δε γνώριζε πόσοι γάμοι έγιναν στο νομό της κατά τα προηγούμενα χρόνια, μια πληροφορία που θα μπορούσε εύκολα να βρει από τη στατιστική υπηρεσία.
Αφήνω που οι τιμές που χρέωνε ήταν εξωπραγματικές.
Αν περίμενε ότι θα μπορούσε να ζήσει το μαγαζί της πουλώντας 3 ή 4 νυφικά το χρόνο, ήταν -όπως αποδειχθηκε- γελασμένη.
Δυστυχώς, από το λαό μας λείπει η σοβαρή “επιχειρηματική” παιδεία. Ο νέος επιχειρηματίας ενθουσιάζεται εύκολα, ή νοιώθει ότι τα ξέρει όλα και δε φροντίζει να μάθει τα αυτονόητα. Το ίδιο και με τους ανθρώπους που επενδύουν. Πάνε και αγοράζουν διάφορα επενδυτικά σκουπίδια από αετεονύχηδες, προσδοκώντας το εύκολο κέρδος.
Πού είστε επιμελητήρια να βοηθήσετε τους ανθρώπους που θέλουν να γίνουν επιχειρηματίες και να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας;
Πού είσαι κράτος που το μόνο που φροντίζεις είναι να απειλείς και να τα παίρνεις;
Πού είσαστε σχολεία και Πανεπιστήμια που επιμένετε να βγάζετε αμόρφωτους πτυχιούχους;
Πολύτιμοι οικονομικοί πόροι, μόχθος και ελπίδες πάνε χαμένα.
Στο πιο αποτυχημένο κράτος της Ευρώπης που ενδόξως αναπαράγεται αενάως.
Πόσο κρίμα...”