“ Το πολιτικό σκηνικό αλλάζει με μεγάλη ταχύτητα μετά την στροφή του Συριζα το καλοκαίρι, αλλά και την νίκη του στις εκλογές του Σεπτέμβρη. Η υπογραφή του νέου μνημονίου με τις λεπτομερείς πλέον πειθαρχίες που αυτό περιλαμβάνει δημιουργεί ένα σφιχτό περίγραμμα διακυβέρνησης από το οποίο πολύ λίγο η κυβέρνηση, είτε η παρούσα είτε οποιαδήποτε άλλη, μπορεί να αποκλίνει.
Δημιουργείται έτσι στην πραγματικότητα μία βάση για πολυμερή κυβέρνηση, ενδεχομένως και μία οικουμενική τέτοια, αφού δεν μπορεί να κατασκευαστεί ένα πιστευτό αντίθετο συνολικό αφήγημα, όπως αυτό που είχε φτιάξει το Συριζα, με τον αντιμνημονιακό αγώνα, σαν αντιπολίτευση.
Τα σημάδια είναι άλλωστε ορατά. Ο Τσίπρας υφαίνει την διακυβερνητική του ομάδα αξιοποιώντας στελέχη και πολιτικούς με πολύ συγκεκριμμένο πολιτικό παρελθόν και παρόν, είτε είναι του παλαιού ΠΑΣΟΚ, είτε της Νέας Δημοκρατίας με ορατές τις εσωκομματικές τους συμπάθειες. Τελευταίο παράδειγμα η Νίκη Τζαβέλα. Αξίζει να θυμηθούμε και την επιλογή για ΠτΔ.
Μερικοί, και εγώ, υποψιάζονται ότι ήδη έχουμε «τρικομματική», η «τριμερή», κυβέρνηση, με το τρίτο μέρος να είναι ακόμη αφανές, αλλά σε κάθε περίπτωση πολύ ισχυρό (και επώνυμο).
Δεν είναι τυχαία , σε σχέση με αυτήν την υποψία (η, πραγματικότητα), η ουσιαστική ακύρωση της Νέας Δημοκρατίας σαν αντιπολιτευτικής δύναμης, υπό το πρόσχημα ενός παρατεταμένου προεκλογικού αγώνα για την νέα της ηγεσία. Ούτε οι αβάντες που λαμβάνει, την τελευταία στιγμή, ο κ. Μεϊμαράκης ο οποίος είναι οπαδός μίας γραμμής εθνικής συναίνεσης για την υλοποίηση της συμφωνίας του Αυγούστου.
Υπό το φως μίας τέτοιας ανάλυσης αποχαιρετήστε το σενάριο της «αριστερής παρένθεσης». Αν είχε κάποια πιθανότητα, αυτό ήδη συνέβη. Μπορούμε να θεωρήσουμε «αριστερή παρένθεση» την πρώτη κυβέρνηση Συριζα, μέχρι τον Ιούλιο. Τώρα έχουμε έναν άλλο Συριζα και μία άλλη πολιτική γεωγραφία διακυβέρνησης, που θα μείνει ενδεχομένως για πολύ καιρό, ακόμα και αν ανασχηματιστεί έτσι ώστε να κάνει ορατή την πολυμερή της στήριξη, ακόμα και αν δεν είναι ο ίδιος ο Τσίπρας πρωθυπουργός.
Το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της πολυμερούς, με χαρακτηριστικά οικουμενικότητας, συμμαχίας, είναι ότι συγκεντρώνει όλες σχεδόν τις δυνάμεις του κρατισμού της χώρας, συμπυκνώνει την πλειοψηφική στην χώρα μας ξενοφοβία, προσπαθεί να προασπίσει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που κάνουν την ελληνική κοινωνία ένα ιδιότυπο. Είναι καθρέφτης της αντίστασης πολλών κοινωνικών ομάδων στις επερχόμενες αδήριτες αλλαγές που έφερε η κρίση, γιαυτό και είναι πολύ ισχυρή.
Ας θυμηθούμε το 61% του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα.
Εκτός από την εσωτερική στήριξη η κυβερνητική αυτή συμμαχία έχει και την αμέριστη στήριξη των ξένων εταίρων μας, οι οποίοι με ανακούφιση βρήκαν κάποιον που θέλει να συνεννοηθεί μαζί τους, ενώ δεν έχει σοβαρή αμφισβήτηση εγχωρίως.
Το πρόβλημα είναι ότι, πέρα από την υλοποίηση του Μνημονίου, η συμμαχία αυτή δεν φαίνεται να έχει άλλο πολιτικό σχέδιο πέρα από την άμυνα εκείνων που αντιλαμβάνεται σαν «κεκτημένα» των κοινωνικών ομάδων που εκφράζει, στον όποιο βαθμό μπορεί να τα σώσει.
Η, χειρότερα, ενδεχομένως να έχει και μία κρυφή ατζέντα, να δημιουργήσει μία σταθερότητα, να καταφέρει μία αναδιάρθρωση του χρέους, να μπορέσει να βγει στις αγορές, ώστε τα νέα δάνεια να αποτελέσουν νέες πηγές για κρατική επέκταση και νέες προσόδους για τους πελάτες του συστήματος.
Μακάρι να μην ήταν έτσι.
Το νέο αυτό σκηνικό θέτει σε δοκιμασία όλες σχεδόν τις μέχρι τώρα σταθερές του πολιτικού συστήματος. Δεν έχουμε πια την κλασσική διαίρεση «αριστερά – δεξιά», δεν έχουμε στην ουσία δικομματισμό, τουλάχιστον όχι μέχρι να δημιουργηθεί ένας ισχυρός αντιπολιτευτικός πόλος. Με άλλα λόγια έχουμε χάσει την μπάλα, άπαντες, τόσο οι παραδοσιακοί υποστηρικτές του Συριζα, όσο και οι υπόλοιποι της πρώην αντιπολίτευσης.
Σε μεγάλο βαθμό ακυρώνεται και το σύνθημα της «σύνθεσης των διαφορετικών», σημαία τόσο του Ποταμιού, όσο και της Δράσης, αφού την έχουμε μπροστά μας, στην διακυβέρνηση, αυτήν την σύνθεση των διαφορετικών. Αλλά και το «νέο», έγινε πια σημαία ευκαιρίας από το Συριζα, ενώ η συνεργασία του με ένα εκατομμύριο «παλιά» απενοχοποίησε το «παλιό».
Δεν έχουμε ούτε την πολυτέλεια να τοποθετήσουμε πολιτικές σαν διαχωριστικές γραμμές. Η κυβέρνηση αυτή δείχνει έτοιμη να δανειστεί στοιχεία του προγράμματος όλων των αντιπάλων της, εφαρμόζοντας στρατηγική “tutti frutti”, πουλώντας ταυτόχρονα εθνικισμό και διεθνισμό, ιδιωτικοποιήσεις και κρατικοποιήσεις, φιλελευθερισμό και σοσιαλισμό, φορολόγηση και ανοχή στην παρανομία, μνημόνιο και αντιμνημόνιο. Μπορεί να μην είναι κάτι τέτοιο συνταγή επιτυχίας, αλλά μάλλον παράλυσης, όμως εξασφαλίζει ευρύτατη υποστήριξη και εγγυάται ηγεμονία.
Η αντιπολίτευση σε αυτό το πολύχρωμο καραβάνι αναζητείται.
Γιατί οι δημιουργικές δυνάμεις της κοινωνίας, εκείνοι που ονειρεύονται μία άνθιση της ιδιωτικής οικονομίας στηριγμένης σε χαμηλούς φόρους, όσοι θέλουν την Ευρώπη σαν πρότυπο αναμόρφωσης των θεσμών και των δομών μας, δεν έχουν μάλλον να περιμένουν τίποτα από αυτό το νέο ιμπέριουμ, είτε είναι του Τσίπρα μόνου του, είτε είναι και των συνοδοιπόρων του.
Είμαστε ακόμα στην αρχή. Γιατί όλοι οι πιθανοί φορείς αντιπολίτευσης, και η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι, είναι εσωτερικά υπονομευμένοι καθώς πολλοί μέσα σε αυτούς τους σχηματισμούς έλκονται από την βαρύτητα της πολυμερούς διακυβέρνησης Τσίπρα. Ας ξεχάσουμε τις «συγκολλήσεις», γιατί δεν θα συμβούν. Δεν μπορεί να υπάρξει «μέτωπο» ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – Ποτάμι.
Αν μπορεί να συμβεί κάτι θα αφορά μία συσπείρωση τμημάτων από όλα, η μερικά, από τα παραπάνω κόμματα, μετά από μία επώδυνη φάση διασπάσεων. Θα πρέπει πρώτα να συμβούν οι διασπάσεις αυτές, για να γίνει κατανοητό αν μπορεί να φτιαχτεί μία πειστική αντιπολίτευση, και κυρίως αν μπορεί να διαμορφώσει μία διαφορετική πρόταση εξουσίας, μέσα στα ασφυκτικά πλαίσια του μνημονίου, πρόταση που να εκφράσει τα δημιουργικά κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας, που σήμερα ασφυκτιούν, η φεύγουν.
Και ας πάρουμε υπόψιν, ότι για την ώρα οι μόνοι πρόσφοροι για αντιπολίτευση πολιτικοί, με κάποιο βεληνεκές, είναι οι «τοξικοί» Σαμαράς και Βενιζέλος.
Με ότι αυτό συνεπάγεται...
Δεν είμαι αισιόδοξος, για το άμεσο επόμενο διάστημα ... ”