“Κατέβαινα στην Συγγρού καθώς σκοτείνιαζε και έμεινα έκθαμβος από το θέαμα ενός ουρανού που φαινόταν να είχε πάρει φωτιά.
Τα σύννεφα, αραιά και τεμαχισμένα σε μικρά μικρά κομματάκια, σαν ξέφτια μπαμπακιού από παλιό ανοιγμένο στρώμα που απλώνονται για να στεγνώσουν, βαμμένα άλλα με ζωηρό κίτρινο, άλλα με κόκκινο, άλλα πορφυρά, άλλα μοβ, ενώ σιγά σιγά ο ήλιος έριχνε τις τελευταίες του ανταύγειες πίσω από τα μακρινά βουνά της Πελοποννήσου.
Από τα πιο εντυπωσιακά ηλιοβασιλέματα που έχω δει.
Σταμάτησα αυθόρμητα εκεί στον Φλοίσβο, για να βγάλω φωτογραφία.
Για να συνειδητοποιήσω ότι την ίδια σκέψη είχαν κάνει δεκάδες άλλοι άνθρωποι, που είχαν σταματήσει και έβγαζαν φωτογραφίες με τα κινητά τους, εκστασιασμένοι.
Δεν έβγαλα φωτογραφία, καθώς αισθάνθηκα ξαφνικά ότι ήμουν μέρος μιας αγέλης, που αντιδρά με όμοιο τρόπο στα γύρω ερεθίσματα. Παρηγορήθηκα όμως. Η ομορφιά γύρω μας δεν είναι αόρατη, μπορεί να κινούμαστε όλοι σαν αυτόματα αναζητώντας να μπαλώσουμε τις καθημερινές μας τρύπες, τρύπες των αναγκών μας οποιασδήποτε φύσης, όμως μόλις η Φύση μας στείλει ένα αισθητό κάλεσμα εμείς, τα πλάσματα της, ξυπνάμε από τον λήθαργο της ρουτίνας μας και κάνουμε νεύμα, κατάφασης.
Ύστερα είδα όλες τις φωτογραφίες που ανεβαίνουν εδώ, στα κοινωνικά δίκτυα, και βεβαιώθηκα.
Τα σοβαρά πάντοτε επιβάλλονται...”