Τι πιθανότητες έχει μια τέτοια κυβέρνηση να πετύχει;

“Τα στοιχεία που ανακοίνωσε ο ΟΟΣΑ είναι συγκλονιστικά. Η πτώση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα από το 2007 έως το 2015 έφτασε το 27,5%. Η ανεργία παραμένει σε ανεμοδαρμένα ύψη και αναμένεται (μετά την εν εξελίξει φοροκαταιγίδα) να αυξηθεί κι άλλο.



Καθώς μπαίνουμε στο 2016, όχι μόνο δεν υπάρχει προοπτική ανάκαμψης αλλά είναι βέβαιο πως η κατηφόρα θα συνεχιστεί, ίσως και πιο απότομα. Στη διάρκεια του επόμενου χρόνου θα φλερτάρουμε με τα δύο τρομακτικά τριαντάρια: σωρευτική πτώση του ΑΕΠ κατά 30% και ανεργία 30%, διπλάσια για τους νέους. Αυτά είναι νούμερα που συναντά κανείς σε χώρες μετά από πόλεμο, ιδίως μετά από πόλεμο που έχουν χάσει.

Πώς θα θυμούνται τα παιδιά μας μετά από δεκαετίες αυτήν την περίοδο;

Με ποιον τρόπο θα ερμηνεύουν οι ιστορικοί αυτήν την «ειρηνική καταστροφή»;

Ποιοι θα θεωρηθούν υπεύθυνοι γι’ αυτό το έγκλημα;

Όλα αυτά είναι ενδιαφέροντα ερωτήματα αν και τα έχουμε συζητήσει πολλές φορές. Ο βασικός υπεύθυνος είναι το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης. Αυτό δημιούργησε τις πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές, θεσμικές και πολιτισμικές προϋποθέσεις της κρίσης. Με την ενθουσιώδη βεβαίως στήριξη του ελληνικού λαού.

Που έδωσε σ’ αυτό το πολιτικό σύστημα απεριόριστη δύναμη, που το προστάτευσε και το νομιμοποίησε.

Που όχι μόνο αδιαφόρησε για τις μοναχικές Κασσάνδρες που τον προειδοποιούσαν αλλά φρόντισε και να εξοστρακίσει κάθε φωνή που ενοχλούσε τα συλλογικά αυτιά του.

Σ’ αυτό το πολιτικό σύστημα ο ρόλος της Αριστεράς ήταν περιορισμένος μεν, εκκωφαντικός δε. Η Αριστερά ήταν η cheerleader του λαϊκισμού. Άλλοι πρωταγωνιστούσαν στο παιχνίδι αλλά αυτή ζητωκραύγαζε και μοιράζονταν τη δόξα. Και βέβαια οι μυωπικοί εταίροι μας, που επιμένουν μέχρι και σήμερα σε ένα μείγμα λιτότητας που απέτυχε παταγωδώς, ένα μείγμα που εξυπηρετεί και τους εγχώριους εφαρμοστές γιατί έχει το μικρότερο πολιτικό κόστος:

αντί της μείωσης του κράτους και των ριζικών μεταρρυθμίσεων, αύξηση της φορολογίας και οριζόντιες (άρα άδικες και αναποτελεσματικές) περικοπές.

Ας τ’ αφήσουμε όμως αυτά κι ας δούμε γιατί το τρίτο μνημόνιο θα έχει την ίδια τύχη με τα άλλα δύο.

Ας δούμε δηλαδή γιατί θα αποτύχει.

Σύμφωνα με τον μεγάλο Αμερικανό οικονομολόγο και πολιτικό επιστήμονα Mancur Olson, για να αναπτυχθεί μια χώρα θα πρέπει να ισχύσουν τρεις τουλάχιστον προϋποθέσεις:

να έχει ανοικτές αγορές, να πλαισιώνονται αυτές από θεσμούς κατάλληλους για οικονομική ανάπτυξη αλλά και να διαθέτει ελίτ που να κατανοούν τις βασικές οικονομικές έννοιες και ιδίως τον τρόπο που λειτουργούν οι διεθνείς αγορές.

Εμείς δεν έχουμε τίποτα από τα τρία.

1. Η Ελλάδα δεν έχει ανοικτή αγορά.

Ύστερα από πέντε χρόνια μνημονίων και «μεταρρυθμίσεων» η Ελλάδα παραμένει μια κορπορατιστική κλειστη οικονομία που την ελέγχει μια ανίερη συμμαχία γραφειοκρατών, ολιγαρχών και οργανωμένων συμφερόντων (ισχυρές επαγγελματικές ομάδες και ισχυρά συνδικάτα του δημόσιου τομέα). Πρόκειται κυριολεκτικά για στρατό κατοχής που ελέγχει την εκάστοτε κυβέρνηση, τα «βρίσκει» στο τέλος με τους δανειστές και έχει ως κύριο σκοπό την αυτοσυντήρησή της. Το ότι ακόμα και σήμερα η Ελλάδα παραμένει η λιγότερο ελεύθερη, δηλαδή η περισσότερο κλειστή στον ανταγωνισμό οικονομία μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι η καλύτερη απόδειξη των παραπάνω.

2. Η Ελλάδα δεν διαθέτει θεσμικό πλαίσιο κατάλληλο για οικονομική ανάπτυξη.

Η Ελλάδα είναι η κατεξοχήν χώρα με «κλειστούς» ή «αρπακτικούς» (extractive) θεσμούς, για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία των Acemoglu και Robinson, όπου οι ισχυρές πολιτικές και οικονομικές ελίτ «αρπάζουν» τους πόρους από την υπόλοιπη κοινωνία. Πρόκειται δηλαδή για την κλασική περίπτωση παρεοκρατικού καπιταλισμού (crony capitalism): Με ισχυρά κρατικοδίαιτα μονοπώλια και ολιγοπώλια, με εισαγωγή τεχνολογίας και ανύπαρκτη καινοτομία, έμφαση στην εσωτερική αγορά, ελάχιστες εξαγωγές και φυσικά με υψηλούς δείκτες ανισότητας και ένα διογκωμένο αλλά αναποτελεσματικό και άρα ανύπαρκτο κράτος πρόνοιας. Είναι μια χώρα με δυσανεξία στις δομικές μεταρρυθμίσεις, με θεσμοθετημένα εμπόδια στην είσοδο για τις νέες επιχειρήσεις, με αντικίνητρα για την καινοτομία και βέβαια ο παράδεισος της προσοδοθηρίας και της διαφθοράς. Προσθέστε σε όλα αυτά τη διαβόητη αναποτελεσματικότητα της κρατικής μηχανής και τους απελπιστικά αργούς ρυθμούς της Ελληνικής Δικαιοσύνης. Ποιος θα επενδύσει σε μια χώρα με αρνητικά ρεκόρ στην απονομή δικαιοσύνης: 4,5 χρόνια για να εφαρμοστεί μια σύμβαση και σχεδόν 4 για να ξεμπερδέψεις από μια πτώχευση! Όσο και να μειωθεί λοιπόν το κόστος της εργασίας μην περιμένετε να αυξηθεί πραγματικά η ανταγωνιστικότητα χωρίς ριζικές μεταρρυθμίσεις. Σε μια χώρα που ούτε να γεννηθεί μπορεί μια οικονομική σχέση αλλά ούτε και να πεθάνει μην περιμένετε επενδύσεις!

3. Η Ελλάδα δεν έχει ελίτ που να κατανοούν τον τρόπο που λειτουργεί η παγκοσμιοποιημένη οικονομία.

Αρκεί να παρακολουθήσετε ένα δελτίο ειδήσεων για να φρίξετε από τον οικονομικό αναλφαβητισμό, την παθολογική ιδεοληψία και την άγνοια κινδύνου του πολιτικού συστήματος. Αδυνατεί ακόμα και στοιχειωδώς να συνδέσει την τρομακτική ανεργία και την τραγική φυγή εγκεφάλων (brain drain) με τα δύο προβλήματα που παρουσιάσαμε παραπάνω. Μια χώρα που γηράσκει, με ρεκόρ συνταξιούχων και πρωταθλήτρια στο ποσοστό ατόμων που εξαρτώνται από το κράτος για την επιβίωσή τους, με το χαμηλότερο δείκτη εμπιστοσύνης (trust) και υποτυπώδες κοινωνικό κεφάλαιο, αδυνατεί να καταλάβει τα αίτια, να συνδέσει τα προφανή. Μην εκπλήσσεσθε εάν και η ηγεσία της αντανακλά πιστά το πραγματικό πρόσωπο αυτής της χώρας.

Αυτό είναι, σε πολύ αδρές γραμμές, το πρόβλημα της Ελλάδας (αν θέλετε να διαβάσετε περισσότερα για το θέμα, θα βρείτε ένα πιο εκτεταμένο και εμπεριστατωμένο κείμενό μου ακριβώς απο κάτω).

Προφανώς δεν είναι τα μοναδικά προβλήματα. Είναι όμως τα σημαντικότερα γιατί είναι δομικά. Ας κάνουμε ένα απλό διανοητικό πείραμα. Ας φανταστούμε ότι το χρέος μας εξαφανίζεται με ένα μαγικό τρόπο. Αυτά τα τρία σοβαρά δομικά προβλήματα θα μας ξαναφέρουν ακριβώς στην ίδια (ίσως και χειρότερη) θέση μ’ αυτήν που βρεθήκαμε το 2010. Οτιδήποτε συμβαίνει γύρω μας (παγκόσμια κρίση, προβλήματα της ευρωζώνης, ηθικός κίνδυνος) θα αποτελούν αφορμές για την καταβύθισή μας.

Να λοιπόν γιατί είμαι τόσο απαισιόδοξος. Όχι μόνο γιατί λίγα πράγματα άλλαξαν ουσιαστικά μέσα σ’ αυτά τα χρόνια, από το 2010 μέχρι σήμερα. Όχι μόνο γιατί προφανώς δεν μάθαμε κάτι ούτε εκμεταλλευτήκαμε την κρίση. Αλλά κυρίως γιατί η σημερινή κυβέρνηση συμπυκνώνει με τον πιο θλιβερό και μίζερο τρόπο όλη την κακοδαιμονία της μεταπολίτευσης. Είναι ο τελευταίος σπασμός ενός αποτυχημένου κράτους που θα σπαρταρίσει μια τελευταία φορά πριν μας πάρει μαζί του στο βυθό.

Μην το εκλάβετε σαν προφητεία (θα ήταν γελοίο), ούτε καν σας πρόβλεψη (θα ήταν αμετροεπές). Αλλά τουλάχιστον για μένα η συνέχεια είναι σε μεγάλο βαθμό προδιαγεγραμμένη. Διότι ενώ αυτή η κυβέρνηση έχει ένα σημαντικό πλεονέκτημα έναντι των προηγουμένων – έχει πολιτικό κεφάλαιο να ξοδέψει και δεν έχει ισχυρή λαϊκιστική αντιπολίτευση απέναντί της – έχει επίσης τρία σημαντικά μειονεκτήματα: απεχθάνεται τις ανοικτές αγορές και τον ανταγωνισμό, δεν έχει καμία διάθεση να διαμορφώσει ένα οικονομικά αποτελεσματικό θεσμικό πλαίσιο και βέβαια η ηγεσία της έχει μια τερατωδώς διαστρεβλωμένη εικόνα για το πώς λειτουργεί ο κόσμος.

Τι πιθανότητες έχει μια τέτοια κυβέρνηση να πετύχει;

Μηδαμινές.

Τι μπορεί να λειτουργήσει θετικά σε ένα τόσο ζοφερό σενάριο;

Η ασφυκτική πίεση που θα της ασκηθεί για να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις και αποκρατικοποιήσεις και βέβαια το ένστικτο της αυτοσυντήρησης.

Αλλά αρκούν αυτά;”



Δημοφιλείς αναρτήσεις