“Τα δύο μεγάλα κόμματα θέλουν και τα δύο «Μπροστά!». Τουλάχιστον αυτό λένε με παραλλαγή του ίδιου συνθήματος-κατεύθυνσης. Το ίδιο έλεγαν όλα τα κόμματα εξουσίας τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια: «Μπροστά!». Τέτοια σύμπτωση επιδιώξεων, ακόμα και όταν η ταυτότητα και η εξωτερική μορφή αυτών που το λένε έχει αλλάξει, δεν μπορεί παρά να σημαίνει κάτι βαθύ και ειλικρινές. Σύσσωμος ο δικομματισμός το εννοεί όταν λέει «Μπροστά»!
Μα, τότε, πώς εξηγείται ότι η χώρα πήγαινε και πάει σταθερά «Πίσω!»; Όταν όλοι ήταν ειλικρινά και σταθερά προσανατολισμένοι «Μπροστά!», πώς καταλήξαμε ανάποδα; Και αυτό ασχέτως ποιος κέρδιζε (Δεξιά, Κεντροδεξιά, Κεντροαριστερά, τώρα Αριστερά) το μπροστά κατέληγε πίσω. Αρχικά διστακτικά, μετά με φόρα, τώρα πια με μανία.
Και όμως όλοι λειτουργούν λογικά και είναι απόλυτα ειλικρινείς. Μόνο που «το μπροστά!» σημαίνει «Μπροστά, έστω και με μια ψήφο» για εμάς. Όταν το σημαντικό δεν είναι τόσο να σωθεί η χώρα όσο το ποιος θα τη σώσει, το μπροστά για το κόμμα ταυτίζεται εύκολα (τουλάχιστον στο μυαλό των κομματικών στρατών) σε μπροστά για τη χώρα. Έτσι ξεπλύνεται η κομματική συνείδηση, χρεώνεται το τελικό πανηγυρικό «πίσω!» σε εξωτερικούς παράγοντες και στήνεται το σκηνικό για την επανάληψη του έργου.
Αυτό προκύπτει γιατί έτσι το ήθελαν εξ αρχής. Στην Ελλάδα από το 2000 η εκλογική αντιπαράθεση δε γίνεται με βάση απόψεις για το τι πρέπει να γίνει, αλλά είναι αποτέλεσμα της απλής επιδίωξη να καρπωθεί «το κόμμα μας» το μπόνους του πρώτου – που άρχισε με 40 έδρες επί Κ. Σκανδαλίδη και μετατράπηκε σε 50 από τον Π. Παυλόπουλο. Το οποίο μπόνους όλοι από το 2009 υπόσχονται ότι θα καταργήσουν αλλά όλοι (ως διά μαγείας) «δεν προκάνουν».
Γιατί είναι τόσο βλαπτικό το μπόνους;
Ο λόγος είναι απλός. Οι εκλογές κερδίζονται με δύο τρόπους: Με την πειθώ – όπου το κάθε κόμμα προσπαθεί να πείσει με επιχειρήματα ότι ξέρει τι λέει και έχει μια ιδέα για το πού θα πάει τη χώρα. Όπως βλέπουμε στις δημοσκοπήσεις ο τρόπος αυτός είναι επίπονος και εξαντλητικός. Όσο μεγάλη προβολή και να έχει κάποιος, όση παρουσία στα Μέσα, όση προσπάθεια και να βάζουν (οι καλύτεροι) στην οικοδόμηση επιχειρημάτων και προγραμμάτων, αυτά μεταφράζονται σε μεταστροφή της πρόθεσης ψήφου με τρόπο αργό και εξαντλητικό. Οι ψηφοφόροι είναι απαιτητικοί και καχύποπτοι – και σωστά αφού τόσα έχουν δει τα μάτια τους. Έτσι τα κόμματα πασχίζουν, προσπαθούν και κερδίζουν εκλογική επιρροή πολύ μικρότερη από αυτό που θεωρούν ως αξία τους για την Πατρίδα (κατά τη δική τους εκτίμηση, βεβαίως).
«Πολύ κακό για το τίποτε» διαπίστωσαν τα διαχρονικά φουσάτα του δικομματισμού. Το εκλογικό μπόνους δίνει στη μια ψήφο διαφορά (σε όρους εδρών στην Βουλή) το ένα πέμπτο όσων θα κερδίσουν όλα μαζί τα κόμματα στη συμβατική εκλογική αντιπαράθεση. Δηλαδή, για να το δούμε παραστατικά, χαρίζει μια ολόκληρη πόλη σαν το Ηράκλειο ή την Πάτρα σαν εκλογικό φέουδο του πρώτου κόμματος. Δηλαδή, σαν να εκδίδει διαταγή αναγκαστικής εκτέλεσης να ψηφίσουν όλοι οι κάτοικοι του Ηρακλείου το πρώτο κόμμα υποχρεωτικά, ασχέτως των πραγματικών προτιμήσεων που έχουν. Και αν το πρώτο κόμμα αλλάξει, να αλλάξει και η υποχρεωτική ψήφος.
Αντί να πασχίσουμε να πείσουμε, είναι πολύ ευκολότερο να συμφωνήσουμε να τσακωθούμε.
«Μπροστά, δηλαδή, το κόμμα μας!» – έστω και με μια ψήφο. Ασχέτως τι λέμε, τι υποσχόμαστε, τι ισχυριζόμαστε για τον αντίπαλο, το πόσο ανεδαφικές οι αναλύσεις που μετατρέπονται απλώς σε άλλο ένα όπλο στα χέρια των μονομάχων. Ασχέτως της ζημιάς που αυτό προκαλεί στην πραγματική δημοκρατική λειτουργία των εκλογών – στη διαδικασία της πειθούς.
Η διαλυτική επίπτωση αυτού του είδους δικομματικής μονομαχίας εξηγεί και όλα τα παράδοξα που ο καθένας οφείλει να διακρίνει, αν σκεφτεί λίγο περισσότερο.
• Αντί να έχουμε σταθερές κυβερνήσεις έχουμε γίνει ο περίγελως της Ευρώπης με αλλοπρόσαλλες κυβερνητικές αλλαγές.
• Αντί να έχουμε σταθερό κομματικό σύστημα έχουμε εναλλαγή συνασπισμών επαγγελματιών του ρουσφετιού και του κυνηγιού καρέκλας.
• Αντί να πηγαίνει η χώρα μπροστά, πηγαίνει σταθερά και με πεποίθηση πίσω.
Το έργο επαναλαμβάνεται. Βασικό επιχείρημα της ΝΔ είναι «Ψηφίστε μας για να πάρουμε την πρωτιά και το μπόνους. Το ύψιστο πατριωτικό καθήκον είναι να μην το ξαναπάρει αυτός που το είχε». Το ίδιο λένε και οι άλλοι.
Είναι αξίωμα ότι όταν η ιστορία επαναλαμβάνεται, αυτό γίνεται ως φάρσα. Έτσι και τώρα. Όταν έχουν μεσολαβήσει μόλις επτά μήνες από το προηγούμενο επεισόδιο θέλουν και οι δύο να ξεχάσουμε τι έκαναν την πρωτιά όταν την είχαν πριν: πριν 7 εβδομάδες (πριν την τελευταία διάσπαση) ο ένας, πριν 7 μήνες (πριν τις τελευταίες εκλογές) ο άλλος.
Η φάρσα όμως εμπεριέχει πάντα τραγωδία για αυτούς που την υφίστανται. Προκειμένου να (ξανα)παιχτεί το ανούσιο παιχνίδι της πρωτιάς δηλητηριάζεται ο διάλογος, υπονομεύεται η μετεκλογική συνεννόηση και ακυρώνεται ο ρόλος των εκλογών να παράγουν ουσιώδες αποτέλεσμα – με τη μορφή διασαφήνισης επιλογών.
Τώρα που η επανάληψη του δικομματικού έργου είναι ακόμα νωπή στην μνήμη, υπάρχει και η καλύτερη ευκαιρία να ξεπεραστεί. Να ψηφίσουμε κόμματα και προτάσεις που δεν θέλουν να πάει –όχι μόνο το κόμμα– αλλά η χώρα μπροστά.
Το Ποτάμι μάς δίνει σήμερα μια τέτοια ευκαιρία.”