“Δύο πολύ βασικά χαρακτηριστικά «αποτυχημένων κρατών» είναι (α) ο βαθύς διχασμός που εμπεδώνεται και αναπαράγεται στην κοινωνία σε βαθμό που να δημιουργούνται πληγές και μίση που είναι πολύ δύσκολο να κλείσουν και (β) η αίσθηση του ατόμου (ειδικά του ατόμου εκτός της εκάστοτε ελίτ) ότι είναι εντελώς αδύναμο όχι μόνο ν’αλλάξει τον κόσμο ή την ευρύτερη κοινότητα του αλλά να βελτιώσει την ίδια του την καθημερινότητα.
Αυτά τα δύο στοιχεία δημιουργούν έναν φαύλο κύκλο κυνισμού, απάθειας, δυσπιστίας και απεμπλοκής από τα κοινά που σημαίνει ότι ποτέ δεν πρόκειται να υπάρξει θετική αλλαγή, γιατί η θετική αλλαγή απαιτεί ακριβώς το άτομο – πολλά άτομα ξεχωριστά ή μαζί – να έχουν έναν βαθμό «ψώνιου» ή παράλογης πίστης προς την ίδια τους την ικανότητα να αλλάξουν τα πράγματα.
[Το ίδιο ισχύει στα πάντα από τις σχέσεις μέχρι το κυνήγι εργασίας και από τον δημόσιο λόγο μέχρι τις μεγάλες επιχειρηματικές κινήσεις – αυτοί που έχουν αυτοπεποίθηση πετυχαίνουν, ακόμα και όταν δεν έχουν όντως τα τυπικά προσόντα – ή αλλιώς fake it till you make it].
Δεν νομίζω ότι υπάρχει τρόπος να πω αυτό που θέλω να πω χωρίς να ακουστώ ως «εξωτερικός παρατηρητής» που μιλάει εκ του ασφαλούς κλπ, αλλά θα το πω και ας ξενίσει μερικούς: η Ελλάδα έχει μπει σε μία κατηφόρα κυνισμού, απαξίωσης και συνωμοσιολογίας η οποία στην πραγματικότητα δεν έχει κάποιο συγκεκριμένο τέλος.
Το τέλος της δεν είναι ούτε η Κόλαση, ούτε το Χάος, ούτε ο 3ος Παγκόσμιος Πόλεμος, ούτε η Αποκάλυψη, ούτε τίποτα τόσο δραματικό και τελεσίδικο [ίσως κάποιοι να προτιμούσαν ένα οποιοδήποτε τέλος – είτε γιατί θα τους δικαίωνε, είτε γιατί θα αποτελούσε μία ηρωική έξοδο – έστω ένα απτό αφήγημα].
Στο «τέλος» αυτής της καθόδου – η οποία είναι συντομότερη απ’ότι πιστεύουμε – είναι απλώς μία ευθεία - η εμπειρία τόσων άλλων «αποτυχημένων [ή σχεδόν αποτυχημένων] κρατών» - ένας βάλτος διχόνοιας, μεμψιμοιρίας, συμπλέγματος κατωτερότητας από το οποίο είναι πολύ δύσκολο να βγεις.
Κάποιοι – λίγοι – θα είναι πάντα άνετα.
Πολλοί θα επιβιώσουν και θα συνεχίσουν την ήδη αλλαγμένη καθημερινότητα τους χωρίς ποτέ να παρατηρήσουν μεγάλες διαφορές μέρα με τη μέρα ή βδομάδα με τη βδομάδα.
Οι μη έχοντες τίποτα είναι ούτως ή άλλως αποδυναμωμένοι και σιωπηλοί. Αλλά τόσο το άτομο όσο και η κοινωνία θα έχει τρομακτικά λιγότερες ευκαιρίες ανάπτυξης, αλλαγής και εξωστρέφειας.
Ο λόγος και η σκέψη θα περιορίζονται – όχι (μόνο) επειδή έτσι μπορεί να συμφέρει αυτούς που κυριαρχούν στα συντρίμμια, αλλά επειδή το μυαλό δεν θα έχει ερεθίσματα και κίνητρα για να ανοίξει. Η απόσταση από τον υπόλοιπο κόσμο θα μεγαλώνει, όχι (μόνο) λόγω αντικειμενικής υστέρησης που επιβάλλεται από την ίδια τη ζωή και τον παγκόσμιο κοινωνικό ανταγωνισμό, αλλά από επιλογή μας – επειδή το «ξένο» γίνεται άγνωστο, και το άγνωστο μας τρομάζει. Όχι μόνο από αυτούς τους λίγους που ποτέ δεν είχαν καλή σχέση με τον διάλογο, τη λογική, τον κοσμοπολιτισμό, αλλά – σιγά σιγά – από ολοένα και περισσότερους.
Αυτό που περιγράφω είναι μία δυστοπία. Ελπίζω να μην την ζήσουμε.
Αλλά είναι μία πιθανότητα και μία υπαρκτή συνθήκη σε άλλες χώρες εδώ και πολλά χρόνια (χώρες όχι μόνο σε ακραίο καθεστώς αποτυχίας, όπως η Σομαλία ή η Βόρεια Κορέα, αλλά και αυτές που φαινομενικά είναι σε καλύτερη κατάσταση όπως π.χ. ο Λίβανος).
Όλα αυτά τα λέω όχι για να ισοπεδώσω τις προσπάθειες που γίνονται ή τα καλά που υπάρχουν και είναι πολλά στην Ελλάδα, σε κάθε τομέα ανθρώπινης δραστηριότητας.
Και δεν είναι καν πολιτικό σχόλιο με την έννοια ότι την ευθύνη δεν την έχει μόνο αυτή η κυβέρνηση (ούτε καν παρά τον ιστορικά τραγικό ρόλο της ως αντιπολίτευση τα προηγούμενα έξι χρόνια).
Αλλά για να πω ότι με την μεμονωμένη και σίγουρα υποκειμενική κρίση μου παρατηρώ τα στοιχεία αυτής της χρεοκοπημένης εθνικής ταυτότητας να εξαπλώνονται ακόμα και σε κοινωνικές ομάδες, άτομα, χώρους κλπ που θα περίμενε κανείς να έχουν το βάθος και τα πνευματικά και ψυχολογικά μέσα για να αντισταθούν και να προτάξουν μία άλλη ταυτότητα, ένα άλλο όραμα για το μέλλον.”