Ο ρόλος του κράτους δεν έπρεπε να είναι οι «κόκκινες γραμμές»

“Η ανάπτυξη χρειάζεται επενδύσεις. Ιδιωτικές ή δημόσιες. Πάντως επενδύσεις. Για τις επενδύσεις χρειάζονται λεφτά. Κεφάλαια. Ιδιωτικά ή δημόσια. Λεφτά, όμως, στην Ελλάδα δεν υπάρχουν. Επενδύσεις μπορούν να γίνουν και από ξένους που θα φέρουν τα κεφάλαιά τους στην Ελλάδα.



Στην πράξη, μια επένδυση σημαίνει τη δέσμευση κεφαλαίων για ένα χρονικό διάστημα, στη διάρκεια του οποίου ο επενδυτής ελπίζει να αυξήσει το κεφάλαιο που αρχικά δέσμευσε.

Με τα σημερινά ελληνικά δεδομένα, τι πιθανότητες δίνετε να έλθουν κεφάλαια (ιδιωτικά ή δανεικά) στην Ελλάδα και να δεσμευθούν για ένα χρονικό διάστημα;

Κατά τη γνώμη μου, καμία. Απολύτως καμία!

Γιατί;

Διότι δεν υπάρχει ίχνος εμπιστοσύνης.
Διότι τα ρυθμιστικά δεδομένα (φόροι, δικαιοσύνη, πολεοδομικά, εργατική νομοθεσία κ.λπ.) στα οποία πρέπει να στηριχθεί η δέσμευση κεφαλαίων αλλάζουν συνεχώς και με τελείως απρόβλεπτο τρόπο.

Η εμπιστοσύνη χάνεται εύκολα και κερδίζεται δύσκολα. Η κυβέρνηση (και σε μεγάλο βαθμό και οι προηγούμενες κυβερνήσεις) δεν φαίνεται να κατανοεί τη σημασία της εμπιστοσύνης και της σταθερότητας του ρυθμιστικού πλαισίου για την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων. Στα λόγια η κυβέρνηση επιδιώκει ανάπτυξη και στην πράξη προκαλεί ύφεση.

Μετά τον εμφύλιο, η Ελλάδα ήταν επενδυτική Σαχάρα. Για να διευκολυνθούν οι μεγάλες επενδύσεις θεσπίστηκε, σε εφαρμογή του Συντάγματος του 1952, το Ν.Δ. 2687/53 για την προστασία των ξένων επενδύσεων. Για τα σημερινά δεδομένα κρίσιμο στοιχείο του 2687/53 ήταν η παγίωση για κάθε επένδυση του φορολογικού καθεστώτος που ίσχυε όταν αυτή εγκρίθηκε. Η αναδρομική φορολογία απαγορευόταν. Αν δίδονταν ευνοϊκότεροι όροι σε άλλη επιχείρηση, αυτοί επεκτείνονταν στην επένδυση στο όνομα της ίσης μεταχείρισης.

Αν οι «θεσμοί» (τρόικα) ζητούσαν σήμερα την επέκταση του 2687/53 σε όλες τις επενδύσεις (επισημαίνω ότι και η αγορά ακινήτου είναι επένδυση), προεξοφλώ ότι η κυβέρνηση θα θεωρούσε ότι παραβιάζεται μία από τις «κόκκινες γραμμές» της. Οτι θίγεται η εθνική ανεξαρτησία. Οτι ευνοείται το κεφάλαιο. Θα απορούσε η κυβέρνηση με την επιμονή των «θεσμών» για μια μεταρρύθμιση που δεν έχει (στα θολά μάτια της κυβέρνησης) δημοσιονομικές συνέπειες.

Η κυβέρνηση κινδυνεύει να οδηγήσει σε ναυάγιο τις διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς, αρνούμενη να εξετάσει τα εργασιακά. Τις ομαδικές απολύσεις. Ο αρμόδιος υπουργός δηλώνει και ξανα-δηλώνει ότι δεν καταλαβαίνει γιατί τις ζητούν. Μια και πιστεύει ότι δεν έχουν δημοσιονομικές συνέπειες. Διάφορες τηλεπερσόνες δηλώνουν, με την αυτοπεποίθηση της άγνοιας, ότι οι ομαδικές απολύσεις είναι αποτέλεσμα νεοφιλελεύθερης ιδεοληψίας.

Τα εργασιακά, όμως, είναι σπουδαία παράμετρος προκειμένου να δεσμευθούν κεφάλαια για ένα χρονικό διάστημα και να δοθεί δουλειά σε συμπατριώτες μας. Ο επενδυτής χρειάζεται την ισχυρή διαβεβαίωση ότι αν οι εξελίξεις δεν δικαιολογήσουν την επένδυσή του, θα έχει την ευελιξία να περιορίσει τη ζημία του.

Για να γίνουν επενδύσεις δεν πρέπει να υπάρχει περιορισμός στις απολύσεις. Πρέπει όμως και ο εργαζόμενος να αισθάνεται εξασφαλισμένος. Ο ρόλος του κράτους είναι να παρέχει ευελιξία για να γίνονται επενδύσεις, αλλά και εξασφαλίσεις στους εργαζομένους που χάνουν τη δουλειά τους. Τέτοιο σύστημα καθιερώθηκε αρχικά στη Δανία και με παραλλαγές επεκτάθηκε σε άλλες χώρες (Ολλανδία, Αυστρία κ.α.). Ονομάστηκε flexicurity από τον συνδυασμό των λέξεων flexibility και security. Η Ε.Ε. υιοθέτησε τη λογική και προωθεί τη flexicurity (άρα και στην Ελλάδα).

Η αγορά εργασίας στη Δανία είναι εξαιρετικά ελαστική. Υπάρχει πλήρης ελευθερία στις προσλήψεις και στις απολύσεις, ενώ ο εργαζόμενος δεν παίρνει αποζημίωση όταν απολυθεί. Το ίδιο ισχύει και στον δημόσιο τομέα.

Αν ο εργαζόμενος χάσει τη θέση του, το κράτος αναλαμβάνει να τον καλύψει. Μετά την απόλυσή του, ο εργαζόμενος παίρνει για τέσσερα χρόνια επίδομα ανεργίας, το ύψος του οποίου εξαρτάται από τον μισθό του. Το επίδομα ανεργίας είναι περίπου το 60%-65% του μισθού (όχι του κατώτατου). Ο άνεργος εξακολουθεί να απολαμβάνει όλες τις κοινωνικές παροχές που είχε ως εργαζόμενος.



Το κράτος αναλαμβάνει επίσης την επανεκπαίδευση του εργαζομένου που έχασε τη δουλειά του προκειμένου να τον βοηθήσει να βρει δουλειά σε τομείς για τους οποίους υπάρχει ζήτηση. Ετσι δουλεύει ο σοσιαλισμός στη Σκανδιναβία.

Οι «κόκκινες γραμμές» είναι κουραφέξαλα. Οι περιορισμοί στις απολύσεις δεν περιορίζουν τις απολύσεις. Περιορίζουν τις επενδύσεις και άρα τις προσλήψεις. Δεν προστατεύουν κανέναν, όπως αποδεικνύει το 1,5 εκατ. ανέργων και οι χιλιάδες χρεοκοπίες. Και ενώ τα πραγματικά στοιχεία φωνάζουν, η κυβέρνηση (κολλημένη στις ολοκληρωτικές αντιλήψεις της διατεταγμένης οικονομίας της δεκαετίας του ’50) αδυνατεί να μιμηθεί δημιουργικά όσα επιτυχώς εφαρμόζουν άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Απαγορεύει τις απολύσεις και έτσι νομίζει η κυβέρνηση ότι έλυσε το πρόβλημα της ανεργίας. Είναι το άλλοθι για να μην ασχολείται με την καθιέρωση πολιτικών που θα βοηθήσουν τους απολυμένους να ξαναβρούν αξιοπρεπή δουλειά. Διότι φαίνεται να πιστεύει, κατ’ αναλογίαν με τη βαθυστόχαστη παρατήρηση μιας υπουργού, ότι οι απολυμένοι λιάζονται και αύριο θα εξαφανιστούν.

Η κυβέρνηση περικυκλώθηκε από «κόκκινες γραμμές» που θα την πνίξουν, αλλά θα πνίξουν και την Ελλάδα. Η κυβέρνηση (των πολλών καθηγητών), κολλημένη στις μαρξιστικές θεωρίες του παρελθόντος, δεν φαίνεται ικανή να σκεφτεί φρέσκες, δημιουργικές και αποτελεσματικές λύσεις. Δεν φαίνεται ικανή να μάθει κάτι καινούργιο.

ΥΓ.: Τον Νοέμβριο 2007 πρωτοέγραψα στην «Καθημερινή» για Flexicurity.”