“Τι εννοούμε πέντε χρόνια τώρα, όταν μιλάμε για σωτηρία της χώρας; Τι εννοούν όλοι αυτοί, που είτε θεσμικά, δια του Τύπου είτε εξωθεσμικά, ως απλοί πολίτες, με όποιον λόγο διαθέτουν, κραυγάζουν απελπισμένα, προειδοποιώντας για το "ατύχημα", που θα φέρει την ολική καταστροφή, από την οποία δήθεν σωζόμαστε αν συνεργαστούμε κατάλληλα με τους δανειστές μας;
Η σωτηρία της χώρας, όπως εννοείται μέχρι σήμερα, μπορεί να περιγραφεί παραστατικά με πολύ απλό τρόπο.
Η Ελλάδα είναι ένα σαπιοκάραβο, που πλέει μεσοπέλαγα, σε κακές θάλασσες, χωρίς πηδάλιο και χωρίς μηχανές. Το καράβι μπάζει από παντού νερά. Κανείς, όμως, δεν ασχολείται με την επισκευή του τιμονιού και των μηχανών και κανείς δεν προσπαθεί να αντλήσει το νερό που κατακλύζει τα αμπάρια. Μόνο, κάθε φορά που αυτό περισσεύει και το σκάφος παίρνει κλίση και πάει να βυθισθεί, ο καπετάνιος διατάζει να πεταχτούν τόσοι επιβάτες στην θάλασσα, όσοι χρειάζεται για να αντισταθμιστεί το φονικό βάρος της θάλασσας, που εισέρρευσε από τις ανοιχτές τρύπες.
Όσοι παραμένουν στα καταστρώματα λένε βέβαια ότι λυπούνται για τους συντρόφους που θυσιάστηκαν, αλλά λένε επίσης ότι δεν γινόταν αλλιώς, επικαλούμενοι την ιερή αναγκαιότητα για την σωτηρία του σκάφους. Λένε ψέματα, όμως, επειδή δεν τους νοιάζει καθόλου το σκάφος. Θέλουν μόνο να κερδίσουν λίγο χρόνο οι ίδιοι, μήπως και πιάσουν λιμάνι και σωθούν, αυτοί και τα παιδιά τους.
Το γεγονός ότι από μέρα σε μέρα μπορεί να γίνουν και αυτοί μέρος του απαραίτητου περιττού φορτίου που θα ριχτεί στην θάλασσα δεν φαίνεται να τους απασχολεί ιδιαίτερα. Αναμενόμενο, επειδή η ανθρώπινη φύση δεν είναι κατασκευασμένη για να κατανοεί και να αποδέχεται τον δικό της θάνατο. Τα όρια της φτάνουν μέχρι την μερική και ατελή κατανόηση του θανάτου των άλλων.
Και έτσι συνεχίζουμε να πλέουμε, με την ψευδαίσθηση ότι κάποιο λιμάνι θα βρεθεί στην τύχη, μέσα στα αχαρτογράφητα νερά.
Βέβαια η Ελλάδα είναι χώρα, δεν είναι καράβι και η ιστορία δεν αποδίδει πλήρως την πραγματικότητα.
Υπάρχει μια βασική διαφορά ανάμεσα σε ένα καράβι και μια χώρα.
Στην περίπτωση του πρώτου, οι άτυχοι επιβάτες που πέφτουν στην θάλασσα φεύγουν μακριά, τους παίρνουν τα κύματα και πεθαίνουν πραγματικά.
Στην περίπτωση της δεύτερης, της χώρας δηλαδή, οι απόβλητοι, που θυσιάζονται για να σωθούν οι τυχεροί δεν γίνεται να απομακρυνθούν από το σκάφος.
Μένουν μόνιμα δεμένοι επάνω του και το τραβούν με το βάρος τους, από την θάλασσα που βρίσκονται, με ακόμη μεγαλύτερη ένταση στο βυθό.
Η εντύπωση ότι με το άδειασμά τους το καράβι ελαφρώνει είναι μια φενάκη.
Αυτό είναι λοιπόν που ζητάμε να συνεχιστεί, για να αποφύγουμε το "ατύχημα".
Να ρίχνουμε κάθε φορά και κάποιους από τους επιβάτες στα κύματα.
Να επισκευάσουμε τις μηχανές, να φτιάξουμε το τιμόνι και να αδειάσουμε τα νερά από τα αμπάρια δεν το σκεφτήκαμε ακόμη.
Ούτε εμείς αλλά ούτε οι δανειστές μας.”