Η προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Άρτας

Μετά το 1830, το ελληνικό κράτος, μικρό σε έκταση και πληθυσμό, περιελάμβανε μόνο τη Στερεά Ελλάδα, την Πελοπόννησο, τις Κυκλάδες, τις Σποράδες και τα νησιά του Αργοσαρωνικού. Το 1863 η Αγγλία προικοδότησε το νέο ηγεμόνα της Ελλάδας, τον Γεώργιο Α΄ Γλύξμπουργκ, με τα Επτάνησα και η ένωση των Ιονίων νήσων πραγματοποιήθηκε το 1864.


Όμως πολλά εύφορα εδάφη, όπως αυτά της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας έμεναν εκτός του εθνικού κορμού. Το 1878 τελειώνει ένας ακόμη ρωσοτουρκικός πόλεμος με νίκη των Ρώσων. Στο Συνέδριο του Βερολίνου που συγκλήθηκε από τον Γερμανό καγκελάριο Βίσμαρκ, στην ομώνυμη πόλη, το 1878, η Ελλάδα μέσω των αντιπροσώπων της, τον υπουργό των Εξωτερικών Θεόδωρο Δηλιγιάννη και τον Aλέξανδρο Pίζο Pαγκαβή, ζήτησε από τις Δυνάμεις την παραχώρηση της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Κρήτης. Εκεί υπογράφηκε πρωτόκολλο σύμφωνα με το οποίο «οι σύνεδροι προσκαλούσαν την Yψηλή Πύλη να συμφωνήσει με την Eλλάδα σε μια νέα ρύθμιση των συνόρων στη Θεσσαλία και στην Ήπειρο», με προτεινόμενα σύνορα τη γραμμή των ποταμών Kαλαμά (Θύαμις) –Σαλαμβρία (Πηνειός). Η πρόταση αυτή προήλθε από τη γαλλική πλευρά, ενώ η Αγγλία εξέφραζε αντιρρήσεις. Η διευθέτηση αυτή θα ευνοούσε την Ελλάδα καθώς της παραχωρούσε μεγάλο μέρος τόσο της Θεσσαλίας όσο και της Ηπείρου. Στο άρθρο 24, προβλεπόταν η Ελλάδα και η Οθωμανική Αυτοκρατορία να διευθετήσουν με απευθείας συζητήσεις την χάραξη νέων συνόρων με βάση διαπραγμάτευσης τη γαλλική πρόταση. Αν δεν έβρισκαν μια αμοιβαία αποδεκτή λύση τότε οι χώρες του συνεδρίου ως μεσολαβητές θα είχαν το δικαίωμα να επέμβουν και να καθορίσουν αυτές τα νέα όρια του ελληνικού κράτους. Για την Μακεδονία και τη Θράκη αποφασίστηκαν ορισμένες διοικητικές μεταρρυθμίσεις, ενώ στο άρθρο 23 γινόταν αναφορά στην Κρήτη και την υποχρέωση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας να τηρήσει απαρέγκλιτα τον Οργανικό Νόμο του 1868, αλλά και όποιες αλλαγές θα θεωρούνταν απαραίτητες.
Βέβαια η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν αποδέχτηκε τις προτάσεις αυτές και προσπάθησε να τροποποιήσει τις αποφάσεις των Δυνάμεων, οι οποίες συμμετείχαν στις κοπιώδεις διπλωματικές διαπραγματεύσεις που άρχισαν στις 25 Ιανουαρίου 1879, στη Διάσκεψη της Πρέβεζας. Οι συνομιλίες των δύο πλευρών συνεχίστηκαν τον Αύγουστο του 1879 στην Κωνσταντινούπολη με την ενεργή όμως συμμετοχή και των ξένων πρεσβευτών. Στη συνέχεια κατόπιν βρετανικής πρωτοβουλίας, μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον φιλελεύθερο Γκλαντστόουν, πραγματοποιείται νέα συνάντηση τον Ιούνιο του 1880 στο Βερολίνο. Παράλληλα και στην Ελλάδα υπήρξε αλλαγή του πολιτικού σκηνικού, καθώς μετά τις εκλογές του 1879, νέος πρωθυπουργός εξελέγη ο Κουμουνδούρος ο οποίος συνέχισε τις πιέσεις. Το Φεβρουάριο του 1881 συγκλήθηκε νέα συνδιάσκεψη πρεσβευτών και της Οθωμανικής αντιπροσωπείας στην Κωνσταντινούπολη όπου τέθηκε ξανά η πρόταση. Η Πύλη κατόρθωσε να περιορίσει τα παραχωρούμενα εδάφη στην Ελλάδα, προφασιζόμενη τις αντιδράσεις Αλβανών στην Ήπειρο καθώς και θέματα στρατηγικής σημασίας για την προσάρτηση των περασμάτων στη Θεσσαλία. Η απόφαση ανακοινώθηκε στην ελληνική κυβέρνηση στα τέλη Μαρτίου και έγινε αποδεκτή.
Τελικά, στις 12 Μαΐου 1881, οι αντιπρόσωποι των Δυνάμεων και της Υψηλής Πύλης υπέγραψαν τη σύμβαση στην Κωνσταντινούπολη. Στις 20 Ιουνίου ο Πρεσβευτής της Ελλάδας Ανδρέας Κουντουριώτης και ο Πρωθυπουργός της Τουρκίας Μαχμούτ Σερβέρ Πασάς υπέγραψαν το ίδιο κείμενο ως ελληνοτουρκική σύμβαση, σύμφωνα με την οποία παραχωρούνταν στο ελληνικό κράτος η Θεσσαλία εκτός της Ελασσόνας και η περιοχή της Άρτας. Αντί για τον Καλαμά, η γραμμή είχε τραβηχτεί πάνω στον Άραχθο, πολύ πιο νότια από το αρχικό σημείο.
Αμέσως ξεκινά η οθωμανική εκκένωση των περιοχών, τόσο οι αρχές αλλά και οι μουσουλμάνοι κάτοικοι ενώ ξεκινά η κατάληψη από τον ελληνικό στρατό. Στις 23 Ιουνίου 1881 η Άρτα ελευθερώνεται από τον τουρκικό ζυγό. «Τα δεσμά της δουλείας εθραύσθησαν. Η Άρτα, πόλις ιστορική, ρίπτεται ελευθέρα εις τας αγκάλας της μητρός, εν Ηπείρω ο κατακτητής συνεσπειρώθει πλέον», έγραφε η εφημερίδα Θεσσαλική την προηγούμενη μέρα. Στη Θεσσαλία, ο ελληνικός στρατός μπαίνει στις 8 Αυγούστου στο Δομοκό. Η πρώτη φάλαγγα με επικεφαλής τον υποστράτηγο Σούτσο και τον συνταγματάρχη Καμπάνη και η δεύτερη φάλαγγα με τον συνταγματάρχη Καραϊσκάκη, καταλαμβάνουν την Καρδίτσα και το Φανάρι στις 18 Αυγούστου, ενώ στις 23 Αυγούστου τα Τρίκαλα. Έπειτα από 458 χρόνια (1423-1881) τουρκικής κατάκτησης, ο επικεφαλής των ελληνικών στρατευμάτων υποστράτηγος Σκαρλάτος Σούτσος εισήρθε στην πόλη της Λάρισας στις 31 Αυγούστου με τιμές και σημαιοστολισμούς. Στα μέσα Σεπτεμβρίου ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ και ο πρωθυπουργός Κουμουνδούρος επισκέπτονται τις νέες επαρχίες. Τελευταίος απελευθερώθηκε στις 2 Νοεμβρίου ο Βόλος. Οι κάτοικοι μέσα σε ξέφρενο ενθουσιασμό, πανηγυρίζουν την προσάρτηση πετώντας τα φέσια τους, στρώνοντας τα πανωφόρια τους για να περάσει ο στρατός, ζητωκραυγάζουν, κλαίνε από χαρά και στήνουν αψίδες στολισμένες με δάφνες και μυρτιές.
Για πρώτη φορά το νεοσύστατο ελληνικό κράτος απέκτησε ειρηνικά τουρκοκρατούμενες επαρχίες. Με την ενσωμάτωση των νέων εδαφών αυξήθηκε η έκταση της Ελλάδας κατά 13.300 τετραγωνικά χιλιόμετρα και ο πληθυσμός της κατά 285.000 κατοίκους. Πέρα από την αριθμητική αύξηση ουσιαστικότερη ήταν η ποιοτική καθώς τα νέα εδάφη ήταν ιδιαιτέρως εύφορα και καλλιεργήσιμα. Αρνητικό στοιχείο για την αξιοποίηση τους αποτέλεσε η ύπαρξη των τσιφλικιών και η πώληση τους από τους Τούρκους ιδιοκτήτες σε Έλληνες του εξωτερικού. Δεν υπήρξε όμως μεταβολή στο ιδιοκτησιακό καθεστώς και επιδεινώθηκε η άσχημη θέση των κολίγων, των καλλιεργητών του θεσσαλικού κάμπου αλλά και το ζήτημα της απαλλοτρίωσης των τσιφλικιών και της διανομής των γαιών στους ακτήμονες γεωργούς παρέμεινε άλυτο για πολλά χρόνια. Σε οικονομικό επίπεδο, μετά την προσάρτηση αυξήθηκαν τα όρια της εσωτερικής αγοράς, ενώ ενισχύθηκε η αγροτική οικονομία της χώρας, ενώ παράλληλα μεταβλήθηκε και η κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού. Βέβαια για πολλά χρόνια το γαιοκτητικό καθεστώς της Θεσσαλίας θα ταλανίζει το ελληνικό κράτος που παράλληλα θα διεκδικεί την επίτευξη των εθνικών στόχων με την ενσωμάτωση των υπολοίπων αλύτρωτων περιοχών.