Στο άρθρο του, ο Κασέλι απαντά στους επικριτές της ελληνικής πρότασης την οποία βρήκαν «ξεκαρδιστική και τραγική» και επισημαίνει πως «τραγικό είναι ότι η Ελλάδα είναι στο έλεος μιας στενόμυαλης, χωρίς φαντασία και αλαζονικής ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας που αγνοεί την ιστορία και τον πολιτισμό των χωρών και επιπλέον είναι ανίκανη να αναγνωρίσει τις δημιουργικές, πολλά υποσχόμενες και καινοτόμες ιδέες που θα μπορούσαν να βοηθήσουν την Ελλάδα να βγει από τη δυσχερή θέση στην οποία βρίσκεται».
Σύμφωνα με τον ίδιο, «η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής είναι ο πυρήνας των προσπαθειών που κάνει η ελληνική κυβέρνηση για να ανοικοδομήσει την εθνική οικονομία» και σημειώνει:
«Καθένας που έχει την παραμικρή εμπειρία από χώρες στις οποίες παραβιάζεται η φορολογική νομοθεσία, γνωρίζει ότι δεν φτάνουν οι αυστηρές ποινές και τα πρόστιμα, αν προηγουμένως δεν αλλάξει η βαθιά ριζωμένη κουλτούρα της σιωπηρής συναίνεσης απέναντι σε αυτού του είδους τις δραστηριότητες».
Κάνει, μάλιστα, λόγο για μια «έξυπνη ιδέα» που θα δώσει το κίνητρο στους μέχρι πρότινος παθητικούς αποδέκτες της κατάστασης να γίνουν εφοριακοί.”
Χέρι στα Ταμεία βάζει η Αθήνα για να καλύψει το κενό
“Υπό την πίεση της ελλιπούς ρευστότητας, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα πιέζει τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης να παραδώσουν άμεσα εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ ώστε να εξασφαλιστεί ότι θα πληρωθούν αυτόν το μήνα μισθοί του Δημοσίου και συντάξεις.
Η πρωτοφανής μεταφορά τραπεζικών καταθέσεων, στην οποία αντιδρούν τα συνταξιοδοτικά ταμεία και τα ταμεία κοινωνικής πρόνοιας, ακολουθεί την αιφνιδιαστική απότομη μείωση των φορολογικών εσόδων τον Ιανουάριο, η οποία έφερε το υπουργείο Οικονομικών στη δυσμενή θέση να αναζητά κεφάλαια ώστε να καταβάλει τη δόση του 1,2 δισ. ευρώ στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο μέχρι τις 20 Μαρτίου.
Ο υπουργός Οικονομικών της Ελλάδας Γιάνης Βαρουφάκης επιμένει ότι η Ελλάδα έχει επαρκή ρευστότητα για να ανταποκριθεί στις δανειακές της υποχρεώσεις αυτό το μήνα, ενώ παράλληλα προειδοποιεί ότι οι πληρωμές στους προμηθευτές της κυβέρνησης και οι επιστροφές ΦΠΑ μπορεί να αναβληθούν λόγω της κρίσης ρευστότητας.
Σύμφωνα με ανώτερο αξιωματούχο όμως, η κυβέρνηση χρειάζεται να μαζέψει επιπλέον 1,5 δισ. ευρώ μέχρι τα τέλη Μαρτίου ώστε να αποφύγει την αναβολή στις πληρωμές μισθών και συντάξεων.
«Είναι πολύ δύσκολο για τον κόσμο να πιστέψει ότι μία χώρα στην καρδιά της Ευρώπης θα μπορούσε να αντιμετωπίζει τέτοιου είδους πρόβλημα… Η Ελλάδα, άλλωστε, δεν είναι Βενεζουέλα» δήλωσε η Μιράντα Ξαφά, διευθύντρια της EF Consulting στην Αθήνα και πρώην αντιπρόσωπος στο ΔΝΤ.
Τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης, μαζί με άλλους φορείς του Δημοσίου έχουν συνολικά αποθέματα ρευστότητας ύψους 2 δισ. ευρώ που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη λύση για αυτό το μήνα και τον επόμενο εάν μεταφερθούν στο Κοινό Κεφάλαιο της Τράπεζας της Ελλάδας, που ήδη διαχειρίζεται ρευστότητα φορέων του Δημοσίου η οποία ξεπερνά τα 8 δισ. ευρώ.
Η Ελλάδα θα πάρει μία ανάσα τον Απρίλιο όταν λήγουν τόκοι προς το ΔΝΤ αξίας μόλις 600 εκατ. ευρώ. Μέχρι τότε, η αριστερή κυβέρνηση μπορεί να έχει προχωρήσει τόσο πολύ τις διαρθρωτικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις ώστε να μπορεί να πάρει μέρος από τη δόση των 7,2 δισ. ευρώ που κρατείται μέχρις ότου η Ελλάδα ολοκληρώσει την τρέχουσα διαδικασία αξιολόγησης.
Οι μη δημοφιλείς «θεσμοί» των πιστωτών -γνωστοί μέχρι πρότινος ως τρόικα- στηρίζουν τη γραμμή της κυβέρνησης για την εύρεση πόρων.
«Δεν θα τους εμποδίσουμε από την προσπάθειά τους να συγκεντρώσουν ρευστά, γιατί αυτό θα έκανε οποιοδήποτε νορμάλ υπουργείο Οικονομικών ούτως ή άλλως» δήλωσε ανώτερος αξιωματούχος της τρόικας.
«Είναι υπερβολικά δύσκολο. Πρέπει να περάσεις διατάγματα, πρέπει να αναγκάσεις κόσμο να το κάνει. Έχεις ένα κάρο επιτροπές που όλες θεωρούν ότι είναι ανεξάρτητες και πως αυτά είναι δικά τους χρήματα. Άρχισαν όμως να το κάνουν» συμπλήρωσε.
Ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους προσπάθησε να αντλήσει χρήματα από τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης προσφέροντάς τους μία επενδυτική ευκαιρία μέσω του Κοινού Κεφαλαίου, με επιτόκια υπερδιπλάσια από εκείνα που προσφέρουν οι εμπορικές ελληνικές τράπεζες.
Παρ' όλα αυτά, αρκετές μεγάλες κρατικές επιχειρήσεις στις οποίες ζητήθηκε να συνεισφέρουν είναι διστακτικές να κάνουν το βήμα, υποστηρίζοντας ότι εάν αναλάβει η κεντρική τράπεζα τη διαχείριση των χρημάτων τους, τότε εκτίθενται σε μεγαλύτερο κρατικό κίνδυνο.
Ο Θεώδορος Αμπατζόγλου, πρόεδρος του ΟΑΕΔ, ο οποίος διαχειρίζεται τις πληρωμές των επιδομάτων ανεργίας, δήλωσε ότι το διοικητικό του συμβούλιο απέρριψε την προηγούμενη εβδομάδα αίτημα για άμεση μεταφορά 130 εκατ. ευρώ στο Κοινό Κεφάλαιο.
«Θεωρήσαμε ότι ήταν πολύ επικίνδυνο βήμα δεδομένης της δυσάρεστης οικονομικής θέσης της κυβέρνησης. Ας υποθέσουμε ότι η Ελλάδα χρεοκοπεί ξανά και πως γίνεται κούρεμα στους κατόχους επενδυτικών εργαλείων της Τράπεζας της Ελλάδος…. Το συμβούλιό μας θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ακόμη και ποινικές κυρώσεις» δήλωσε ο κ. Αμπατζόγλου αναφερόμενος στη μερική χρεοκοπία της χώρας το 2012.
Σύμφωνα με νομικό σύμβουλο του κράτους, τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης θα μπορούσαν να υποχρεωθούν να παραδώσουν όλα τους τα διαθέσιμα ρευστά στην Τράπεζα της Ελλάδος βάσει ενός 60ετούς νόμου που απαγορεύει στους φορείς του Δημοσίου να κρατούν κεφάλαια σε εμπορικές τράπεζες για διάστημα μεγαλύτερο των 15 ημερών.
«Ενδεχομένως να αντιμετωπίζαμε όμως, ενστάσεις από την ΕΚΤ και τότε οι εμπορικές τράπεζες δεν θα μπορούσαν να λάβουν την έκτακτη ρευστότητα στήριξης ώστε να καλυφθεί το κενό που άφησαν οι αναλήψεις των κρατικών ταμείων».
Προς το παρόν, τα μόνα ρευστά στα οποία μπορεί να υπολογίζει η κυβέρνηση για να καλύψει το χρηματοδοτικό κενό είναι τα 550 εκατ. που βρίσκονται το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το όχημα για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών που στήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος στήριξης το 2010 και το οποίο επιβλέπει ο EFSF, το ευρωπαϊκό ταμείο στήριξης.”
DIW: Γιατί το Βερολίνο πρέπει να στηρίξει τον Τσίπρα!
Ο Marcel Fratzscher, πρόεδρος του γερμανικού think tank DIW, καταθέτει προτάσεις που διαφέρουν από την επίσημη γραμμή του Βερολίνου.
«Οι διαπραγματεύσεις μπορούν να πετύχουν μόνο εάν και οι δύο πλευρές είναι σε θέση να υποστηρίξουν ότι νίκησαν. Η Γερμανία το γνωρίζει αυτό πολύ καλά».
“Οι Ευρωπαίοι αντέδρασαν με ανακούφιση σε αυτό που ευρέως θεωρήθηκε παράδοση της ελληνικής κυβέρνησης πριν από ένα μήνα στις έντονες συζητήσεις για την παράταση της στήριξης προς την Αθήνα. Θεώρησαν πως αποτράπηκε ή τουλάχιστον αναβλήθηκε η επιστροφή της κρίσης για την ευρωζώνη. Εάν όμως, η Ευρώπη θέλει να αναγκάσει την Ελλάδα σε παράδοση, τότε επαναλαμβάνει το ίδιο λάθος που κάνει τα τελευταία πέντε χρόνια.
Τα δύο πρώτα προγράμματα στήριξης από το 2010 απέτυχαν κυρίως επειδή οι προηγούμενες κυβερνήσεις της Αθήνας και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού< u>δεν ενστερνίστηκαν τις μεταρρυθμίσεις. Κατά συνέπεια, οι κυβερνήσεις κατέβαλαν την ελάχιστη απαιτούμενη προσπάθεια για να εξασφαλίσουν την επόμενη δόση του προγράμματος.
Παράλληλα, εκμεταλλεύθηκαν κάθε ευκαιρία για να επιτεθούν ενάντια στον έλεγχο από την «τρόικα» - την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο – και επέρριψαν τις ευθύνες για τα δεινά τους στην Ευρώπη και στην ευρωζώνη.
Η μόνη πιθανότητα της Ελλάδας να βγει από την κρίση είναι να αναλάβει την ευθύνη των μεταρρυθμίσεων. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο με ισχυρή κυβέρνηση. Οι διαπραγματεύσεις μπορούν να πετύχουν μόνο εάν και οι δύο πλευρές είναι σε θέση να υποστηρίξουν ότι νίκησαν. Η Γερμανία το γνωρίζει αυτό πολύ καλά.
Ο Αλέξης Τσίπρας και το αριστερό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ έχουν τρομερή λαϊκή στήριξη. Η ευρωζώνη θα πρέπει να αδράξει αυτή την ευκαιρία και να στηρίξει την κυβέρνηση, ώστε να μεταμορφώσει τη δημοτικότητά της σε ένα εποικοδομητικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, το οποίο προϋποθέτει ότι οι Έλληνες θα μπορούν να ικανοποιήσουν τουλάχιστον κάποιες από τις προεκλογικές τους υποσχέσεις.
Η Ευρώπη πρέπει να μάθει από τα λάθη της, για τις σημερινές διαπραγματεύσεις. Οι συζητήσεις δεν πρέπει να επικεντρωθούν τόσο στο ποιες μεταρρυθμίσεις είναι οι καλύτερες, αλλά στο ποιες μπορούν ρεαλιστικά να εφαρμοστούν.
Οι διαπραγματεύσεις θα πρέπει να οδηγήσουν σε ένα τρίτο πρόγραμμα που να απευθύνεται σε τρεις προκλήσεις. Το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ελλάδας είναι πως έχει ένα χρεοκοπημένο δημόσιο. Τα δύο πρώτα προγράμματα δεν βοήθησαν στη βελτίωση των θεσμών της. Η κυβέρνηση χρειάζεται τώρα να αντιμετωπίσει την πιο δύσκολη πρόκληση: να εμποδίσει τις παρεμβάσεις από τα κατεστημένα συμφέροντα που αποτρέπουν τη λειτουργία των αγορών και των θεσμών. Ο ΣΥΡΙΖΑ, που είναι σχετικά νεότερος στην πολιτική, έχει μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας από ό,τι οι παλαιές πολιτικές ελίτ. Η Ε.Ε. θα πρέπει να τον πιέσει περισσότερο σε θέματα όπως η πάταξη της φοροδιαφυγής των πλουσίων και το σπάσιμο των μονοπωλίων.
Η δεύτερη πρόκληση είναι να κλείσει το χρηματοδοτικό κενό της κυβέρνησης, το οποίο αυξάνεται καθώς συρρικνώνεται η οικονομική ανάπτυξη και τα φορολογικά έσοδα και θα αυξηθεί περαιτέρω εάν αυξηθούν οι κοινωνικές δαπάνες για όσους αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Η Ελλάδα θα χρειαστεί επιπλέον 30 με 40 δισ. ευρώ τα επόμενα τρία χρόνια, πέρα από τις μειωμένες δαπάνες.
Η τρίτη πρόκληση είναι να καταστεί βιώσιμο το εξωφρενικά υψηλό χρέος. Η καλύτερη επιλογή δεν είναι το απερίφραστο κούρεμα του ύψος του χρέος, αλλά η σύνδεση της αποπληρωμής των τόκων με την ανάπτυξη. Εάν η ανάπτυξη είναι χαμηλή, τότε η κυβέρνηση θα πληρώνει λιγότερο τόκο, εάν η ανάπτυξη ανακτηθεί, τότε η πληρωμή τόκου αυξάνεται. Αυτή η λύση αφενός θα βελτιώσει τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, αφετέρου αυξάνει τις πιθανότητες να πάρουν οι πιστωτές τα χρήματά τους πίσω.
Το αίτημα πολλών Γερμανών πολιτικών και οικονομολόγων για έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ είναι ανοησία, γιατί είναι η χειρότερη επιλογή για όλες τις πλευρές. Το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι πως τα προϊόντα της αγοράς είναι πολύ ακριβά στις διεθνείς αγορές, αλλά ότι δεν έχει ούτε ικανούς θεσμούς, ούτε παγκοσμίως ανταγωνιστικά προϊόντα.
Το Grexit δεν λύνει αυτά τα προβλήματα. Αντιθέτως, θα προκαλέσει βαθιά ύφεση, καθιστώντας την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων ακόμη δυσκολότερη. Και η Ευρώπη θα αναγκαστεί να διαγράψει πολλές από τις οικονομικές απαιτήσεις της.
Ας προσπαθήσουμε μία καινούργια αρχή, λοιπόν με την Ελλάδα και ας δώσουμε στην κυβέρνηση μία πραγματική ευκαιρία επιτυχίας. Η χώρα μπορεί να αναδυθεί από την κρίση μόνο εάν αναλάβει την ευθύνη των μεταρρυθμίσεών και εάν η κυβέρνηση μπορεί να δείξει κάτι και να εκπληρώσει κάποιες από τις προεκλογικές της δεσμεύσεις.”