Μιά Ελπίδα Τρελλή ... Μιά Ελπίδα Απατηλή

“Στα τέλη Φεβρουαρίου, τότε που ο Αλέξης Τσίπρας οδήγησε την εκστρατεία της κυβέρνησής του προς τις Βρυξέλλες, με σκοπό να λάβει την 4μηνη παράταση από τους δανειστές, ελάχιστη αίσθηση κρίσης υπήρχε στην Αθήνα.



Οι καφετέριες ήταν γεμάτες και οι δρόμοι πηγμένοι από κίνηση και αυτοκίνητα.

Ως συνήθως, η αίσθηση ήταν απατηλή.

Ο Economist, στο τελευταίο άρθρο του για την Ελλάδα, κάνει μια μικρή αναδρομή στα τελευταία κεφάλαια του ελληνικού δράματος και προσπαθεί να διαγνώσει τα σημάδια που ενδεχόμενα θα καταφέρουν να αναστρέψουν την πορεία της Ελλάδας προς ένα αβέβαιο μέλλον.

Αναφέρει:
«Μπορεί η νέα κυβέρνηση να έκανε πίσω από μια επικείμενη ρήξη με τους πιστωτές της, αλλά η προθυμία της να φτάσει στα άκρα πλήγωσε την οικονομία και έφερε το κράτος στα πρόθυρα της πτώχευσης. Ακόμη χειρότερα, υπάρχει περιθώριο για μεγαλύτερη ζημιά, κατά την άνοιξη, αφού τίποτα δεν έχει διευθετηθεί μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των θεσμών. Η συγκεκριμενοποίηση της λίστας των μεταρρυθμίσεων που έχει παρουσιάσει η κυβέρνηση μέχρι στιγμής είναι βέβαιο πως θα περάσει από μια αγωνιώδη διαδικασία».

Αποχαιρέτα την ανάπτυξη

Όλα τα στοιχεία δείχνουν πως μέσα στο 2014 η Ελλάδα άρχισε να επιστρέφει στην ανάπτυξη, μετά από έξι χρόνια που έβλεπε το ΑΕΠ της να καταβαραθρώνεται. Αυτό είναι μακριά θύμηση, σημειώνει το άρθρο. Τους τελευταίους τρεις μήνες, με τις εκλογές να είναι επί θύραις, η πτώση επανήλθε (στο 0,2%). Υπήρξαν τρεις τρόποι που η πολιτική αναταραχή επέδρασε καταλυτικά και αρνητικά στην οικονομία. Πρώτον, ο φόβος του Grexit και η μετακύλιση στη δραχμή οδήγησαν σε μαζική αποχώρηση των καταθετών και αυτό έγινε σε διάφορες φάσεις της αναταραχής. Τον Δεκέμβριο και τον Ιανουάριο τα ελληνικά νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις τράβηξαν 17 δισεκατομμύρια ευρώ από τις τράπεζες, περισσότερα και από τον Μάιο του 2012. Οι εκροές συνεχίστηκαν και τις τρεις πρώτες εβδομάδες του Φεβρουαρίου με αποχώρηση 2-3 δισεκατομμυρίων ευρώ σε εβδομαδιαία βάση. Αυτή η απώλεια καλύφθηκε αναγκαστικά από τον ΕLA, έτσι ώστε να μην μείνουν οι τράπεζες από ρευστό. «Αυτό όμως δείχνει πως οι τράπεζες είναι ακόμη αρκετά ευάλωτες. Έτσι δεν είναι σε θέση να βοηθήσουν τις επιχειρήσεις με δάνεια που θα έχουν θετική επίπτωση στην οικονομία».

Παράλυση στις επενδύσεις

Κάπως έτσι σταμάτησαν και οι επενδυτικές προσπάθειες που ξεκινούσαν ή ήταν στη φάση του ξεκινήματος. Αυτή είναι η δεύτερη σοβαρή επίπτωση, κατά τον Economist. Κάνει λόγο για παράλυση που θα παραμείνει μέχρι η κυβέρνηση να συνάψει μια μακροχρόνια συμφωνία με τους εταίρους της. «Επί του παρόντος ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε χρόνο, αλλά δεν κέρδισε χρήματα και ούτε πρόκειται να τα δει αν δεν ολοκληρώσει τις μεταρρυθμίσεις που οι δανειστές ζητούν και το συγκεκριμένο κόμμα της είχε αποκρούσει προεκλογικά ως ανυπόφορες».

Η ζημιά με τα ομόλογα

Η αναγκαστική αποχώρηση από τις αγορές και η απαγόρευση, από πλευράς ΕΚΤ, να χρησιμοποιούνται τα ελληνικά ομόλογα προκάλεσε μια τρίτη ζημιά στα δημόσια οικονομικά. Ακόμη και αν καταφέρει να αποπληρώσει η Ελλάδα τις υποχρεώσεις της μέσα στον Μάρτιο, αυτό δεν σημαίνει πως έχει χρήματα, σημειώνει το άρθρο. Και αυτό διότι τα φορολογικά έσοδα είναι ελάχιστα και πλέον (2-3 δισεκατομμύρια λιγότερα τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο). Κάτι που σημαίνει πως αρκετοί Έλληνες έχουν, απλώς, σταματήσει να πληρώνουν φόρους με την ελπίδα ότι η νέα κυβέρνηση θα είναι πιο επιεικής.

Η κίνηση Τσίπρα

«Όσο πιο άσχημα πηγαίνει η οικονομία, τόσο τα δημόσια έσοδα θα επιδεινώνονται. Η ελληνική κυβέρνηση στις διαπραγματεύσεις με τους εταίρους κατάφερε να κερδίσει την απαίτηση για ένα μικρότερο πρωτογενές πλεόνασμα, αλλά αυτό τελικά μπορεί να μην έχει κανένα νόημα.

Και καταλήγει το άρθρο: «Μέσα σε όλα υπάρχει και ένα καλό νέο: ο τουρισμός φαίνεται να έχει μείνει ανέπαφος, κρίνοντας από τις κρατήσεις, και το 2015 θα είναι άλλη μια καλή χρονιά, όπως ήταν και το 2014. Ωστόσο, για να αναστραφεί η κατάσταση, χρειάζεται να γίνουν πολλά. Κυρίως, ο Τσίπρας πρέπει να εγκαταλείψει όλες τις προεκλογικές υποσχέσεις του, αλλά ακόμη και αν το κάνει αυτό (και μάλιστα εντελώς), και πάλι δεν θα μπορέσει με τίποτα να διαγράψει τη ζημιά που έχει ήδη προκαλέσει στην οικονομία τους τελευταίους μήνες».”