Επιτάχυνση της ανάπτυξης οδηγεί σε φορολογική ευρωστία

Κυκλοφόρησε το 40ό τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος.

Οι μελέτες που δημοσιεύονται στο Οικονομικό Δελτίο απηχούν, όπως πάντοτε, τις απόψεις των συγγραφέων και όχι κατ' ανάγκην της Τράπεζας της Ελλάδος.




Στο 40ό τεύχος δημοσιεύονται οι εξής τέσσερις μελέτες:

Αθανάσιος Ταγκαλάκης: «Πιθανά φορολογικά οφέλη από την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης»

Στη μελέτη διερευνάται η ύπαρξη αποτελεσμάτων φορολογικής ευρωστίας, δηλαδή εξετάζεται κατά πόσον τα φορολογικά έσοδα, ή επιμέρους κατηγορίες τους, αυξάνονται ταχύτερα σε σχέση με το ονομαστικό ΑΕΠ (ή τη φορολογική τους βάση). Η μελέτη επικεντρώνεται σε τρεις κατηγορίες φορολογικών εσόδων που επηρεάζονται σημαντικά από την οικονομική δραστηριότητα: τον ΦΠΑ, το φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων (ΦΕΝΠ) και το φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων (ΦΕΦΠ).

Το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι η φορολογική αποδοτικότητα του ΦΠΑ αναμένεται να βελτιωθεί καθώς η οικονομία επανέρχεται σε αναπτυξιακή τροχιά, γεγονός που θα συμβάλει σε μεγαλύτερα έσοδα από ΦΠΑ. Στην περίπτωση του ΦΕΝΠ, ο βασικός παράγοντας που προβλέπεται να οδηγήσει σε αύξηση των φορολογικών εσόδων είναι το αυξανόμενο μερίδιο των κερδών στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία. Σε αντιδιαστολή, η προοδευτικότητα του φορολογικού συστήματος είναι εκείνη που προβλέπεται να οδηγήσει σε αύξηση των εσόδων από τον ΦΕΦΠ, παρά τη σχετική υποχώρηση του μεριδίου της εργασίας στο συνολικό εισόδημα. Στην αύξηση των εσόδων θα συμβάλει και η διεύρυνση της φορολογικής βάσης μέσω της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής.

Η επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης και ο σταδιακός περιορισμός του παραγωγικού κενού τα επόμενα χρόνια, δεδομένης της δέσμευσης στην προώθηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, μπορούν να οδηγήσουν σε αποτελέσματα φορολογικής ευρωστίας, τα οποία θα συμβάλουν στην αύξηση των φορολογικών εσόδων ως ποσοστού του ΑΕΠ, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη μεταβολές στους φορολογικούς συντελεστές ή άλλες παρεμβάσεις πολιτικής.

Ζαχαρίας Μπραγουδάκης: «Μια εμπειρική διερεύνηση της σχέσης μεταξύ του μοναδιαίου κόστους εργασίας και της εξέλιξης των τιμών: Η περίπτωση της Ελλάδος»

Τα τελευταία χρόνια, ο ρυθμός μεταβολής των τιμών στην ελληνική οικονομία δεν φαίνεται να αντιδρά αναλογικά στις μεγάλες μειώσεις του μισθολογικού κόστους που εφαρμόστηκαν στο πλαίσιο της προσπάθειας για δημοσιονομική εξυγίανση και βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Η αποσύνδεση των τιμών και του μισθολογικού κόστους δυσχεραίνει τη λειτουργία του διαύλου μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής. Η εύρυθμη λειτουργία του τελευταίου είναι σημαντική, καθώς επισπεύδει τις επιδιωκόμενες προσαρμογές σε όρους ανταγωνιστικότητας και αγοραστικής δύναμης του καταναλωτή, υποστηρίζοντας έτσι την ανάπτυξη και σταθερότητα της οικονομίας.

Σε αυτή τη μελέτη εξετάζεται η σχέση μεταξύ του μοναδιαίου κόστους εργασίας και της εξέλιξης των τιμών τόσο για το σύνολο της οικονομίας όσο και για τους βασικότερους κλάδους της. Για την περίοδο 2000-2013 η οικονομετρική διερεύνηση παρέχει ενδείξεις ότι οι τιμές και το μοναδιαίο κόστος εργασίας χαρακτηρίζονται από μια σχέση μακροχρόνιας ισορροπίας και ότι, για το σύνολο της οικονομίας, οι τιμές επηρεάζουν την εξέλιξη του μοναδιαίου κόστους εργασίας, αλλά και αντίστροφα.

Για την περίοδο 2010-2013 όμως, τα εμπειρικά ευρήματα δείχνουν ότι στο σύνολο της οικονομίας και ιδιαίτερα στο βιομηχανικό κλάδο, οι μεταβολές του μοναδιαίου κόστους εργασίας έχουν σε μεγάλο βαθμό αποσυνδεθεί από εκείνες των τιμών, με συνέπεια το περιθώριο κέρδους να αυξάνεται. Η μεγάλη μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας οφείλεται κατά κύριο λόγο στη μείωση των ονομαστικών αμοιβών ανά απασχολούμενο και όχι στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας.

Συμπεραίνεται ότι η ενίσχυση της παραγωγικότητας είναι ο κρίσιμος παράγοντας που θα βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, αφού τα οφέλη από ενδεχόμενη περαιτέρω μείωση των μισθών είναι αμφίβολα, ενώ, επιπλέον, μια τέτοια πολιτική θα οδηγούσε σε κλονισμό της κοινωνικής συνοχής.

Πέτρος Μ. Μηγιάκης: «Οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές ως πηγή χρηματοδότησης ελληνικών μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων»

Στο άρθρο περιγράφεται η εξέλιξη της χρηματοδότησης των ελληνικών μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων από τις διεθνείς αγορές ομολόγων, στο πλαίσιο αντίστοιχων εξελίξεων στη ζώνη του ευρώ. Επίσης, παρουσιάζεται ο δείκτης εταιρικών ομολόγων της Τράπεζας της Ελλάδος, ο οποίος αποσκοπεί στην αποτύπωση των τάσεων των τιμών και των αποδόσεων των ελληνικών εταιρικών ομολόγων του μη χρηματοπιστωτικού τομέα.

Η ανάλυση περιγράφει τις ευρύτερες εξελίξεις στην αγορά εταιρικών ομολόγων στη ζώνη του ευρώ, μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Συγκεκριμένα, την περίοδο αυτή στη ζώνη του ευρώ, η χρηματοδότηση των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων μέσω τραπεζικού δανεισμού μειώνεται, αντικαθιστάμενη σε σημαντικό βαθμό από τη χρηματοδότηση από τις αγορές κεφαλαίων. Στην Ελλάδα, κατέστη εφικτή, από το τέλος του 2012, η χρηματοδότηση μεγάλων και εύρωστων επιχειρήσεων του μη χρηματοπιστωτικού τομέα από τις αγορές κεφαλαίων, μέσω έκδοσης ομολόγων στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα το 2013 και το 2014 η εν λόγω χρηματοδότηση να παρουσιάσει σημαντική αύξηση.

Προκειμένου να εξεταστούν οι παράγοντες που διαμορφώνουν τις αποδόσεις των ομολόγων των ελληνικών μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και συνεπώς να εξαχθούν συμπεράσματα σχετικά με τη διαμόρφωση των συνθηκών χρηματοδότησης, κατασκευάστηκε ένας ομολογιακός δείκτης που αντικατοπτρίζει τις αποδόσεις και τις τιμές των σχετικών ομολόγων. Mε τη χρήση του δείκτη εξετάζεται η εξέλιξη των αποδόσεων των ομολόγων και καταδεικνύεται ότι η μακροχρόνια τάση των αποδόσεων των ελληνικών εταιρικών ομολόγων διαμορφώθηκε, έως και τον Οκτώβριο του 2014, σε σχέση ισορροπίας με τις αποδόσεις των εταιρικών ομολόγων της χαμηλής βαθμίδας της επενδυτικής κατηγορίας (ΒΒΒ) των υπόλοιπων κρατών-μελών της ζώνης του ευρώ.

Επίσης, τα ευρήματα της ανάλυσης υποδεικνύουν ότι οι συνθήκες επενδυτικής εμπιστοσύνης επιδρούν σημαντικά στη διαμόρφωση των αποδόσεων των ομολόγων των ελληνικών μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, μέσω μεταβολών στις σχέσεις ισορροπίας με τις αποδόσεις των ευρωπαϊκών εταιρικών ομολόγων.

Σαράντης Καλυβίτης: «Η ποιότητα των ελληνικών εξαγωγών: Μια εκτίμηση ανεξάρτητη από την τιμολόγησή τους»

Η ποιότητα των παραγόμενων αγαθών σε μια χώρα επηρεάζει την εξειδίκευσή της στην παραγωγή και το διεθνές εμπόριο, με τα αγαθά υψηλότερης ποιότητας να ενισχύουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματά της και να τονώνουν την παραγωγικότητα και τις εξαγωγές. Η βασική πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι σχετικές εμπειρικές μελέτες είναι ότι η ποιότητα δεν είναι μετρήσιμη και συνήθως προσεγγίζεται από τις τιμές (μοναδιαίες αξίες) των προϊόντων, που υπολογίζονται από το λόγο της αξίας των εξαγωγών προς την ποσότητά τους. Οι τιμές όμως δεν λαμβάνουν υπόψη τις διαφορές στη σύνθεση και στο κόστος παραγωγής των προϊόντων, καθώς και τις στρατηγικές τιμολόγησής τους από τους εξαγωγείς. Επιπλέον, οι διαταραχές στην προσφορά και στη ζήτηση των προϊόντων επηρεάζουν τις τιμές τους, χωρίς να μεταβάλλεται κατ’ ανάγκην η ποιότητά τους.

Η εργασία υπολογίζει την ποιότητα των ελληνικών βιομηχανικών εξαγωγών για την περίοδο 1998-2012 με βάση την προσέγγιση ότι, αφού ληφθούν υπόψη οι τιμές των προϊόντων, τα αγαθά με υψηλότερο μερίδιο αγοράς θα είναι υψηλότερης ποιότητας. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, η ποιότητα των εξαγωγών μειώθηκε κατά σχεδόν 8,6% την περίοδο 1998-2010, αλλά ανέκαμψε τα έτη 2011 και 2012, οπότε εμφάνισε σωρευτική αύξηση 18,7%, με συνέπεια να διαμορφωθεί το 2012 περίπου 8,5% πάνω από το επίπεδό της το 1998.

* * *

Στο 40ό τεύχος περιλαμβάνονται επίσης περιλήψεις των "Δοκιμίων εργασίας" τα οποία δημοσίευσε (στην αγγλική γλώσσα) ο Τομέας Ειδικών Μελετών της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Τράπεζας στο διάστημα Ιουνίου-Δεκεμβρίου 2014.

Το τεύχος του Οικονομικού Δελτίου είναι διαθέσιμο ακριβώς παρακάτω.



Μην χάσετε για κανένα λόγο ... αξίζουν τον κόπο