Και σε ποιον δεν έχει τύχει να καλέσει έναν υδραυλικό σπίτι του - που κάποιος τον γνώριζε, από κάποια διαφήμιση τον άκουσε στις τηλεοράσεις και στα πειρατικά ραδιόφωνα - για να του φτιάξει μια βρύση που στάζει, να του διορθώσει μιαν αποχέτευση, να του περάσει καινούργιες σωληνώσεις, να του βρει μια διαρροή;
Ο μάστορας έφτανε συνήθως καθυστερημένος, καμιά φορά με τον βοηθό του ή το παραπαίδι του αντάμα. Επιθεωρούσε την εγκατάσταση με το βλέμμα του ειδικού.
Παρατηρούσε ενδελεχώς τους νοτισμένους σοβάδες, τους σκουριασμένους ρουμπινέδες, τους χαλκοσωλήνες. Το βλέμμα του καρφωνόταν όλο περίσκεψη σε διάφορα ακαθόριστα κι απρόβλεπτα στα μάτια του κοινού θνητού σημεία, που πιθανόν να υπέκρυπταν διαρροές, βουλωμένες απορροές, χαλασμένα σιφώνια.
Η στοχαστική ματιά του πλανιόταν στις ακολουθίες των καναλιζαρισμένων υδάτινων διαδρομών, πάνω και κάτω από τον σοβά. Χάιδευε με τις χερούκλες του τους διακόπτες, που εσύ είχες αιώνες να αγγίξεις, έστριβε βίαια τις βάνες που ‘τριζαν κι έφτυναν τη σκουριά τους και σου ’κοβε τη χολή. Τώρα θα σπάσει, τώρα θαρχίσει να βγάζει παραπάνω, έλεγες μέσα σου. Και πάν’ τα πατώματα. Πάνε και τα ηλεκτρικά, πάει και το καναπεδάκι μου. Άντε μάζευε… Αλλά σε καθησύχαζε η ήρεμη κι επιβλητική παρουσία του έμπειρου μάστορα.
Το πιο ανακουφιστικό σημείο ήταν όταν άρχιζαν τα ερωτήματα, σαν να σούπαιρναν συνέντευξη ένα πράμα. Ένοιωθες από κομπάρσος πρωταγωνιστής. Επιτέλους, κάποιος σε άκουγε με προσοχή!
«Πότε πρωτοεμφανίστηκε η υγρασία; Πού έσκασε ο σοβάς; Έχετε αλλάξει μπαταρία; Από πού περνάει η σωλήνα; Μήπως τη διαρροή την έχει ο γείτονας; Πόσες φορές το τραβάτε το καζανάκι;»
Έλεγες κι εσύ το μακρύ σου και το κοντό σου, όπως όλοι μας . Ένα ψυχογράφημα των υγρών μας φαντασιώσεων. Ένα καρδιογράφημα των υδάτινων φόβων μας. Άτιμο πράγμα το νερό, έλεγε ο παππούς, όλα τα κατατρώει και τα σκουριάζει. Κι εκείνος άκουγε συγκεντρωμένος κουνώντας το κεφάλι με συγκατάβαση.
Και μετά, η καρδιά σου πετάριζε, όταν ερχόταν η ώρα της κρίσεως.
Έκανες το ερώτημα που όλη την ώρα σου τριβέλιζε το μυαλό, άμοιρε πολίτη: και τώρα τι να κάνουμε; να σκάψουμε; να αλλάξουμε τα σιφώνια; να βάλουμε πλαστικά; να γκρεμίσουμε τους τοίχους;
Σήκωνε το φρύδι ο μάστορας, και με επιτηδευμένη σεμνότητα αρχαίου σοφού έλεγε: «Δεν μπορώ να σας πω. Να ξεκινήσω και βλέπουμε…Θαρθώ αύριο στις οκτώ με το συνεργείο και θα πιάσουμε δουλειά. Θα το βρούμε και θα το φτιάξουμε, μην ανησυχείτε».
«Ναι, αλλά πώς θα το φτιάξετε;» ψέλλιζες με δέος. «Αφού δεν ξέρετε από πού μπάζει το πράμα».
«Έχουμε δει και χειρότερα», συνέχιζε ο μάστορας, απτόητος. «Μάλλον κάπου έχει ραγίσει καμιά σωλήνα. Θα σκάψουμε, θα το βρούμε, θα το μπαλώσουμε θα το αλλάξουμε, θα σφραγίσουμε τις διαρροές, θα αυξήσουμε τις παροχές και θα τις μειώσουμε κιόλας, θα ρίξουμε χρήμα στην αγορά, θα αυξήσουμε τη ζήτηση, θα κόψουμε μονέδα, θα περάσουμε εξωτερικές σωλήνες, αγωγούς, πετρέλαια, θα βάλουμε και κανένα δασμό άμα λάχει, και τούτα και τ’αντίθετά τους… Δώστε μας τη δουλειά και όλα θα πάνε καλά μετά».
«Μα δεν επιτρέπονται οι δασμοί στην πολυκατοικία, μήτε να περάσουμε σωλήνες στην πρόσοψη, όσο για τα πετρέλαια…θα μας πετάξουν έξω» σκεφτόσουνα, αλλά πού να βρεις κουράγιο να το αρθρώσεις
Ξέρει ο μάστορας.
Εκεί αποτολμούσες την κρίσιμη ερώτηση: «Και πόσο θα κοστίσει αφεντικό όλο αυτό; Θα πάρει πολύ χρόνο;»
«Θα τα βρούμε», σε αποστόμωνε ο μάστορας. «Μετά τις εκλογές.»
Κρύος ιδρώτας σε έλουζε. Μάζευες τα κουράγια σου και το ξεστόμιζες.
«Μα πες μου μια τιμή, βρε άνθρωπε! Θάναι εκατό ευρώ για χίλια; Πόσους ανθρώπους συνεργείο θα πάρεις; Πόσα μεροκάματα; Τι εργασίες θα κάνεις; Θα μπορώ να μπω στο σπίτι; Να χρησιμοποιήσω το μπάνιο; Για πόσες ώρες τη μέρα θάχω νερό να πιώ; Σε πόσες μέρες θα τελειώσεις, πόσο θα κρατήσει; Πώς θα μου το παραδώσεις;»
«Ε, πού να ξέρουμε από τώρα; Εξαρτάται από τη βλάβη. Κάπου εκεί θάναι, πάνω κάτω. Κάπου τόσο θα κάνει. Πέρα - δώθε. Είναι περίπλοκα τα πράγματα. Δύσκολη η ζημιά. Να ξεκινήσουμε και βλέπουμε», απαντούσε απτόητος ο μάστορας.
«Μα πες μου κάτι, νάχω λεφτά να σε πληρώσω τουλάχιστον. Να ξέρω πού να πάω να μείνω αν κρατήσει πολύ. Να κάνω τα κουμάντα μου» , έλεγες εσύ.
«Μην ανησυχείς, αυτά θα τα συζητήσουμε μετά τις εκλογές. Σε δυο – τρεις μέρες το πολύ θάχουμε τελειώσει.»
Αν παρά ταύτα εσύ επέμενες στο ερώτημα, ο υδραυλικός σε αποστόμωνε με ύφος παρεξηγημένου ειδήμονα: «Εάν δεν θες, φίλε μου, φεύγω, έχω και άλλες δουλειές να κάνω. Τράβα και βρες κανέναν απατεώνα. Κανέναν από εκείνους τους νεομάστορες, πούναι και πανάκριβοι. Εμείς είμαστε σοβαροί άνθρωποι, κύριος. Τί μας πέρασες; Το λένε και οι τηλεοράσεις, δεν βλέπεις τις διαφημίσεις μας στα κανάλια; ».
Τη συνέχεια, όσοι υποκύψατε, την ξέρετε κι εσείς και οι γείτονές σας. Αφού το συνεργείο (ο υδραυλικός δηλαδή και μια αρμαθιά παραπαίδια) κατέφτανε την άλλη μέρα κατά τις δώδεκα το μεσημέρι, άρχιζε το μαρτύριο, που συνήθως κατέληγε σε ένα σπίτι μισογκρεμισμένο για μερεμέτια παντού. Μέχρι να βρεθεί η σπασμένη σωλήνα, απ’ όπου διέφευγε το άτιμο το διαβρωτικό υδάτινο στοιχείο, είχανε τρυπήσει το μπάνιο, τον νεροχύτη, τη βεράντα, είχανε ξεπατώσει μερικές σειρές ξύλα από τα πατώματα και ξηλώσει τους μισούς σοβάδες. Αλλάζανε τις μπαταρίες και τους ρομπινέδες σταδιακά, ένα προς ένα, χάνανε δε χάνανε. Κι αν τολμούσες να παραπονεθείς: «Αν δεν θες, δεν ξανάρχομαι, πλήρωσέ μου τα μεροκάματα και τα υλικά και πάρε άλλον». Πού να βγάλεις κιχ και να μείνεις με το μπουρδέλο και τις σωλήνες σπασμένες; Πού να κοιμάσαι κι άλλο στη μάνα και στους συγγενείς σου, και να τρέχεις για τουαλέτα στης γειτόνισσας; Το κατάπινες κι έλπιζες μόνο πως η επόμενη μέρα θάναι η τελευταία. Κι άντε πάλι οι προκαταβολές, άντε πάλι τα χαράτσια.
Πώς περνάει ο καιρός! Μια βδομάδα, ένας μήνας, τέσσερα χρόνια, πέντε χρόνια. Μέχρι που κάποια στιγμή, αν ήσουν στους τυχερούς, πριν ξεπατώσουν το διαμέρισμα ολόκληρο, ιχνηλατώντας τις σωληνώσεις, σκάβοντας από δω κι από κει, χαλώντας παραπάνω απ’ ό,τι φτιάχναν, πέφτανε από τύχη σε μια μοιραία βλάβη. Κάτι κάνανε, κάτι ματσακουριάζανε, και το νερό σταμάταγε για λίγο. Κάπως έβγαινε και πλεόνασμα ακόμη για μερικές ώρες, ρίχνανε κι οι γείτονες που’χανε μπαϊλντίσει με το λάστιχο κι έτρεχαν οι βρύσες κάτι τις.
Και τότε ερχόταν η λυπητερή.
Πού να πεις όχι; Έδινες ότι είχες και δεν είχες για να ξεκουμπιστούν από το σπίτι τα μαστόρια. Μπας και κάνεις ένα μπάνιο σαν άνθρωπος. Να αράξεις σπιτάκι σου, να ξεκουραστείς ανακουφισμένος. Όσο-όσο πλήρωνες να τους ξεφορτωθείς, και χωρίς απόδειξη και χωρίς ΦΠΑ. Χωρίς κουβέντα καν. Ταπεινωμένος από την καπατσοσύνη του μάστορα. Μόνο να φύγουν, να κλείσεις την πόρτα, να μείνεις λίγο μόνος, χωρίς θόρυβο, χωρίς σκόνες και λάσπες, χωρίς φραπέδες κι αποτσίγαρα, δίχως σούρτα-φέρτα αγνώστων στο σπίτι σου. Αυτό σκεφτόσουν μοναχά.
Και μόλις φεύγαν, εκείνη την ιερή ώρα που πήγαινες να χαλαρώσεις, εκείνη τη ρημάδα την ώρα, νάτο πάλι ένα αμείλικτο πλιτς! Το βλέμμα σου καρφωνόταν στη μοιραία σταγόνα που ξεμύτιζε και πάλι απ’ τον σοβά, σε άλλο σημείο τη φορά τούτη. Σε άλλη βλάβη. Έμπαζε από τις τράπεζες; από την αποεπένδυση; από το περιβάλλον; από τους αιγιαλούς; Τόσο ράβε ξήλωνε, πού να ξέρεις κι εσύ. Και νάτη πάλι η ανεργία στα ύψη. Άλλη, καινούργια και πιο μεγάλη αβαρία.
Βλαστήμαγες λοιπόν θεούς και δαίμονες απελπισμένος κι ανήμπορος. Φώναζες να το ακούσουν όλοι οι γείτονες, το μαύρο που θα τους ρίξεις στις επόμενες εκλογές. Πως δεν θα ξαναψηφίσεις κανέναν κερατά μάστορα χωρίς πρόγραμμα, χωρίς συγκεκριμένη τιμή και ξεκάθαρη κι αναλυτική συμφωνία έργου. Έσκουζες εξαγριωμένος κι ανήμπορος μπροστά στην παντοδυναμία του νερού και της οικονομίας, που επανερχόταν πάντα στον ίδιο δρόμο, στην ίδια κοίτη, όπως κάνει πάντα εδώ κι αιώνες.
Αλλά κυρίως ούρλιαζες θυμωμένος με το δικό σου κουσούρι, τη δικιά σου ανεπάρκεια, το δικό σου μειονέκτημα απέναντι στην κουτοπονηριά και την καπατσοσύνη του μάστορα, που πάλι είχε καταφέρει να σε τουμπάρει με την αλάνθαστη μέθοδο του υδραυλικού.
Μα, όσο κι αν σιχτίριζες ήταν πια αργά. Μετά την απομάκρυνση από το ταμείο, μόλις την δώσεις τη δουλειά, μόλις πάρουν θέσεις τα μαστόρια στο σπίτι σου, αφού τραβήξεις πίσω σου το μοιραίο παραβάν, κανένα μα κανένα λάθος δεν αναγνωρίζεται.
Μην χάσετε για κανένα λόγο ... αξίζουν τον κόπο