Ποιον απασχολεί η απασχόληση;

“Μικρή αποκλιμάκωση της ανεργίας κατά το μήνα Σεπτέμβριο ανεκοίνωσε η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ). Ο δείκτης υποχώρησε από το ιστορικό υψηλό του Σεπτεμβρίου 2013 (28%) στο 25,7% που αριθμητικά μεταφράζεται σε μείωση των ανέργων κατά 123.115 άτομα και συνολικό τρέχοντα αριθμό 1.241.114 ανέργων. Ταυτόχρονα ανακοινώθηκε ότι ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός ανέρχεται στα 3.293.575 άτομα ενώ το σύνολο των απασχολουμένων στους 3.589.280.



Οι αριθμοί αυτοί επιδέχονται ευρεία ειδικότερη ανάλυση (συνταξιούχοι, ηλικίες, μορφωτικό επίπεδο, φύλο, μακροχρόνια άνεργοι, επιδοτούμενοι-μόνο το 9,88% του συνόλου, ήτοι το 91% χωρίς δικαίωμα λήψης κάποιου επιδόματος από το ΟΑΕΔ) και πολύπλευρο φυσικά σχολιασμό. Δεν είναι όμως αυτό που θα μας απασχολήσει.

Κάθε μείωση στο δείκτη ανεργίας είναι βεβαίως καλοδεχούμενη. Άσχετα αν στη συγκεκριμένη περίπτωση η νέα απασχόληση συνίσταται σε εποχιακή ή μειωμένη ωρομίσθια εργασία και απορρόφηση από τον εντυπωσιακά διευρυνόμενο κλάδο της πρόχειρης εστίασης και της καφεδοποσίας.

Το πρώτο πάντως και κραυγαλέο συμπέρασμα των ποσοτικών δεδομένων που έχουν ανακοινωθεί είναι ότι το μισό των ενηλίκων ελλήνων δεν αποτελεί οικονομικά ενεργό πληθυσμό.

Τουτέστιν δεν εργάζεται! Ας προστεθεί ότι εκ των αναφερομένων ως εργαζομένων, 600-700.000 εξακολουθούν να αποτελούν δημοσίους υπαλλήλους. Ο ακριβής αριθμός δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί και η πιθανολογούμενη απόκλιση είναι της τάξης των 100.000 ατόμων, όπως μας ενημερώνει ο έγκριτος δημόσιος λειτουργός και σύμβουλος Δημοσίας Διοίκησης της κυβέρνησης Παναγιώτης Καρκατσούλης.

Χωρίς κανενός είδους προκατάληψη απέναντι στους δημοσίους υπαλλήλους, αντίθετα με πολύ μεγάλο σεβασμό προς τη δημόσια λειτουργία, το πόσοι εξ αυτών επιτελούν ουσιαστικό έργο παραμένει ερωτηματικό. Από συγκριτικές μελέτες μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, ο ομότιμος καθηγητής του πανεπιστημίου Αθηνών Γ. Μπήτρος έχει συναγάγει ότι, με το θεμελιώδες κριτήριο της αναλογίας υπαλλήλων προς το συνολικό πληθυσμό, ο αριθμός που θα αναλογούσε σε μια σύγχρονη ελληνική δημόσια διοίκηση με τίποτε δεν θα όφειλε να ξεπερνά τους 250.000 υπαλλήλους. Αντιλαμβάνεται επομένως κανείς ότι η υλοποίηση ενός ολοκληρωμένου οργανωτικού εκσυγχρονισμού στο ελληνικό δημόσιο (αυτό δηλαδή που με νύχια και με δόντια αντιμάχεται το κομματοπολιτικό σύστημα της χώρας) θα προσέθετε στην υπάρχουσα ανεργία 300.000 με 400.000 άτομα, εκ των οποίων ελάχιστοι θα είχαν επαρκείς προϋποθέσεις για μετάταξη στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.

Ότι ο δημόσιος τομέας στην Ελλάδα εξ υπαρχής του νεοελληνικού κράτους λειτουργεί ως κρύπτη υποαπασχόλησης δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία. Η αναπαραγωγή του παραδοσιακού πολιτικού τεχνάσματος συνεχίζει να αποτελεί ιερή στρατηγική προτεραιότητα του πολιτικού συστήματος , ασχέτως του πλαγίου κόστους που συνεπάγεται για την ιδιωτική και κατά τεκμήριο παραγωγικότερη ελληνική οικονομία.

Από τα προαναφερόμενα εφιαλτικά μεγέθη προκύπτει όμως εμφανώς γιατί η περί επερχόμενης «ανάπτυξης» πολιτική φιλολογία αποτελεί αναίσχυντο μυθολόγημα για την εξαπάτηση των ελλήνων. Η ελληνική κοινωνία είναι σήμερα κοινωνία συνταξιούχων, ηλικιωμένων (το 25% του πληθυσμού άνω των εξήντα ετών), ανέργων (εκ των οποίων το 48% είναι κάτω των 34 ετών) και (σταθερή πάντοτε αξία) δημοσίων υπαλλήλων. Η δημογραφική αυτή σύνθεση αποτελεί δείγμα του βαθμού της συνολικής νεοελληνικής υπανάπτυξης, οι ρίζες της οποίας ανάγονται σε ιστορικό βάθος πολύ πρωθύστερο της κρίσης. Ταυτόχρονα όμως αποτελεί και περιοριστικό παράγοντα της προσδοκώμενης αναπτυξιακής διαδικασίας.

Τα πράγματα επιδέχονται και πρόσθετο φωτισμό. Το μεγαλύτερο μέρος των ανέργων έχει προκύψει από ένα κλάδο εργασιών της ιδιωτικής οικονομίας που είναι εξαιρετικά αμφίβολο (και κατά βάθος αντικειμενικά ανεπιθύμητο) αν μπορεί να αναγεννηθεί. Πρόκειται για τον μικρό λιανικό μεταπρατισμό και τη μικροεπιχειρηματική αυτοαπασχόληση, η έκταση των οποίων ήταν ευθεία συνάρτηση της πολιτικής ανοχής απέναντι στη μικρομεσαία φοροδιαφυγή ώστε να αποτελεί ευπρόσιτη διέξοδο ευέλικτου εισοδηματισμού σε μια κοινωνία που δεν κατόρθωσε ποτέ να αναπτύξει παραγωγική βάση ικανή να δημιουργήσει επαρκείς θέσεις εργασίας.

Φλυαρούμε σήμερα για την επερχόμενη «ανάπτυξη» και επικαλούμαστε καταχρηστικά το εύκολο επιχείρημα της ετήσιας αύξησης του κύματος τουριστών, το οποίο απορροφά εποχιακούς απλώς εργαζομένους με ελάχιστα προσόντα. Τι είδους ανάπτυξη χρειάζεται όμως σήμερα η χώρα μας για να απορροφηθεί το μεγαλύτερο μέρος των ανέργων;

Ποια είναι εκείνη η μορφή ανάπτυξης που θα μπορούσε να αξιοποιήσει ένα εκτεταμένο αργό δυναμικό με ανεπαρκή επαγγελματική κατάρτιση που φθείρεται περισσότερο από τη μακροχρόνια παραμονή στην ανεργία;

Και πόσους αλήθεια εργαζόμενους χρειάζεται μια αληθινά παραγωγική οικονομία, σαν αυτή που κατά βάθος χρειαζόμαστε, όταν η πρόοδος της σύγχρονης τεχνολογίας περιορίζει συνεχώς τις θέσεις εργασίας ενώ η έννοια των «υπηρεσιών» σε οικονομίες με περιορισμένη μεταποίηση είναι έννοια πολύ ρευστή και σχετική;

Αλλοίμονο, για το ελληνικό μέλλον δεν προβληματίζεται κανείς…”


ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ || new-Deal

Επίτιμος Αντιπρόεδρος της ΕΤΕπ
Ο Παναγιώτης Γεννηματάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1949. Σπούδασε Νομικά, Κλασική Φιλολογία, Πολιτική Κοινωνιολογία, Διεθνείς Σχέσεις, Φιλοσοφία και Μουσικολογία στα Πανεπιστήμια Αθηνών (1967-1974),Μονάχου (1976-1980) και Freiburg (1979) στη Γερμανία.
Μιλάει την αγγλική, γαλική, γερμανική και ιταλική.
Διετέλεσε:
- Ειδικός σύμβουλος του πρωθυπουργού Γ. Ράλλη (1980-1981).
- Αντιπρόεδρος Δ.Σ. της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (ΕΛΣ 1980-1982).
- Αντιπρόεδρος ΒΙ.ΠΕ.-Ε.Τ.Β.Α. Α.Ε. (1986-1989).
- Πρόεδρος EUROSEC AXE (1990-1994).
- Σύμβουλος Διοικήσεως Τραπέζης της Ελλάδος (1993-1994).
- Πρώτος Έλληνας αντιπρόεδρος στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) στο
       Λουξεμβούργο (1994-2000).
- Ιδρυτής και πρόεδρος Δ.Σ. της ΩΜΕΓΑ ΤΡΑΠΕΖΑ (2000-2006).
- Πρόεδρος της ΜΚΟ Ευρωπαϊκή Έκφραση (1999-2007).

Έχει γράψει 3 βιβλία και πλήθος άρθρων