5 χρόνια κρίσης ... 5 χρόνια ακινησίας

“Έχουν περάσει 5 χρόνια από την έναρξη της κρίσης, κι όμως παραμένουμε στο ίδιο σημείο. Η Ελλάδα είναι φτωχότερη αλλά παραμένει ίδια. Κάποιες μεταρρυθμίσεις έγιναν, δεν άλλαξαν όμως τον βασικό τρόπο που λειτουργούμε.



Μειώσαμε μισθούς και συντάξεις κι αυξήσαμε φόρους, χωρίς να κάνουμε ουσιαστικές αλλαγές στον τρόπο που λειτουργεί η οικονομία και χωρίς να θιγούν ομάδες προνομιούχων και πελατειακό κράτος.
Πέντε χρόνια τώρα, η χώρα μοιάζει να βαδίζει χωρίς πυξίδα, ακολουθώντας διστακτικά και με το ζόρι όσα (είτε καλόπιστα μα εν αγνοία είτε κακόπιστα) προστάζουν οι δανειστές μας, χωρίς οι ίδιοι να έχουμε καταστρώσει δικό μας εθνικό σχέδιο.
Ο λόγος που δεν έχουμε σχέδιο είναι διότι κανένα – κυριολεκτικά κανένα – από τα κόμματα που βρίσκονται στη βουλή, δεν έχει απαντήσει πειστικά στο ερώτημα: «τι έφταιξε και φτάσαμε εδώ».
Κυβέρνηση και αντιπολίτευση διαχρονικά αλληλοκατηγορούνται, χωρίς ούτε η μία ούτε η άλλη να εξηγούν την αρχική αιτία της οικονομικής κρίσης.
Κι όταν δεν έχεις κάνει διάγνωση, όταν δεν ξέρεις τι προκάλεσε την αρρώστια, δεν είσαι σε θέση να δώσεις θεραπεία.
Το πολύ που μπορείς να κάνεις, είναι να αντιμετωπίσεις αποσπασματικά κάποια συμπτώματα, που όμως συνεχίζουν να ξεπηδούν το ένα μετά το άλλο.
Υπάρχει μια έκθεση του Αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών για την ελληνική οικονομία, του 1947(…), η οποία αναφέρει ότι: «…δύο είναι τα βασικά προβλήματα της χώρας: οι υπερβολικές δημόσιες δαπάνες και η πολύ χαμηλή αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης». Με απλά λόγια, η έκθεση θεωρεί πως το ελληνικό κράτος ξοδεύει πολλά για τις δυνατότητές του κι ότι αυτά που ξοδεύει δεν πιάνουν όσο τόπο θα έπρεπε. Θεωρώπως αυτά τα προβλήματα εξακολουθούν να μην έχουν λυθεί. Κι αν αυτή είναι η αιτία, εκεί πρέπει να αναζητηθεί και η λύση.
Δεν χρειαζόμαστε μεταρρυθμίσεις γενικώς και αορίστως – χρειαζόμαστε μεταρρυθμίσεις που είτε μειώνουν τις κρατικές δαπάνες, είτε βελτιώνουν την αποτελεσματικότητα του δημοσίου. Για την αποτελεσματικότητα υπάρχουν πολλές ιδέες, που εφαρμόζονται αλλού και λειτουργούν, με πρώτη την αξιολόγηση και τη σύνδεσή της με τον μισθό και τη βαθμολογική εξέλιξη. Το μεγάλο μέγεθος επίσης λειτουργεί ανασταλτικά προς την αποτελεσματικότητα, αφού δημιουργεί πολυπλοκότητα και γραφειοκρατία. Για το πρόβλημα των δαπανών, το πράγμα είναι πιο σύνθετο, μια και κάθε φορά που επιχειρείται να κοπεί δημόσια δαπάνη, η κρατική γραφειοκρατία οχυρώνεται υπέρ τάχα του κοινωνικού κράτους και στυλώνει τα πόδια. Δημόσιες δαπάνες ωστόσο, δεν γίνονται μόνο για υγεία και παιδεία. Δεν γίνονται μόνο για υπηρεσίες κοινής ωφέλειας ή προνοιακά επιδόματα.
Γίνονται και για να συντηρούνται άχρηστοι οργανισμοί και υπηρεσίες, που είτε δεν κάνουν τίποτα είτε θα μπορούσε να τους αντικαταστήσει φθηνότερα και καλύτερα ο ιδιωτικός τομέας. Πρόκειται για τα κατεξοχήν προπύργια του πελατειακού κράτους, που ελάχιστα έχουν θιγεί μέχρι σήμερα από την κρίση. Θυμίζω πως δεν είναι λίγοι οι οργανισμοί και οι Ανώνυμες Εταιρίες του δημοσίου, που ακόμη εξαιρούνται του ενιαίου μισθολογίου.
Είναι σημαντικό να κρατήσουμε στο μυαλό μας την παρακάτω εξίσωση:
«Όταν δεν μπορείς να δανειστείς, οι δαπάνες ισούνται με τους φόρους. Πολλές δαπάνες, ψηλοί φόροι. Χαμηλές δαπάνες, χαμηλοί φόροι».
Η Ελλάδα σήμερα δεν παράγει αρκετά. Βασικές αιτίες παραμένουν οι ψηλοί φόροι και η χαμηλή αποτελεσματικότητα της δημόσια διοίκησης. Είναι απαραίτητο το μέγεθος του κράτους να μειωθεί:
αυτό θα μειώσει το κόστος και θα βελτιώσει την ποιότητά του.
Για να γίνει αυτό, πρέπει να ρωτάμε για κάθε δημόσια υπηρεσία την ίδια ερώτηση:
«πρέπει αυτή η δουλειά, να είναι δουλειά του κράτους;».
Η απάντηση σε αυτή την ερώτηση θα μας δείξει ποιες δαπάνες πρέπει να κόψουμε.
Είναι δουλειά του κράτους να χρηματοδοτεί ΜΚΟ;
Όχι, αυτή είναι δουλειά των εθελοντών τους.
Είναι δουλειά του κράτους να χρηματοδοτεί την τοπική αυτοδιοίκηση;
Όχι, αυτή είναι δουλειά των δημοτών κάθε δήμου, όπως γίνεται παντού στον κόσμο.
Είναι δουλειά του κράτους να λειτουργεί ιπποδρόμια, να επιχορηγεί ποδοσφαιρικές ανώνυμες εταιρίες, να διαφημίζει τουριστικά αξιοθέατα;
Όχι, αυτά είναι δουλειά του κάθε επιχειρηματία (ή των ενώσεών τους).
Γιατί ας πούμε να συντηρεί το κράτος έναν οργανισμό που διαφημίζει τη Μύκονο κι όχι έναν άλλον που να διαφημίζει τη Φέτα;
Είναι δουλειά του κράτους να παριστάνει τον διαφημιστή;
Ας αναλάβουν τη δουλειά οι επιχειρηματίες κάθε κλάδου, που την κάνουν συνήθως φθηνότερα και καλύτερα.

Όταν το κράτος αναλαμβάνει λιγότερες δουλειές, έχει λιγότερες δαπάνες, άρα χρειάζεται λιγότερους φόρους για να λειτουργήσει.
Με χαμηλότερους φόρους, τέλη και εισφορές, ο άνεργος είναι πιο εύκολο να ξεκινήσει κάτι δικό του.
Η επιχείρηση είναι πιο πιθανό να επιβιώσει, να επενδύσει και να προσλάβει.
Επιπλέον, όταν το κράτος κάνει λιγότερες δουλειές, θα τις κάνει καλύτερα.
Μειώνοντας τον όγκο και την πολυπλοκότητα της γραφειοκρατίας, μπορεί καλύτερα να επικεντρωθεί στο ρόλο του ελεγκτή της νομιμότητας και των κανόνων του παιχνιδιού.
Όλα τα παραπάνω, κανένα κοινοβουλευτικό κόμμα δεν τα εξήγησε στον κόσμο (μόνη η ΔΡΑΣΗ επιμένει, απευθυνόμενη σε ώτα μη ακουόντων).
Η μεν αντιπολίτευση επειδή, χαμένη μες τις ιδεοληψίες τις, παραμένει ανίδεη για τις πραγματικές αιτίες των οικονομικών μας προβλημάτων, η δε συγκυβέρνηση επειδή προσπαθεί να προστατέψει το παρασιτικό πελατειακό κράτος που έχτισε, για να στεγάσει ή να σιτίσει τα αγαπημένα της «παιδιά» – (Μαθαίνω πως «χρειάστηκαν», ούτε μία ούτε δύο αλλά έξι κυρίες του Υπουργείου Πολιτισμού, για να εγκαινιάσουν αρχαιολογική έκθεση ελληνικών εκθεμάτων, στο Μοντρεάλ του Καναδά:
πρόκειται για τις κυρίες Λίνα Μενδώνη, Γεν. γραμματέα του Υπουργείου Πολιτισμού, Μαρία Ξένη Γαρέζου, προϊσταμένη τμήματος αρχαιολογικών μουσείων και συλλογών, Μαρία Βλαζάκη, πρώην γενική διευθύντρια αρχαιοτήτων και πολιτιστικής κληρονομιάς, Αννα Παναγιωταρέα, σύμβουλο επικοινωνίας του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, Ελένη Κόρκα, γενική διευθύντρια Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς και Πολυξένη Αδάμ-Βελένη, διευθύντρια του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης.
Οι παραπάνω κυρίες διέμειναν στο ξενοδοχείο Ritz-Carlton, πιθανότατα το ακριβότερο του Καναδά, με τα δικά σας λεφτά).
Μήπως να ξαναρχίσουμε να ρωτάμε, τί ακριβώς αγοράζουν οι φόροι που πληρώνουμε;”

Το κείμενο είναι εμπνευσμένο από ομιλία τέως πολιτικού, που δεν βρίσκεται πλέον στο προσκήνιο