“Συνήθως οι πολιτικοί δίνουν υποσχέσεις που δεν τις τηρούν όταν έρθουν στην εξουσία.
Λέω σε κάποιον να συναντηθούμε αύριο στο τάδε μέρος και αυτό που εννοώ και πρέπει ο άλλος να καταλάβει είναι ότι η συνάντηση μπορεί και να μη γίνει καθόλου και, επομένως, είτε αυτός είτε εγώ μπορεί να μην εμφανιστούμε στη συνάντηση. Αν υιοθετήσουμε την αρχή ότι δεν τηρούμε ή δεν εννοούμε αυτά που λέμε τότε είναι αδύνατη οποιαδήποτε συνεργατική δραστηριότητα.
Αυτήν ακριβώς την αρχή κινδυνεύουμε να ακολουθήσουμε στην Ελλάδα όταν προεξοφλούμε ότι κάποιες πολιτικές υποσχέσεις απλούστατα δεν εννοούνται στα σοβαρά. Για παράδειγμα, όλο και περισσότεροι ισχυρίζονται ότι «αν ο ΣΥΡΙΖΑ έρθει στην εξουσία δεν θα κάνει αυτά που λέει. Το ίδιο συνέβη και με τον Ανδρέα Παπανδρέου. Όταν κέρδισε τις εκλογές εγκατέλειψε το «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» και μετέθεσε την πραγματοποίηση του σοσιαλισμού σε μελλοντική ημερομηνία.» Το μεγάλο πρόβλημα με αυτόν τον συλλογισμό δεν είναι τόσο οι απλουστευτικές εξομοιώσεις καταστάσεων και προσώπων (το 1981 δεν είναι ίδιο με το 2014 ούτε το ΠΑΣΟΚ με τον ΣΥΡΙΖΑ) όσο η παραδοχή ότι η πολιτική μπορεί να διεξάγεται με εξαγγελίες που κανείς δεν πρέπει να τις παίρνει στα σοβαρά.
Ασφαλώς και θεωρώ προτιμότερη μια μεγάλη πολιτική στροφή από τον σοσιαλισμό στις 18 ή το σκίσιμο του Μνημονίου στο προαύλιο της Βουλής. Δεν μπορώ, όμως, να δεχθώ ως αιτιολογία πολιτικής θέσης και ψήφου την εκτίμηση ότι δεν θα γίνουν όσα κατά καιρούς εξαγγέλλονται. Το απαράδεκτο δεν έγκειται στο κατά πόσον η συγκεκριμένη εκτίμηση είναι ορθή ή λανθασμένη αλλά στο ότι βασίζεται στην παραδοχή ότι βαρύνουσα σημασία δεν έχει αυτό που λέγεται αλλά αυτό που εκτιμάται ότι θα γίνει. Αν οι επιλογές δεν γίνονται στη βάση αρχών αλλά στη βάση εκτιμήσεων υποβαθμίζεται και το αίσθημα ευθύνης του πολίτη. Άλλο πράγμα είναι να αποδειχθεί ότι είχα λάθος θέσεις και διαφορετικό είναι το λάθος εκτίμησης. Το λάθος εκτίμησης είναι ικανό να «ελαφρύνει» οποιοδήποτε λάθος επιλογής.
Πολλοί πολίτες διαπιστώνουν ότι η σημερινή κυβέρνηση διαιωνίζει την κρίση και τα αδιέξοδα της κοινωνίας μας. Όσοι από αυτούς πείθονται ότι οι θέσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης αποτελούν διέξοδο δεν έχουν κανένα πρόβλημα αιτιολόγησης της επιλογής τους και ανάληψης της ευθύνης για τη στάση τους. Όσοι, όμως, δεν πείθονται πρέπει να γνωρίζουν ότι οι εκτιμήσεις που εκφράζουν ευσεβείς πόθους δεν αποτελούν επαρκή αιτιολογία επιλογής ούτε στάση ευθύνης...”
Ορθά κατακρίνονται για την αθέτηση των υποσχέσεών τους επειδή η ίδια η έννοια της κοινωνικής συμβίωσης και της συνεργατικής δραστηριότητας απαιτούν γενικά τη τήρηση των λόγων μας.Σκεφθείτε το πιο απλό παράδειγμα.
Λέω σε κάποιον να συναντηθούμε αύριο στο τάδε μέρος και αυτό που εννοώ και πρέπει ο άλλος να καταλάβει είναι ότι η συνάντηση μπορεί και να μη γίνει καθόλου και, επομένως, είτε αυτός είτε εγώ μπορεί να μην εμφανιστούμε στη συνάντηση. Αν υιοθετήσουμε την αρχή ότι δεν τηρούμε ή δεν εννοούμε αυτά που λέμε τότε είναι αδύνατη οποιαδήποτε συνεργατική δραστηριότητα.
Αυτήν ακριβώς την αρχή κινδυνεύουμε να ακολουθήσουμε στην Ελλάδα όταν προεξοφλούμε ότι κάποιες πολιτικές υποσχέσεις απλούστατα δεν εννοούνται στα σοβαρά. Για παράδειγμα, όλο και περισσότεροι ισχυρίζονται ότι «αν ο ΣΥΡΙΖΑ έρθει στην εξουσία δεν θα κάνει αυτά που λέει. Το ίδιο συνέβη και με τον Ανδρέα Παπανδρέου. Όταν κέρδισε τις εκλογές εγκατέλειψε το «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» και μετέθεσε την πραγματοποίηση του σοσιαλισμού σε μελλοντική ημερομηνία.» Το μεγάλο πρόβλημα με αυτόν τον συλλογισμό δεν είναι τόσο οι απλουστευτικές εξομοιώσεις καταστάσεων και προσώπων (το 1981 δεν είναι ίδιο με το 2014 ούτε το ΠΑΣΟΚ με τον ΣΥΡΙΖΑ) όσο η παραδοχή ότι η πολιτική μπορεί να διεξάγεται με εξαγγελίες που κανείς δεν πρέπει να τις παίρνει στα σοβαρά.
Ασφαλώς και θεωρώ προτιμότερη μια μεγάλη πολιτική στροφή από τον σοσιαλισμό στις 18 ή το σκίσιμο του Μνημονίου στο προαύλιο της Βουλής. Δεν μπορώ, όμως, να δεχθώ ως αιτιολογία πολιτικής θέσης και ψήφου την εκτίμηση ότι δεν θα γίνουν όσα κατά καιρούς εξαγγέλλονται. Το απαράδεκτο δεν έγκειται στο κατά πόσον η συγκεκριμένη εκτίμηση είναι ορθή ή λανθασμένη αλλά στο ότι βασίζεται στην παραδοχή ότι βαρύνουσα σημασία δεν έχει αυτό που λέγεται αλλά αυτό που εκτιμάται ότι θα γίνει. Αν οι επιλογές δεν γίνονται στη βάση αρχών αλλά στη βάση εκτιμήσεων υποβαθμίζεται και το αίσθημα ευθύνης του πολίτη. Άλλο πράγμα είναι να αποδειχθεί ότι είχα λάθος θέσεις και διαφορετικό είναι το λάθος εκτίμησης. Το λάθος εκτίμησης είναι ικανό να «ελαφρύνει» οποιοδήποτε λάθος επιλογής.
Πολλοί πολίτες διαπιστώνουν ότι η σημερινή κυβέρνηση διαιωνίζει την κρίση και τα αδιέξοδα της κοινωνίας μας. Όσοι από αυτούς πείθονται ότι οι θέσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης αποτελούν διέξοδο δεν έχουν κανένα πρόβλημα αιτιολόγησης της επιλογής τους και ανάληψης της ευθύνης για τη στάση τους. Όσοι, όμως, δεν πείθονται πρέπει να γνωρίζουν ότι οι εκτιμήσεις που εκφράζουν ευσεβείς πόθους δεν αποτελούν επαρκή αιτιολογία επιλογής ούτε στάση ευθύνης...”
"Δεν θα κάνουν αυτά που λένε"
Σταύρος Τσακυράκης | Liberal Sociability