“70 χρόνια μετά τα θλιβερά γεγονότα του Δεκεμβρίου 1944, θεώρησα καθήκον μου να γράψω ένα βιβλίο, που έχει σκοπό να ενώσει.
Και για το σκοπό αυτό, θα προσπαθήσω να αντιμετωπίσω όσο γίνεται πιο αντικειμενικά την κάθε πλευρά, βάζοντας μπροστά την αλήθεια.
Το εγχείρημα είναι πολύ δύσκολο, όπως κάθε προσπάθεια να γραφεί Ιστορία, όσο είναι ζωντανοί αυτοί που την έγραψαν, όσο ζουν οι άμεσοι απόγονοι αυτών που σκοτώθηκαν ή υπέφεραν. Και αυτό, επειδή ο καθένας τους έχει ήδη χτίσει μέσα του την δική του Ιστορία, που είναι γεμάτη από υποκειμενικότητες.
Είχα έναν φόβο, μήπως με την εξιστόρηση των γεγονότων ξύσω πληγές και μάλιστα σε καιρούς δύσκολους για τη χώρα. Το σκέφτηκα όμως ψύχραιμα και κατέληξα στο τολμηρό συμπέρασμα ότι η Ιστορία δεν διχάζει, διδάσκει και ενώνει. Οι ανιστόρητοι διχάζουν.
Όπως ο γιατρός δεν ευθύνεται για την αρρώστιά σου, έτσι δεν φταίει και η Ιστορία για τις σαχλαμάρες και τις ιδεοληψίες μας. Και όπως ο ρόλος του γιατρού είναι να γιατρέψει τον άρρωστο, με όπλο τις θεραπείες του, έτσι και ο ρόλος της Ιστορίας είναι να κλείσει τις πληγές, με όπλο την αλήθεια.
Η αλήθεια και η γνώση είναι φάρμακα, που κλείνουν πληγές. Αρκεί να χρησιμοποιηθούν σωστά, στη σωστή δόση, χωρίς υπερβολές. Αλλιώς, το φάρμακο γίνεται φαρμάκι.
Και η αλήθεια είναι ότι τον Δεκέμβριο του 1944 (αλλά και στα χρόνια που ακολούθησαν), σε αντίθεση με ότι θα έκανε ένας λαός ψύχραιμος και λογικός, οι συμπατριώτες μας δεν ασχολήθηκαν με την ανασυγκρότηση της κατεστραμμένης χώρας τους. Πολέμησαν μεταξύ τους, σκοτώνοντας και καταστρέφοντας, για να … την κάνουν καλύτερη … Το γεγονός αυτό θέλει μεγάλη και ιδιαίτερη ανάλυση, που θα πρέπει να μπει βαθιά μέσα στον ψυχισμό του λαού μας κατά τη συγκεκριμένη περίοδο.
Ένα είναι πάντως βέβαιο. Ο «ματωμένος Δεκέμβρης» δεν ήταν έργο των ξένων. Ούτε ο Στάλιν, ούτε ο Τσώρτσιλ ούτε ο Ρούσβελτ ούτε κανείς άλλος είχαν λόγο, να θέλουν να σφαχτούν μεταξύ τους οι σύμμαχοί τους Έλληνες, σε μία περίοδο που ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος συνεχιζόταν, σε μία περίοδο που γι’ αυτούς είχε προτεραιότητα η συντριβή των Γερμανών Ναζί (ιδίως) αλλά και των μιλιταριστών Γιαπωνέζων.
Ας αφήσουμε λοιπόν το παραμύθι για «τους ξένους που μας έβαλαν να σκοτωθούμε». Αν ήθελαν κάτι τέτοιο, αν ήθελαν οι «δικοί τους» σε κάθε χώρα να σκοτωθούν μεταξύ τους, δεν θα υπήρχαν οι συμφωνίες της Τεχεράνης, της Γιάλτας και του Πότσδαμ. Και κυρίως, δεν θα υπήρχε το περίφημο «μισό φύλλο χαρτί» που γράφει ο Τσώρτσιλ στην Ιστορία του για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό το χαρτάκι με τα ποσοστά: Ρουμανία 90-10, Ελλάδα 10-90, Βουλγαρία 25-75, ... Πολλοί ξεχνούν τη συνάντηση Τσώρτσιλ – Στάλιν που έγινε στη Μόσχα, στις 9 Οκτωβρίου 1944. Σε μία περίοδο, που τα Σοβιετικά στρατεύματα ήταν ήδη στην Ρουμανία και Βουλγαρία. Τότε που θα αρκούσε μία μόνο Μεραρχία του Κόκκινου Στρατού να κατηφορίσει στην Ελλάδα που εγκατέλειπαν οι Γερμανοί, για να την καταλάβει.
Τον Οκτώβριο και (φυσικά και) τον Δεκέμβριο του 1944, πρώτη προτεραιότητα Βρετανών, Αμερικανών και Σοβιετικών ήταν η ήττα του Άξονα. Όταν στην Γιάλτα, με νωπό ακόμη το αίμα που χύθηκε στην Αθήνα στα Δεκεμβριανά, ο Στάλιν συμφώνησε με τους συμμάχους του για την μοιρασιά της μεταπολεμικής Ευρώπης, το εννοούσε … Όπως το εννοούσε κι ο Τσώρτσιλ, όταν του παραχωρούσε αντίστοιχα την Βουλγαρία, την Ρουμανία, την Πολωνία κλπ. Έτσι, τον Οκτώβριο του 1944, ο Στάλιν δεν έστειλε τα στρατεύματά του στην Ελλάδα. Αντίθετα, άφησε τον Τσώρτσιλ να στείλει τα δικά του.
Κάποιοι θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ότι ο Τσώρτσιλ επιθυμούσε την παλινόρθωση της Μοναρχίας στην Ελλάδα. Θεωρώ ότι τον ενδιέφερε η Ελλάδα, αλλά όχι η Μοναρχία. Στην επιστολή που έγραψε προς τον Στάλιν στις 11 Οκτωβρίου 1944, ήταν σαφής και για αυτό:
«…δεν θέλουμε να επιβάλλουμε μοναρχικούς ή δημοκρατικούς θεσμούς σε οποιοδήποτε βαλκανικό κράτος. … όταν επιστρέψει η ομαλότητα και ο εχθρός έχει πλέον εκδιωχθεί, οι λαοί αυτών των χωρών πρέπει να έχουν το δικαίωμα να αποφασίσουν για το πολίτευμά τους ελεύθερα και αδιάβλητα. Ίσως μάλιστα κατά την περίοδο των εκλογών χρειαστεί να εγκαταστήσουμε εκεί επιτρόπους των τριών Μεγάλων δυνάμεων ως παρατηρητές …»
Αλλού πρέπει να ψάξουμε τις αιτίες, για την ευκολία με την οποία χύθηκε τόσο αίμα. Και μία από αυτές τις αιτίες, η σπουδαιότερη ίσως, που σήμερα δεν την λογαριάζουμε επειδή αδυνατούμε να την καταλάβουμε, είναι ότι στα τέλη του 1944, η ζωή ήταν πολύ φτηνή σε όλη την Ευρώπη. Όταν καθημερινά σκοτώνονταν χιλιάδες πολεμιστές αλλά και άμαχοι, όταν εξοντώνονταν χιλιάδες κρατούμενοι, όταν γκρεμίζονταν ολόκληρες πόλεις και εκατομμύρια προσφύγων ξεχείλιζαν τους δρόμους, οι ψυχές και τα μυαλά των ανθρώπων είχαν σκληρύνει. Σε τέτοιες συνθήκες, η σκληρότητα και η απανθρωπιά λειτουργούν σαν προστατευτικά του μυαλού για να μην τρελαθεί ολότελα.
«Τι είναι αυτός; Φασίστας … σκοτώστε τον … Εκείνος; Προδότης … κρεμάστε τον. Εκείνη; Πούλαγε το κορμί της στους ναζί … ξυρίστε την και να λέει κι ευχαριστώ που δεν την κρεμάμε ανάποδα …»
Τέτοιες ώρες παλεύει το μυαλό και η ψυχή να μείνουν όρθια. Η ήρεμη φωνή δεν ακούγεται. Την σκεπάζουν οι κραυγές και οι βρισιές. Το όραμα της ελευθερίας και της επανόδου στην ομαλότητα, μπερδεύεται με το πάθος για ξεκαθάρισμα λογαριασμών και για απόδοση ευθυνών. Ο δρόμος για τη «νέα Ελλάδα» γεμίζει πτώματα και θρήνους. Αλλά αυτό δεν μας κάνει εντύπωση: Η δυστυχία που έρχεται δεν είναι πρωτόγνωρη, είναι συνέχεια αυτής που φεύγει. Μάθαμε στη δυστυχία και αντέχουμε λίγη ακόμη …
«Μας κατηγορούν ότι σκοτώσαμε αθώους … όλοι αθώοι έλεγαν ότι είναι … δεν ακούσαμε και κανένα να παραδέχεται ότι είναι ένοχος … φωτιά και τσεκούρι σε όλους … έτσι είναι η ζωή, κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά …»
Ακλόνητη «λογική», που δεν σηκώνει αντίλογο, όταν ο άλλος κρατάει όπλο και εσύ είσαι άοπλος. Το όπλο ορίζει τι είναι αλήθεια και τι όχι. Κι ο οπλισμένος είναι ένας ειδικός τύπος αφιονισμένου. Ο οπλισμένος νοιώθει υπεράνθρωπος και βλέπει τους άοπλους σαν μουγγά και ασήμαντα ανθρωπάκια, που η ζωή τους δεν αξίζει ούτε μπιρ παρά …
«Φασίστες Χωροφυλάκοι, θα σας κάψουμε όλους ζωντανούς»
Η φωνή που έβγαινε από το χωνί μέσα στη νύχτα, δεν ξεχώριζε ότι ο Μηνάς ο Ενωμοτάρχης ήταν οργανωμένος στην αντίσταση, ότι ο Βασίλης ο Χωροφύλακας είχε σώσει τόσο κόσμο στα μπλόκα, ότι ο Κώστας δεν ήταν φασίστας αλλά Βενιζελικός … Αυτός που κρατούσε το χωνί ήταν κι εκείνος άνθρωπος καλός. Και σε άλλες συνθήκες, θα μοιραζόταν το ψωμί και το κρασί του με τον Μηνά, τον Βασίλη και τον Κώστα. Αλλά τώρα, θυμόταν μόνο το μίσος για έναν άλλο Χωροφύλακα, που του είπαν ότι είχε ατιμάσει την αδερφή του. Και για έναν άλλο που έκανε παρέα με ταγματασφαλίτες …
Ένα θα σας πω, για να κλείσω τον πρόλογο αυτό: Αν προσπαθήσετε να δείτε τα γεγονότα με σημερινή ματιά, με όσα ξέρετε από την Ιστορία που έχετε διαβάσει, δεν θα καταλάβετε ποτέ τι έγινε τότε. Ούτε πώς και γιατί έγινε. Ξεχάστε λοιπόν όσα ξέρετε (ή όσα νομίζετε ότι ξέρετε) και προσπαθήστε να μπείτε στα ρούχα των πρωταγωνιστών της ιστορίας αυτής, να ζήσετε μαζί τους τα όσα έζησαν, να σκεφτείτε με τον τρόπο που σκεπτόντουσαν αυτοί. Μόνο έτσι θα καταλάβετε τι έγινε. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος …
Το παραπάνω κείμενο ήταν ο πρόλογος του βιβλίου που ήθελα αλλά δεν κατάφερα να γράψω.
Δεν πρόλαβα. Με νίκησε η έλλειψη χρόνου και η ανάγκη για εργασία, για τον "επιούσιο".
Ίσως κάποτε καταφέρω να το τελειώσω.
Το βιβλίο αυτό, θα ήταν αφιερωμένο στο αδερφικό αίμα …
Στα αδέρφια που σκοτώθηκαν μεταξύ τους, θεωρώντας ότι το έκαναν για μια καλύτερη Ελλάδα.
Τι κρίμα … Η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να γίνει καλύτερη με έναν εμφύλιο. Όποιος και αν νικούσε.
Και δεν έγινε.
Και πώς θα μπορούσε να γίνει καλύτερη; Ξέρετε πόσοι Έλληνες σκοτώθηκαν (μόνο στα πεδία των μαχών) στην διάρκεια του Εμφυλίου;
Περισσότεροι, από όσους σκοτώθηκαν μαζί στους Βαλκανικούς Πολέμους, στην Μικρασιατική Εκστρατεία και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ...”