“Διαφαίνεται πως η χώρα θα οδηγηθεί σε εκλογές το αργότερο μέχρι την ερχόμενη άνοιξη. Οι ενδείξεις καταδεικνύουν ένα σαφές προγνωστικό προβάδισμα στο ΣΥΡΙΖΑ με αμφίβολη όμως κοινοβουλευτική αυτοδυναμία.
Στην κοινή γνώμη παγιώνεται η αντίληψη πως επόμενη κυβέρνηση θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ με ενδεχόμενη συνεργασία κάποιου μικρότερου κόμματος μια και καμία πολιτική δύναμη δεν έχει εκείνα τα πολιτικά χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να ανακόψουν ή έστω να περιορίσουν σε ικανό βαθμό την έκταση μιας νίκης του ΣΥΡΙΖΑ.
Από την άλλη μεριά οι κινήσεις στο κυβερνητικό στρατόπεδο αρχίζουν να δείχνουν τα πρώτα σημάδια πανικού και θεωρείται αμφίβολο κατά πόσο η ΝΔ όσο και το ΠΑΣΟΚ θα μπορέσουν να κάνουν διαχείριση της πλέον βεβαίας ήττας τους.
Συνέπεια αυτού είναι μια μεγάλη μερίδα του αριστερού και μη κόσμου να έχει η μεν πρώτη ενθουσιαστεί και η δε δεύτερη συμβιβαστεί με την ιδέα μιας αριστερής κυβέρνησης η οποία όμως θα στερείται ιστορικά αριστερά χαρακτηριστικά. Με τούτο εννοώ πως όχι μόνο η εκπεφρασμένη ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και τα συν αυτή έργα (ενίοτε στοιχεία αντιφατικά μεταξύ τους) έχουν τα στοιχεία του ιστορικού συμβιβασμού της Αριστεράς αφενός με την οικονομία της αγοράς την οποία είναι δυσδιάκριτο αν αρνείται ή αποδέχεται και αφετέρου με το εθνικό αφήγημα. Γίνεται όλο και πιο αντιληπτό δηλαδή ότι η χώρα δεν μπορεί να μετασχηματιστεί σοσιαλιστικά στη φύση της διότι αφενός είναι μέλος της Ε.Ε -ο ΣΥΡΙΖΑ ισχυρίζεται ότι επιθυμεί την παραμονή της χώρας εντός της- και αφετέρου διότι η οικονομία της είναι τόσο αδύναμη με μόλις κάποια ελάχιστα προηγμένα χαρακτηριστικά ώστε ακόμη και μια ήπια απόπειρα κεντρικού σχεδιασμού της -ή όπως αλλιώς ενδεχομένως να βαπτιστούν τέτοιες επεμβάσεις – θα οδηγούσε απλά σε πλήρη κατάρρευσή της. Εδώ ακριβώς έγκειται ο συμβιβασμός του εκλογικού σώματος, ναι μεν κυβέρνηση αριστερή αλλά όχι αληθώς τέτοια. Τα σχόλια περί οπορτουνισμού τα αφήνω στην από τα αριστερά κριτική.
Τις εξελίξεις , όμως, στα πολιτικά πράγματα καθορίζουν και θα συνεχίζουν να καθορίζουν από τη μια μεριά η οικονομία και από την άλλη οι εθνικές καθηλώσεις όπως αυτές διαμορφώνονται από τα μεγάλα ΜΜΕ σε τηλεοπτικό και διαδικτυακό επίπεδο. Ο ρόλος των πανθομολογουμένως όχι τόσο ανεξάρτητων ΜΜΕ στην διαμόρφωση και ιεράρχηση της πολιτικής ατζέντας είναι κυρίαρχος σε βαθμό που οδηγεί πολλές φορές σε στρέβλωση της πραγματικότητας. Σ΄ αυτό το σημείο γίνεται ευλόγως αντιληπτό ότι ενδεχομένως τα ζητήματα που προβάλλονται από τα ΜΜΕ δεν είναι αναγκαίως και τα πιο σημαντικά.
Από την άλλη μεριά, ήταν κύρια ο πολιτικός λόγος Αριστεράς στην Ελλάδα που καθιέρωσε τον τόνο και το ύφος της πολιτικής αντιπαράθεσης. Απόδειξη αυτού είναι και το καθρέπτισμά του στη δεξιά όχθη του ποταμού. Η μετριοπάθεια του αστικού ορθολογισμού δεν μπόρεσε να αντιπαρατεθεί ούτε να αντέξει στην απλοϊκή, συναισθηματική ανάγνωση της κρίσης, τις πολιτικές συνέπειες της οποίας βλέπουμε στο δημιουργημένο ψευτο-δίπολο μνημόνιο-αντιμνημόνιο. Συμπληρωματικά θα μπορούσαμε να πούμε πως όσο πιο ηχηρά ένας κομματικός σχηματισμός εξέφραζε την αντίθεση του στο μνημόνιο τόσο μεγαλύτερα τα ποσοστά του στις εκλογές. Ο παραλογισμός στο επίπεδο αυτό έχει να κάνει με την παγίωση στο συνειδητό απ’ ότι φαίνεται της κοινής γνώμης πως τα δεινά της χώρας οφείλονται στις έξωθεν επιβεβλημένες πολιτικές του μνημονίου και στον ρόλο κατά πρώτον της πολιτικής τάξης και κατά δεύτερο το ρόλο της τροφίμου εκ του κρατικού προϋπολογισμού οικονομικής ελίτ όπως αυτή γιγαντώθηκε παγιώνοντας με αυτόν τον τρόπο την πολιτική της επιρροή στα μεταπολιτευτικά χρόνια. Έτσι βλέπουμε να επικρατεί στον πολιτικό λόγο της Αριστεράς όσο και της αντικαπιταλιστικής Δεξιάς μια εύληπτη και εύπεπτη ανάλυση των αιτίων της κρίσης κατά την οποία ο Λαός είναι όχι μόνο άμοιρος ευθυνών αλλά και θύμα εστιάζοντας επιλεκτικά στα φαινόμενα και όχι στα βαθύτερα αίτια τους. Φαινόμενο που εύστοχα συμπυκνώνεται στον όρο Εθνολαϊκισμός.
Στο κοινωνικό μέτωπο η απαξίωση της δημοκρατικής διαδικασίας ως μέσο επίλυσης των προβλημάτων της χώρας και η διεκδικητική τακτική των «κινημάτων» της Αριστεράς είναι συμπεριφορές τις οποίες μια μελλοντική κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα βρει αργά ή γρήγορα μπροστά της. Πως θα αντιδράσει όντας κυβέρνηση σε αγανακτισμένες κινητοποιήσεις, απεργίες, καταλήψεις , πορείες και παντοδαπού είδους «λαϊκές διεκδικήσεις»; Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως και το ΠΑΣΟΚ, ως πρώτο διδάξαν τον Εθνολαϊκισμό, πληρώθηκε ακριβώς με το ίδιο νόμισμα όταν οι αγορές έπαψαν να τροφοδοτούν τους κομματικούς στρατούς και διαπιστώθηκε ότι όχι μόνον ο βασιλιάς ήταν γυμνός αλλά χρωστάμε -όλοι μας- και τα ανύπαρκτα ρούχα. Έτσι στα στερνά του κολυμπά πλέον στα μαύρα νερά της απόλυτης πολιτικής ανυποληψίας. Ομοίως, ο ΣΥΡΙΖΑ θα βρει επίσης μπροστά του, την επικρατούσα σε μεγάλο, αλλά ευτυχώς όχι όλο, μέρος του το πολιτικού φάσματος και στην πλειονότητα της κοινής γνώμης αντίληψη πως η οικονομική κρίση είναι δομική κρίση του καπιταλισμού και όχι πολύ συγκεκριμένων, κρατικιστικών, συνειδητών, κεντρικών πολιτικών επιλογών που άπτονται του κεντρικού ρόλου του κράτους στη διαχείριση της οικονομίας και μιας εφαρμοσμένης κοινωνικής μηχανικής οι οποίες βεβαίως οδήγησαν στη δημιουργία τεράστιων ετησίων ελλειμμάτων και την τελική χρεωκοπία της χώρας.
Ενώ οι κρατικοσοσιαλιστικές κυβερνήσεις τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και της ΝΔ βρήκαν το Ελντοράντο της χρηματοδότησης των κατά συρροή ελλειμματικών προϋπολογισμών στις αγορές είναι αμφίβολο που μπορεί μια πιθανή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να βρει πόρους για να χρηματοδοτήσει τη δική της ουτοπία! (Εκτός κι αν υπάρχει σκέψη για αύξηση- κι άλλο- των φόρων).”
Δημήτρης Σιόλιος* | e-ptolemeos
* εκπαιδευτικός και μέλος της Κ.Ε της Δράσης, τομεάρχης Δ. Μακεδονίας