Στην πραγματική οικονομία συνδέσαμε το "τίποτα" με το "πουθενά"

Ο χρόνος στην πολιτική και την οικονομία δεν είναι ουδέτερος, δεν είναι αντιστρεπτός.

Ό, τι γράφει δεν ξεγράφει.
Ό, τι γίνεται δεν ξεγίνεται δίχως τίμημα μ’ έναν αυτοματισμό.
Ο χρόνος εμπεριέχει τη φθορά, την απώλεια «ενέργειας».
Αν διανύσουμε στην οικονομία μια απόσταση χ, η αντίστροφη κίνηση, -χ, δεν συνεπάγεται ισοδύναμη κατανάλωση “ενέργειας”.
Τα ίσα, μ’ αυτήν την έννοια, είναι άνισα.



Για παράδειγμα: Μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι έχουμε μια αποτυχία του ευρώ στην Ελλάδα ή μια αποτυχία της Ελλάδας στο ευρώ. Ευρύτερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Χτυπητή ένδειξη η μακροχρόνια μείωση της εξαγωγικής επίδοσης της χώρας πριν την κρίση και μετά, χωρίς το Μνημόνιο και με το Μνημόνιο. Από το 2001 έως το 2013, επί δώδεκα συνεχή χρόνια. Πρόκειται για μια μακροχρόνια παρακμή του εξωστρεφούς παραγωγικού τομέα εντός Ευρωζώνης, εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρά τη φούσκα του 2000-2009, παρά τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης επί χρόνια που ξεπερνούσαν ακόμα και το 4%. Κι αυτό συνέβη ενώ την ίδια περίοδο είχαμε εντυπωσιακή μεγέθυνση των δυνητικών αγορών μας, των αγορών προορισμού των ελληνικών εξαγωγών εντός και εκτός της Ευρωζώνης. Πρόκειται για ελληνική αποτυχία αφού σημειώνεται η καθαρή πτώση της εξαγωγικής επίδοσης της Ελλάδας, με τιμές αναφοράς το 2005, όταν την ίδια περίοδο 2001-2013 η Ισπανία και η Πορτογαλία, χώρες συγκρίσιμες με μας, βελτίωσαν σημαντικά την εξαγωγική θέση τους στον διεθνή ανταγωνισμό, ενώ η Ιρλανδία και η Κύπρος την σταθεροποίησαν. Μπορεί κανείς όμως να υποθέσει ότι αν αντιστρέψουμε την πορεία, αν εγκαταλείψουμε το ευρώ ή την ΕΕ θα αντιστραφεί αυτόματα και η εξαγωγική επίδοση της χώρας; Όχι! Γενικότερα η μετάβαση από ένα εθνικό νόμισμα σ’ ένα κοινό δεν είναι ισοδύναμη -σε πολιτική, οικονομική και κοινωνική «ενέργεια»- με την αντίστροφη μετάβαση από ένα κοινό σ’ ένα εθνικό νόμισμα. Τι συμβαίνει όμως και κάνω αυτή τη μακροσκελή εισαγωγή;

Οι ίδιοι άνθρωποι εντός και εκτός Ελλάδας -διεθνείς οργανισμοί, πολιτικοί, ακαδημαϊκοί, αναλυτές, δημοσιογράφοι- που ονόμαζαν τη φούσκα βιώσιμη ανάπτυξη, που μ’ ενθουσιασμό δικαιολογούσαν την υποβάθμιση του παραγωγικού δυναμικού και μετονόμαζαν τον “αέρα κοπανιστό” σε νέα οικονομία υπηρεσιών, οικονομία γνώσης, πράσινη ανάπτυξη και τα ρέστα∙ ακριβώς οι ίδιοι άνθρωποι υπέθεσαν φαντασιωτικά, μεταφυσικά ότι μέσω της εσωτερικής υποτίμησης θα επιτύγχαναν την αντιστροφή ενός μοιραίου μοντέλου που  βασίστηκε στην κατανάλωση με δανεικά σ’ ένα άλλο εξωστρεφές, που στηρίζεται στις εξαγωγές. Υπέθεσαν ότι η κατάρρευση της εσωτερικής ζήτησης μέσω της μείωσης μισθών, η μείωση των μη διεθνώς εμπορεύσιμων τομέων της οικονομίας θα αντισταθμιζόταν -μ’ ένα μεταφυσικό αυτοματισμό- από την αύξηση των διεθνώς εμπορεύσιμων τομέων, από την αντίστοιχη αύξηση των εξαγωγών. Δυστυχώς η πολυπλοκότητα, οι πολλαπλές συσχετίσεις εσωτερικής και εξωτερικής ζήτησης, οι πολλαπλές διακλαδικές διασυνδέσεις και οι ασυμμετρίες στην πραγματική οικονομία δεν είναι συμβατές με αυτές τις ακαδημαϊκές απλοποιήσεις. Το κενό ανάμεσα στο ένα μοντέλο –το ζητούμενο- και το παλαιό δεν είναι θεωρητικό. Είναι: άνθρωποι, άνθρωποι, άνθρωποι – 1,500,000 άνεργοι!

Το ζητούμενο, η μεγάλης κλίμακας μεταφορά πόρων, κεφαλαίου και εργασίας προς τους τομείς διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών δεν επιτυγχάνεται. Η πτώση στους μη εμπορεύσιμους τομείς δεν αντισταθμίζεται από τον μικρό, έτσι κι’ αλλιώς, εξωστρεφή τομέα της οικονομίας. Αντίθετα όχι μόνο δεν υπήρξε αυτός ο τομέας κινητήρας της ανάπτυξης αλλά σημειώθηκε επιδείνωση στο βαθμό συμμετοχής του στη μεγέθυνση του ΑΕΠ. Έτσι, η πρόσφατη θετική συμβολή του εξωτερικού εμπορίου στο ΑΕΠ και στο εμπορικό ισοζύγιο οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά -όπως είχαμε προεξοφλήσει- στη μείωση των εισαγωγών λόγω δραστικής περιστολής της εσωτερικής ζήτησης, καταναλωτικής και επενδυτικής. Η μείωση του κόστους εργασίας επέτρεψε την επιβίωση παραδοσιακών κλάδων εντάσεως εργασίας ενώ υποδιπλασιάστηκε (από 6,6% το 2009 σε 3,3% το 2012) το ποσοστό των συνολικών αγαθών που προήλθαν από κλάδους υψηλής τεχνολογίας. Η ανταγωνιστικότητα ποιότητας υποχώρησε και η εξειδίκευση της οικονομίας -παρά τις προσδοκίες- στράφηκε περαιτέρω σε λάθος κατευθύνσεις. Ιδού ο Νόμος των Ακούσιων Συνεπειών. “Σπέρνεις σιτάρι θερίζεις κριθάρι”. Η εσωτερική υποτίμηση πριμοδότησε τα λάθος κίνητρα. Ελάχιστες εξωστρεφείς επιχειρήσεις ιδρύθηκαν -μετρημένες στα δάκτυλα της μιας χειρός- ενώ πολλαπλασιάζονται -ανοίγουν και κλείνουν αμοιβαδικά- οι μικρές του παραδοσιακού επιχειρηματικού μοντέλου (μπαρ, ταβέρνες, κομμωτήρια κτλ). Η αντιστροφή της Ελλάδας σε Ιρλανδία δεν είναι εφικτή. Τα λάθος κίνητρα στην οικονομία πριμοδοτούσαν και αρκετές από τις ένδοξες «μεταρρυθμίσεις» των από «καθέδρας μεταρρυθμιστών» αφού θα συνέβαλαν στην περαιτέρω μεταφορά κεφαλαίων και εργασίας σε τομείς φθίνουσας απόδοσης όπως ταξί, φαρμακεία κ.α. Στην αγωνία των ανέργων θα απαντούσαμε: «πουλήστε το σπίτι σας να γίνετε ταξιτζήδες». Την ώρα που βουλιάζαμε και «βρωμούσε» η αγορά από πλεονασματικά ταξί ή χώρα συγκλονιζόταν το 2011 από το μέγα ζήτημα της απελευθέρωσης των ταξί όπως τώρα κάποιοι κύκλοι προμοτάρουν επικοινωνιακά το ιντερνετικό σύστημα ταξί Uber από την Καλιφόρνια!

Το διαχρονικό πρόβλημα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας -πριν και μετά την κρίση, με ή χωρίς μνημόνιο- επιδεινώνεται παρά τη μείωση των μισθών. Γιατί; Κάποιος μπορεί –ο Καραθανασόπουλος να πει ότι δεν πέρασαν οι μειώσεις των μισθών στις τιμές και ότι οι επιχειρηματίες αύξησαν τα περιθώρια κέρδους. Ένας άλλος, όπως ο κ. Κουτσούκος θα πει ότι το χρήμα είναι ακριβό για τις ελληνικές επιχειρήσεις ή ο Στέφανος Σαμοίλης που είναι half-back του ΣΥΡΙΖΑ και ο μοναδικός δικός μου μόνιμος ακροατής στην επιτροπή, θα πει ότι φταίει το ενεργειακό κόστος. Κάποιος άλλος νεοδημοκράτης, όπως η κυρία Μπακογιάννη, θα πει ότι αυξήσαμε υπερβολικά τους έμμεσους φόρους. Όλα αυτά είναι σωστά, αλλά υπάρχει κάτι βαθύτερο, θεμελιώδες, διαχρονικό. Και στη “φούσκα” και στην κατάρρευσή, πριν και μετά το Μνημόνιο. Είναι μια ακολουθία από φάσεις φθίνουσας συσσώρευσης κεφαλαίου, συρρίκνωσης της παραγωγής, των επενδύσεων σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας, συρρίκνωσης γενικότερα της συσσώρευσης παγίου κεφαλαίου. Μια φθίνουσα συσσώρευση που υπερισχύει καταλυτικά έναντι της μικρής βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας μέσω της εσωτερικής υποτίμησης. Οι “εγκέφαλοι” -ξένοι και Έλληνες- φαντασιώνονταν ένα γενικευμένο πείραμα “δημιουργικής καταστροφής” –κατά Σουμπέτερ- αλλά όπως προαναγγείλαμε πριν τις εκλογές του 2009 αυτό θα ήταν εξαρχής πιο κοντά στην σκέτη καταστροφή.

Τα ίσα λοιπόν είναι άνισα στις αντιστροφές πορείας και αυτό ισχύει και στην αντιστροφή της μνημονιακής νομοθεσίας και πραγματικότητας. Αυτό συμβαίνει και με την αναγκαία, στοχευμένη και σταδιακή αντιστροφή των όρων και των τελικών αποτελεσμάτων των δανειακών συμβάσεων, η οποία αν, αντιθέτως, γίνει σπασμωδικά, μηχανιστικά, με ανυπομονησία για γρήγορα, καταλυτικά αποτελέσματα μπορεί να μας επιφυλάσσει αρκετά παράδοξα ίσως και δυσάρεστες εκπλήξεις. Οι αντιστροφές γενικά από μόνες τους δεν μας επαναφέρουν στο πρωθύστερο σημείο. Και αυτή είναι μια καθοριστική πρόκληση για το ζητούμενο -και μη ευρισκόμενο σε καμία πλευρά- Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης – Ανάπτυξης με μακρά διάρκεια και προοπτική που θα συγχρονίσει τα κίνητρα όλων των συντελεστών της παραγωγικής διαδικασίας. Εθνικό Σχέδιο που κατάντησε ένα ακόμα κενό νοήματος στερεότυπο στον δημόσιο διάλογο. Τουλάχιστον ο Στουρνάρας με ειλικρίνεια το ξεστόμισε σε’ μένα πριν δύο χρόνια εδώ μέσα: Τι να το κάνουμε το Εθνικό Σχέδιο αφού έχουμε το Μνημόνιο;

Η γραμμική σκέψη η οποία κυριάρχησε στην εποχή της φούσκας -η σιδηροδρομική αντίληψη του χρόνου και της εξέλιξης- δεν μας βοηθά ούτε σήμερα. Η οικονομία και η πολιτική μοιάζουν, έλεγε ο Παλαιός, περισσότερο με την Άλγεβρα και πιο πολύ με την αλγεβρική τοπολογία. Έρχεται μια στιγμή – σε φάσεις αβεβαιότητας ή ταχύτατων μεταβολών και ανακατατάξεων- που η κατάσταση αντιστρέφεται, εμφανίζεται το πρόσημο πλην και το καθετί δουλεύει ανάποδα απ’ ό, τι προβλέπει η θεωρία μας, το ακαδημαϊκό μας σχήμα.

Επανέρχομαι στο εξής παράδοξο: Σε σταθερές τιμές του 2005 το ΑΕΠ από την εποχή της φούσκας (2001) μέχρι το τέλος του 2013 μειώθηκε από τα 165 δις στα 160 δις, δηλαδή σημειώθηκε μείωση μόλις 3% ενώ η ανεργία αυξήθηκε κατά 160%!! Μήπως αυτό το παράδοξο εξηγείται από το γεγονός ότι η μείωση του ΑΕΠ προήλθε κυρίως από τομείς με τη μεγαλύτερη συσχέτιση με την απασχόληση όπως είναι ο οικοδομικός κλάδος και ο δημόσιος τομέας; Σε κάθε περίπτωση έχουμε μια εντυπωσιακή διασταύρωση κυκλικής και διαρθρωτικής ανεργίας.

Η δεύτερη αναδιάρθρωση του χρέους
και οι ακαδημαϊκές συγχύσεις του
PADRE Plan (Politically Acceptable Debt Restructuring in the Eurozone)


Δύο σκέψεις τώρα για το άλλο θέμα περί της βιωσιμότητας ή μη του χρέους. Ο κ. Κουτσούκος έδωσε μια εξήγηση και είναι βάσιμο αυτό που είπε ότι εάν θέλω να μπω άμεσα στην αγορά εντόκων γραμματίων ή ομολόγων δεν μπορώ να λέω πρωί-μεσημέρι-βράδυ περί μη βιωσιμότητας και να το έχω σημαία. Εντάξει αλλά η ψευδαίσθηση της βιωσιμότητας έχει άλλα αίτια και άλλες συνέπειες. Εντάξει, αλλά δεν μπορεί να ακούγεται από ελληνικά χείλη η απονομιμοποίηση του «κουρέματος» ή της απομείωσης του ελληνικού χρέους. Δεν νομίζω να υπάρχει σοβαρός άνθρωπος που να πιστεύει ότι είναι δυνατόν τουλάχιστον τέσσερις με πέντε χώρες της Ευρωζώνης να έχουν τέτοια πρωτογενή πλεονάσματα για τόσο μακρά περίοδο μέχρι το 2030. Να έχει δηλαδή 4% η Ισπανία, 5% η Ιρλανδία, η Κύπρος και η Πορτογαλία και 7% η Ελλάδα για να πιάσει τους υποτιθέμενους στόχους της ΕΕ. Αυτά είναι παράλογα πράγματα. Είναι εγκληματικό να έχω ενάμισι εκατομμύριο ανέργους και να είμαι υπερήφανος που θα έχω πλεόνασμα 4%. Ούτε η ενδεχόμενη ανάπτυξη κάνει βιώσιμο αυτό το χρέος όπως είναι σήμερα. «Μην ξεγελαστείς από την ανάκαμψη» είναι ο τίτλος κεφαλαίου στο «Ε, Πρόεδρε». Αυτό που μετρά είναι η σύγκριση της δυναμικής του χρέους με τη δυναμική της ανάπτυξης που το ΔΝΤ (Ιούνιος 2014) την προσδιορίζει με δυνητικό ρυθμό μακροχρόνιας ανάπτυξης μόνο 2%. Μπορεί να σε ρίξουν σε νέα βουτιά χρεοκοπίας τα απόνερα της κρίσης, τα παλίνδρομα της κύματα ακόμα κι αν έχεις αναπτυξιακή εκκίνηση. Τι γίνεται τώρα λοιπόν; Το ζήτημα της βιωσιμότητας είναι ένα τεχνικό ζήτημα και επαναλαμβάνουμε: αφαιρούμε από το επιτόκιο το ρυθμό ανάπτυξης και το υπόλοιπο το πολλαπλασιάζουμε με το κλάσμα χρέος προς ΑΕΠ. Το αποτέλεσμα πρέπει να είναι μικρότερο από τα πρωτογενή πλεονάσματα. Συνεπώς με ενδιαφέρει να κρατήσω χαμηλό μακροπρόθεσμα το επιτόκιο, να επιμηκύνω το χρέος, να μειώσω εάν τα καταφέρω τον αριθμητή δηλαδή την ονομαστική του αξία ή να αυξήσω πολύ τον παρονομαστή δηλαδή την ανάπτυξη και όλο αυτό να είναι μικρότερο από τα πρωτογενή πλεονάσματα που και αυτά πρέπει να τα μειώσω γιατί έχω ανεργία. Πρέπει λοιπόν να επιλύσω αυτή την εξίσωση και εδώ πρέπει να προσθέσουμε το αναδρομικό το κούρεμα ομολόγων της ΕΚΤ που είναι κοντά στα 25-30 δισ. ευρώ. Είναι λεφτά αυτά.

Στη διευθέτηση του χρέους πρέπει να εφαρμόσουμε μια στρατηγική minimax διαπραγμάτευσης. Ξέρω τα minimum, ξέρω τα maximum και θα αναζητήσω έναν optimum συμβιβασμό ανάλογα με την κατάσταση, τις συμμαχίες, τον συσχετισμό των δυνάμεων, τις διαθέσιμες επιλογές. Θα πει κανείς: «γιατί να βάλω εγώ το φορολογούμενο άλλων χωρών να πληρώσει το δικό μου χρέος;». Έτσι δεν μας λένε; Κοιτάξτε, στην περίπτωση αυτή εάν υπήρχε διορατική ηγεσία το 2010, θα έπρεπε να κάνει αυτό που τουλάχιστον εγώ είχα προτείνει. Να χτίσει μια διαπραγματευτική τακτική σε βάθος χρόνου και να πει τον Απρίλιο του 2010 ότι θα προηγηθεί σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο ζήτημα η αναδιάρθρωση του χρέους. Ένα ευρωπαϊκό Brady Plan. Ο Nicholas Brady ήταν ένας αμερικανός Υπουργός στο Treasury που προώθησε τις αναδιαρθρώσεις χρέους σε μια σειρά χώρες. Η πρόταση μου έδινε στους επενδυτές δύο-τρεις επιλογές: ή «κούρεμα» 25% ή εάν δεν τους αρέσει αυτό ας κρατήσουν τα ομόλογα στην ονομαστική αξία τους με ανάλογη επιμήκυνση-μείωση του επιτοκίου. Και τρίτη λύση να κάνει «κατάψυξη» του υπολοίπου χρέους η ΕΚΤ και να το διαχειριστεί σε βάθος χρόνου. Την πρόταση αυτή θα υποβάλαμε στους εταίρους με ψήφισμα της Βουλής μια Παρασκευή βράδυ. Δυστυχώς με καθυστέρηση δύο χρόνων πληροφορήθηκα κι εγώ ότι κάποιες σκέψεις να προηγηθεί ο αναπρογραμματισμός του ελληνικού χρέους της όποιας λύσης στην διαχείρισή της επικείμενης ελληνικής χρεοκοπίας είχαν γίνει και σε κύκλους του ΔΝΤ και από τον σύμβουλο της ελληνικής κυβέρνησης, την Lazard. Λέω δυστυχώς διότι διαφορετικά θα διαχειριζόμουν αυτή την πρόταση ήπιας αναδιάρθρωσης του χρέους που απομονώθηκε πανταχόθεν και μερικοί, λίγοι –τρεις τέσσερις ιθύνοντες- την χαρακτήρισαν το 2010 ευθέως «εγκληματική».

Θα πει κανείς ότι θα μας έλεγαν όχι, διότι ο Trichet ήθελε να σώσει τις γαλλικές και τις γερμανικές τράπεζες ή έστω φοβόταν έναν πανικό –αδικαιολόγητο- στην αγορά ομολόγων.. Ας το έλεγε. Ας σου βάλει το πιστόλι στον κρόταφο -γεμάτο ή άδειο- όπως αποκάλυψε ο Ιρλανδός Πρωθυπουργός. Εσύ θα επιμείνεις και εκεί θα καταγραφεί η αντίθεσή σου, διακριτή σ’ όλα τα κοινοβούλια της Ευρωζώνης. Εάν σε εξαναγκάσουν παρ’ όλα αυτά σ’ ένα μη αποδεκτό συμβιβασμό – όχι σε optimum συμβιβασμό– εσύ θα έχεις εγγράψει υποθήκη ότι ο πιστωτής έχει βαρύτατη ευθύνη για το τελικό αποτέλεσμα που σου επέβαλε η λάθος πολιτική του. Έκανες το ιστορικό «κούρεμα» του 2012 πολύ αργά και με λάθος τρόπο και είσαι πάλι στο 170%. Δεν έχουν ευθύνη; Ο πιστωτής –η Ευρωζώνη τώρα- πρέπει να μοιραστεί τις ευθύνες με τον υπό έλεγχο δανειζόμενο συμμετέχοντας στην απομείωση του χρέους. Άρα λοιπόν χτίζεις σε βάθος χρόνου μια διαπραγματευτική θέση και δεν λες «αφού δεν δέχονται το ονομαστικό κούρεμα, το αφήνω, αυτολογοκρίνομαι προκαταβολικά». Τι σημασία έχει αυτό; Εσύ πρέπει να δουλέψεις μακροπρόθεσμα. Κρατάς το «κούρεμα» στην ημερήσια διάταξη. Πολύ περισσότερο που η οριστική αναδιάρθρωση του χρέους δεν θα είναι ένα μονόπρακτο έργο. Θα περάσει από μία, δύο, πιθανόν τρεις φάσεις απομείωσης του χρέους ανάλογα και με την πορεία της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας οικονομίας. Συνήθως όταν γίνεται μια αναδιάρθρωση χρέους δίχως έκτακτη αναπτυξιακή υποστήριξη ακολουθεί μετά 8-10 χρόνια η επόμενη αναδιάρθρωση. Σ’ εμάς θα’ ρθει πιο γρήγορα η δεύτερη αναδιάρθρωση.

Εδώ υπάρχουν μια σειρά τεχνικά ζητήματα και απευθύνομαι ιδιαίτερα στην πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι σωστό να λέμε ότι μεταθέτουμε ή εντάσσουμε τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους στο ευρύτερο πρόβλημα, διότι πράγματι το χρέος είναι παγκόσμιο ζήτημα και έχουμε ένα «βουνό» από χρέη που η παγκόσμια οικονομία δεν μπορεί να τα σηκώσει και αναγκαστικά θα μπούμε το επόμενο διάστημα σε πολύμορφες διαγραφές χρεών είτε δημόσιων είτε ιδιωτικών.

Το ίδιο ζήτημα είχαμε και τη δεκαετία του ’30, με μαζικές «διαγραφές» χρέους. Ήταν η περίοδος ας πούμε του Fisher Plan, να τιμήσουμε και τον Irving Fisher. Τον διακεκριμένο οικονομολόγο. Η Ελλάδα φερειπείν είχε τότε ελάφρυνση 43% στο χρέος της. Και μετά στη δεκαετία του ’80 είχαμε ελάφρυνση των χρεών κυρίως της Λατινικής Αμερικής μέσω του Brady Plan, του Nicholas Brady. Τώρα ενδεχομένως -δεν το βλέπω προς το παρόν-μπορούμε να το πούμε Draghi Plan. Όμως με τη γενίκευση του ζητήματος ενδεχόμενα να πέσουμε σε μια παγίδα. Να μας πουν όταν μεταθέτουμε το ελληνικό πρόβλημα στο ευρύτερο –το εξαιρετικά πολύπλοκο-, να μας πουν «άντε γεια, τα λέμε όταν ωριμάσει το ζήτημα στο μέλλον». Καταλάβατε τι θέλω να πω; Ο βαθμός μετάθεσης ενός προβλήματος στο μεγάλο παγκόσμιο πρόβλημα μπορεί να σημαίνει άμεσα «άντε γεια». Διότι που να περιμένεις εσύ πότε και πώς θα διευθετηθεί το ιταλικό ζήτημα; Εκεί είναι πολλά τα λεφτά. Εκτός βέβαια εάν υιοθετήσετε ένα σχέδιο που κυκλοφορεί –εγώ λέω προσοχή– σε ακαδημαϊκούς κύκλους και της Αριστεράς δηλαδή μια εναλλακτική παραλλαγή του λεγόμενου PADRE Plan (Politically Acceptable Debt Restructuring in the Eurozone) των C. Wyploz και P. Paris. Αναθέτουμε δηλαδή στην ΕΚΤ να μετατραπεί κατά κάποιον τρόπο σε μια γιγάντια Goldman Sachs, μια σούπερ Επενδυτική Τράπεζα, ένα Λεβιάθαν bad bank(κακή τράπεζα) – πράγμα που δεν έχει συμβεί ποτέ στην παγκόσμια ιστορία – η οποία θα κάνει το σούπερ swap -επίσης πρωτοφανές στην παγκόσμια οικονομία- του μισού χρέους της Ευρωζώνης και μάλιστα μ’ ένα χρονικό ορίζοντα πολλών δεκαετιών. Παραβλέπω προς το παρόν το ηθικό ζήτημα μιας τέτοιας δυσανάλογης μετάθεσης του βάρους στις επόμενες γενιές οι οποίες στην Ελλάδα πρέπει να σηκώσουν και το αβάσταχτο φορτίο του Ασφαλιστικού – δημογραφικού προβλήματος. Παραβλέπω αυτή τη στιγμή ότι μ’ αυτή τη διευθέτηση πράγματι αποφεύγεις το σκόπελο «κούρεμα» και τη μετάθεση των βαρών στους φορολογούμενους των άλλων χωρών της Ευρωζώνης. Σημειώνω πάντως ότι πιο εύκολα περνά στα κοινοβούλια ακόμα και το «κούρεμα» παρά αυτή η πρόταση.

Αυτό το PADRE Plan είναι πάρα πολύ μεγάλο για να το αντέξει η σημερινή Ευρώπη και έχει κινδύνους διότι κι εδώ ισχύει ο «Κανόνας των Δύο». Έχουμε δύο ημισφαίρια στον εγκέφαλο, δύο πνευμόνια, δυο χέρια, δυο πόδια και εάν χαλάσει το ένα, μένεις με το άλλο. Δεν έχουμε εναλλακτική δηλαδή σε αυτή την μεγάλη, την ιστορική υπερδέσμευση επί επτά δεκαετίες και εάν πάει κάτι στραβά μπορεί ο Επενδυτικός Λεβιάθαν να εξελιχθεί σε υδρογονοβόμβα για την παγκόσμια οικονομία. Το λέω αυτό διότι κατά τη συζήτηση του πρώτου μνημονίου, του πρώτου μεσοπρόθεσμου όταν έφεραν τις προβλέψεις τους οι ξένες και ελληνικές μεγαλοφυΐες είχα πει στη Βουλή ότι επρόκειτο για τον κύκλο μαθηματικών «Ωραίο θεώρημα, παντελώς ανεφάρμοστο». Είναι τα λεγόμενα μαθηματικά του μπιλιάρδου σε κυρτή επιφάνεια, όπου είναι αδύνατον να κάνεις οποιαδήποτε βάσιμη πρόγνωση. Οι ακαδημαϊκές ασκήσεις είναι χρήσιμες αλλά δεν είναι πολιτική. Αυτό πρέπει να το αποφύγουμε και η ευόδωση της στρατηγικής ενός κόμματος της Αριστεράς απαιτεί να τα βγάλει πέρα με επιτυχία υποχρεωτικά με τα 3 Α και το 1 Π. 3 Α: Αβεβαιότητα – Αστάθεια – Ασάφεια (άγνωστοι – άγνωστοι). Και το Π: πολυπλοκότητα.

Ετεροχρονισμός Δέκα Πηγών Ρίσκου


Είπε ορθότατα ο κ. Τσακαλώτος ότι απουσιάζει η αίσθηση του επείγοντος στον προϋπολογισμό. Ήθελα να σας πω δύο τρεις σκέψεις επ’ αυτού και δυστυχώς επανέρχομαι στο 2009 –στο «Ε, Πρόεδρε»- πριν τις εκλογές. Στο «Μια Ωρολογιακή Βόμβα: ο συγχρονισμός όλων των κρίσεων, όλων των δαιμόνων». Η συγκυρία είναι βέβαια διαφορετική από το 2009 αλλά το φάντασμα ενός ενδεχόμενου συγχρονισμού πολλών πηγών ρίσκου το 2015 κρέμεται πάνω από τα κεφάλια μας.

Δηλαδή, όταν αναλαμβάνεις την κυβέρνηση εν μέσω κρίσης ή στα απόνερά της σε ενδιαφέρει να μην συγχρονιστούν τα τεκτονικά ρήγματα, να μην συγχρονιστούν οι σεισμικές δονήσεις. Κάνεις δηλαδή ένα ετεροχρονισμό των κρίσεων, μια μερική αποσύνδεση της μιας πηγής ρίσκου από την άλλη και να μου επιτρέψετε επιγραμματικά να αναφέρω μερικές πηγές ρίσκου.

Πρώτη, είναι η ίδια η Ευρωζώνη, όπου αν δεν συμβεί κάτι συνταρακτικό -πέρα από τις μετέωρες, χλιαρές δεσμεύσεις Ντράγκι και Γιούνκερ- θα γλιστράει στην στασιμότητα οριστικά, στον αποπληθωρισμό, στο σύνδρομο χρόνιας απουσίας ζήτησης. Αυτή η παγίδα στασιμότητας ή νέας ύφεσης στην Ευρώπη είναι μια μεγάλη πηγή ρίσκου για την Ελλάδα καθώς δεν προβλέπεται καμιά πλημμυρίδα που θα σηκώσει και τις «βάρκες» μαζί με τα «υπερωκεάνια». Οι αντιθέσεις Γαλλίας – Ιταλίας και Βρετανίας (ΗΠΑ) με την Γερμανία μας δίνουν κάποιες ευκαιρίες αλλά πρέπει να προσέχει κανείς πώς τις διαχειρίζεται για να επωφελείται η εθνική του στρατηγική κι όχι να γινόμαστε «λαγοί» στο ξεκαθάρισμα λογαριασμών των μεγάλων δυνάμεων. Σκεφτείτε ότι η Ρωσία -με τόσες πλουτοπαραγωγικές πηγές, με αποθεματικό 430 δισ. δολάρια δεσμευμένο σε ταμεία συνταξιοδοτικά- δεν μπόρεσε να δανειστεί πρόσφατα δίνοντας 10,6% επιτόκιο, με έντοκα γραμμάτια ενός εξαμήνου! Θέλω να καταλάβουμε την φυσιογνωμία των καιρών, την πολυπλοκότητα τους. Πρώτη λοιπόν πηγή ρίσκου το ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον

Δεύτερη πηγή ρίσκου: Ελλάδα – αγορές. Αυτή τη στιγμή δανειζόμαστε με 2% και θα πάμε στο 8% συν με αυστηρή επιτήρηση. Η πειθαρχία των αγορών –ανύπαρκτη στην εποχή της φούσκας- ίσως αποδειχθεί σκληρότερη κι από της τρόικας. Και προφανώς υπάρχει ένα χαιρέκακο ένστικτο από την πλευρά της Ν.Δ. ότι μπορεί αύριο να έρθει μια άλλη κυβέρνηση που θα πρέπει να βάλει την ουρά στα σκέλια και να ξαναπάει στους Γερμανούς για λεφτά αν πεταχτεί εκτός αγορών. Δυστυχώς οι αριθμοί του προϋπολογισμού ακόμα και στο υπεραισιόδοξο κυβερνητικό σενάριο –καθαρά πολιτικού εκλογικού κύκλου- δεν μας βγάζουν από τη ζώνη υψηλού κινδύνου, τη ζώνη junk bonds. Η ενδεχόμενη αύξηση κατά 2% του ΑΕΠ αναβαθμίζει τη θέση μας κατά 0,25 βαθμούς στις αξιολογήσεις των αγορών. Η μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά 8% -δύσκολη σε συνθήκες αποπληθωρισμού- μας δίνει μια αναβάθμιση το πολύ 0,30%. Μια μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος κατά 3 μονάδες δικαιολογεί μια αναβάθμιση 0,25. Μια ικανοποιητική –ελάχιστα πιθανή- αύξηση της εμπιστοσύνης στη διακυβέρνηση (τελικά αποτελέσματα στη φοροδιαφυγή, αύξηση της παραγωγικότητας στη διοίκηση, ικανότητα της κυβέρνησης να βάζει στόχους και να τους πραγματοποιεί, πολιτική σταθερότητα με ή χωρίς εκλογές το 2015) μπορεί να μας αναβαθμίσει κατά μισό βαθμό. Δηλαδή ακόμα και στο πιο αισιόδοξο σενάριο το κρίσιμο πρώτο εξάμηνο του 2015 η Ελλάδα το πολύ να αναβαθμίσει τη θέση της κατά μισό έως ένα βαθμό και συνεπώς παραμένει σε ζώνη υψηλού κινδύνου είτε μ’ αυτό το κυβερνητικό σχήμα είτε μετεκλογικά μ’ ένα άλλο.

Τρίτη πηγή ρίσκου είναι ο τραπεζικός χώρος. Έχουμε στην καλύτερη περίπτωση 75 δισεκατομμύρια ευρώ «κόκκινα δάνεια» που πρέπει να ρυθμιστούν σιγά σιγά ανάλογα με την ανάκαμψη. Πραγματικός Γολγοθάς. Εδώ οι πολιτικοί αυτοσχεδιασμοί θα έχουν απρόβλεπτες συνέπειες. Χρειάζεται προσοχή. Μπορεί ασφαλώς να τα βγάλει πέρα το πιστωτικό σύστημα υπό προϋποθέσεις, αλλά μην ξεχνάτε ότι λήγουν το Μάρτη  – ο Μάρτης θα είναι θερμός πολιτικά, μπούζι οικονομικά- τα εγγυημένα κρατικά ομόλογα που έδιναν ως ενέχυρο οι τράπεζες για να πάρουν λεφτά από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Δηλαδή πρέπει να βρουν από τις αγορές ή τους καταθέτες 30 δισ. ευρώ για να καλύψουν αυτή την ιστορία. Είμαστε σε μια πολύ λεπτή ζώνη αβεβαιότητας και υπάρχουν και ρητορικοί τυχοδιωκτισμοί – δεν θέλω καν να ξεστομίσω αυτά που ακούστηκαν πρόσφατα από ορισμένους επιπόλαιους της κυβερνητικής πλευράς.

Τέταρτη πηγή ρίσκου βρίσκεται στην πραγματική οικονομία. Όσοι ασκούμαστε λίγο στα μαθηματικά, λέγαμε από την αρχή του 2010 ότι η πτώση της ελληνικής οικονομίας, αν δεν υπάρξουν άλλες αναπτυξιακές αντισταθμίσεις, θα είναι γύρω στο 30%. Γιατί; Υπολογίζεις πόσο Α.Ε.Π. προέκυψε από την υπερβολική πιστωτική επέκταση του κράτους και των ιδιωτών και βγάζεις περίπου ένα 30%. Στο τέλος του 2013 ήμασταν στο 27% κάτω, επομένως, μπορεί κανείς να πει θεωρητικά ότι προσεγγίζουμε έναν πάτο, αλλά ο πάτος αυτός είναι πάντα θεωρητικός. Ανά πάσα στιγμή μπορεί να υπάρξει γλίστρημα, η αναιμική ανάπτυξη μπορεί να μην είναι διατηρήσιμη, αυτό το Greecovery που λέει κι ο Economist προχθές. Είναι άλλωστε εξαρτημένο υπερβολικά από τον τουρισμό και μια σειρά από άλλους ασταθείς παράγοντες.

Πέμπτη πηγή ρίσκου βρίσκεται στο Ασφαλιστικό σύστημα και θα προσθέσω άλλη μια πηγή ρίσκου, έκτη, που είναι τα ελληνοτουρκικά, η ΑΟΖ της Κύπρου και τα σχετικά με τις πετρελαικές έρευνες.

Όλες αυτές τις πηγές ρίσκου η κυβερνητική πλευρά τις μετονομάζει σε μια και μοναδική πηγή ρίσκου, την Προεδρική Εκλογή. Όλα εκεί τα ανάγει.

Πράγματι υπάρχει πολιτικό ρίσκο. Πρώτον, η αποτυχία του success story που θα βγαίναμε υποτίθεται καθαρά στις αγορές με αυτό τον ερασιτεχνικό κακότεχνο τρόπο. Βλέπουμε τώρα τι συνέβη. Ένα επιπλέον πολιτικό ρίσκο, δεύτερο, είναι και οι εκλογές, οι οποίες πάντα έχουν ένα βαθμό αβεβαιότητας. Μετά τις εκλογές, άλλη πηγή ρίσκου, τρίτη, είναι ο σχηματισμός βιώσιμου κυβερνητικού σχήματος, έχει και αυτό μια αβεβαιότητα. Μετά τον σχηματισμό του κυβερνητικού σχήματος και εν μέσω κρίσης, τέταρτη πηγή ρίσκου είναι οι αντοχές του νέου κυβερνητικού σχήματος, των νέων κυβερνητικών κομμάτων, του νέου πολιτικού και κοινωνικού συνασπισμού που θα διασφαλίσει μια αλλαγή προς το καλύτερο με διάρκεια και προοπτική. Δηλαδή παρουσιάσαμε δέκα πηγές ρίσκου.

Η αναφορά στο ρίσκο δε σημαίνει να κάτσει κανείς στ’ αυγά του, να υποκαταστήσει τη δημοκρατία και την ψήφο του λαού με την ψήφο των αγορών. Δεν σημαίνει συντηρητική αποδοχή του στάτους κβο. Ωστόσο υπογραμμίζει ότι δεν θα πολιτευόμαστε ελαφρά τη καρδία, δεν θα σχεδιάζουμε το άμεσο μέλλον δίχως να αξιολογούμε συγκριτικά το ρίσκο στις διαθέσιμες επιλογές μας. Σε κάθε περίπτωση τα κυβερνητικά κόμματα και αυτά που φεύγουν και αυτά που έρχονται, πρέπει οπωσδήποτε να κάνουν διαχείριση αβεβαιότητας, διότι, αυτή είναι η ουσία της πολιτικής: Εναλλακτικές λύσεις και διαχείριση κινδύνων. Δηλαδή καλούνται τα κόμματα να ετεροχρονίσουν στο μέτρο του δυνατού τις πηγές του ρίσκου, να αποσυνδέσουν μερικά έστω τις πηγές του ρίσκου. Και εδώ σταματώ. Δεν είναι της ώρας, στη συζήτηση του προϋπολογισμού, η περαιτέρω συγκεκριμενοποίηση.

Το «τίποτα» με το «πουθενά»


Επί χρόνια προσπαθούσα να πω στους Υπουργούς Οικονομικών και στους εναλλασσόμενους κεντρικούς τραπεζίτες, ότι η παραδοσιακή νομισματική πολιτική εν μέσω κρίσης δεν θα έχει αποτελέσματα, δεν μπορεί να μεταβιβαστεί στην πραγματική οικονομία, ούτε ακόμη και αν κάνεις το βασικό επιτόκιο 0, όπως και έγινε περίπου. Όλοι οι Διοικητές της Τράπεζας της Ελλάδος και οι Υπουργοί Οικονομικών έλεγαν μέχρι πρόσφατα ότι αυτά δεν γίνονται, αυτά  είναι έξω από την ιδρυτική σύμβαση της Ευρωζώνης,. Κι όμως βγαίνει και τους αδειάζει ο Ντράγκι και λέει ότι θα αγοράσει assets. Ο Υπουργός μας, ο κ. Χαρδούβελης, τον οποίο και κυνηγώ μάταια επί τέσσερις μήνες να έλθει στη Βουλή για αυτές τις συνεχείς επίκαιρες ερωτήσεις μου, είπε στη Γερμανία ότι εναποθέτει όλες του τις ελπίδες στην αγορά ενυπόθηκων ομολόγων –  ABS! Αυτή η αγορά –μικρή και αμφισβητήσιμη- δεν αφορά τόσο εμάς, ούτε την πραγματική οικονομία, ούτε την απασχόληση, το πολύ πολύ οι μέτοχοι να κερδίζουν κάτι παραπάνω. Θα έπρεπε να διεκδικήσουμε, και αυτός θα ήταν ένας optimum συμβιβασμός -υπέρ και των Γερμανών που έχουν προβληματικές υποδομές- να εκδώσει ομόλογα ενός τρισεκατομμυρίου ευρώ η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, να τα αγοράσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τα οποία θα πήγαιναν σε δημόσιες επενδύσεις για υποδομές, δίκτυα, καινοτομία, σχέδια υψηλής προστιθέμενης αξίας σε κάθε περίπτωση. Η απόλυτη σιωπή των Υπουργών Οικονομικών είναι εύγλωττη.

Τώρα, ο Γιούνκερ μας είπε σήμερα ότι θα βάλει 21 δισεκατομμύρια (16 +5) -όχι καινούργια λεφτά, παλιά λεφτά, ανακυκλωμένα- θα τα μοχλεύσει επί 15 και θα τα κάνει υποτίθεται 315 δισεκατομμύρια. Ούτε το μέγεθος φτάνει και έχουμε και την πικρή εμπειρία του πρόσφατου παρελθόντος καθώς η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων απέτυχε να ενεργοποιήσει και τα προηγούμενα αναπτυξιακά κονδύλια, διότι, θα έπεφτε η πιστοληπτική της αξιολόγηση, το φετίχ ΑΑΑ! Τώρα πάλι, αντί να βάλουνε φρέσκο, ζεστό χρήμα και να πούμε 100 δισ. με μόχλευση επί δέκα, να πάμε στο 1 τρισεκατομμύριο ώστε να κινητοποιηθούν πραγματικά ιδιωτικά κεφάλαια, βασίζονται ακόμη μια φορά στη «μαύρη μαγεία» των λόγων της Πυθίας-Ντράγκι. Εμείς, αν ενεργοποιηθεί αυτό το ευρωπαϊκό σχέδιο, τι στόχους έχουμε όσον αφορά το μέγεθος του, τη δομή του, τη λειτουργία του και τι ώριμα επενδυτικά έργα, κύριε Υπουργέ, έχετε στο συρτάρι σας για να τα προτείνετε ώστε να τα χρηματοδοτήσει η Ε.Ε.; Η σιωπή των δύο Υπουργείων, Οικονομικών και Ανάπτυξης, είναι εκκωφαντική. Ίσως έχουν δίκιο οι Γερμανοί κι άλλοι εταίροι όταν μας λένε ότι περάσαμε και φάσεις δημόσιας υπερεπένδυσης και όμως συνδέσαμε το «τίποτα» με το «πουθενά», δηλαδή, με ελάχιστα αποτελέσματα στην πραγματική οικονομία, στην παραγωγή, στην παραγωγικότητα και την εξωστρέφεια του παραγωγικού μας μοντέλου.



Δημοφιλείς αναρτήσεις