Τράπεζες “διαμάντια” με βαθμολογία “σκουπιδιών”

“Αν τραβήξει κανείς μία φωτογραφία ένα δάσος την ώρα που καίγεται θα αποτυπώσει μόνο το μέγεθος της ζημίας που η πυρκαγιά θα έχει προκαλέσει μέχρι εκείνη τη στιγμή.

Προκειμένου να διαπιστώσει το τελικό μέγεθος της ζημίας, θα πρέπει να περιμένει μέχρι η φωτιά να σβύσει οριστικά.





Αυτό ισχύει και με τις ελληνικές τράπεζες που καίγονται αδιάκοπα από το ξέσπασμα της διεθνούς χρηματοοικονομικής κρίσης και όσες ‘φωτογραφίες’ και αν τραβήχτηκαν από τις εκάστοστε κυβερνήσεις έκτοτε, στην προσπάθεια να αξιολογηθεί η βλάβη που είχαν υποστεί, αποδείχτηκαν, απλώς, εικόνες της στιγμής.

Αυτό ακριβώς συνέβη το 2007, με τον τότε πρωθυπουργό της χώρας να δηλώνει πως ο ελληνικός τραπεζικός κλάδος ήταν απολύτως ασφαλής και ανεπηρεάστος απ’ την κρίση , μόνο για να αναγκαστεί το επόμενο έτος να προχωρήσει στην έγκριση ενός πακέτου κρατικών εγγυήσεων, μαμούθ, για τις τράπεζες, αξίας 28 δις ευρώ.

Το πακέτο εκείνο που απλώς άνοιξε έναν κύκλο αέναης στήριξης των τραπεζών, θεωρήθηκε, αρχικά, πως θα ήταν αρκετό για να λύσει τα προβλήματος τους δια παντός. Μάλιστα, κρίθηκε τόσο επαρκές που είχε παρασχεθεί με τον όρο σημαντικό τμήμα των χρημάτων από αυτό να στραφεί προς την ελληνική οικονομία.

Βέβαια, όχι μόνο δε συνέβη ποτέ αυτό αλλά από τότε και μέχρι σήμερα, ενώ οι ελληνικές τράπεζες χαρακτηρίστικαν ασφαλείς από όλες τις κυβερνήσεις που ακολούθησαν. κατέληξαν ναχρειαστούν στήριξη από κάθε μία από αυτές, λαμβάνοντας, αθροιστικά, κρατικές εγγυήσεις και στήριξη με κρατικά κεφάλαια που ξεπερνούν τα 200 δις ευρώ (βλέπε σχετικά: παγκόσμιο ρεκόρ κρατικής ενίσχυσης προς τις τράπεζες).

Επιπλέον, χρειάστηκαν ανεκαφαλαιοποίηση από ιδιωτικές πηγές ενώ εν όψει των stress tests της ΕΚΤ που μόλις ολοκληρώθηκαν, η ελληνική κυβέρνηση φρόντισε να τις στηρίξει, εκ νέου, με κρατικά κεφάλαια, μέσω της μετατροπής του αναβαλλόμενου φόρου σε φορολογικές πιστώσεις (DTC) έναντι του Δημοσίου, σε μία απόφαση της οποίας το κόστος για τους πολίτες και αντίστοιχα η ωφέλεια για τις τράπεζες θα είναι μεταξύ 3-5 δις ευρώ (εκτίμηση Bloomberg).

Ο πακτωλός αυτός εγγυήσεων και κεφαλαίων προς τις τράπεζες ήταν αρκετός για να αντισταθμίσει, με το παραπάνω, τις απώλειες που κατέγραψαν από την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, την οποία αναγκάστηκαν να αποδεχτούν αφού πρώτα έκαναν τα πάντα για να την αποτρέψουν, φουντώνοντας τη φωτιά που, πέρα από το κράτος και τους Έλληνες, τελικά έκαψε και τις ίδιες.

Ωστόσο, η φωτιά αυτή εξακολουθεί να μαίνεται και η έκταση της ζημίας που, τελικά, θα προκαλέσει σε όλους είναι ακόμη άγνωστη και το μόνο σίγουρο είναι πως θα είναι μεγαλύτερη από τη σημερινή.

Ενδεικτικό αυτού, είναι το γεγονός πως στα διόμιση, περίπου, χρόνια από την εκλογή Σαμαρά στην πρωθυπουργία της χώρας, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, σχεδόν, διαπλασιάστηκαν, αγγίζοντας, πλέον, τα 80 δις ευρώ (βλέπε σχετικά: Η αλήθεια για τα stress tests) και αυξανόμενα με εκρηκτικούς ρυθμούς, πέραν των πιο απαισιόδοξων προβλέψεων.

Ταυτόχρονα, η αξία των περιουσιακών στοιχείων με τα οποία οι τράπεζες έχουν καλύψει, τμήμα, των δανείων αυτών, έχουν υποστεί συντριπτική μείωση, κυρίως, εξαιτίας της συνεχιζόμενης κατάρρευσης των τιμών στην αγορά κατοικίας.

Το αποτέλεσμα των παραπάνω είναι πως παρά την κρατική στήριξη ρεκόρ, οι ελληνικές τράπεζες εξακολουθούν να θεωρούνται, με τα διεθνή στάνταρντ, ως πιστωτικά ιδρύματα εξαιρετικά μεγάλου ρίσκου και γι’ αυτό να βαθομολογούνται από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης με CCC+ (βλέπε εικόνα που συνδεύει το άρθρο), βαθμολογία που τις τοποθετεί στην κατηγορία “junk” (σκουπίδια) και είναι η χαμηλότερη μεταξύ όλων των τραπεζών των αναπτυγμένων κρατών και από τις χαμηλότερες όλων των τραπεζών διεθνώς.


Με τη βαθμολογία αυτή οι ελληνικές τράπεζες είναι αδύνατο να καλύψουν τη χρηματοδότηση τους από τις αγορές κεφαλαίων και να προγραμματίσουν ένα μέλλον στηριζόμενο στις δικές τους δυνάμεις και αν ή το πιθανότερο όταν χρειαστούν και πάλι ενίσχυση θα πρέπει να στραφούν για άλλη μια φορά προς το κράτος.

Πρακτικά, μάλιστα, αυτό έχει ήδη συμβεί με την κυβέρνηση Σαμαρά να έχει προχωρήσει στην υιοθέτηση νομοθεσίας που ανοίγει διάπλατα την πόρτα στην κατάσχεση περιουσίας των πολιτών, ως συμπληρωματικής μελλοντικής μορφής χρηματοδότησης των αναγκών των τραπεζών, που είναι σχεδόν δεδομένο ότι θα προκύψουν.

Παρά την προσπάθεια, λοιπόν, της κυβέρνησης να παρουσιάσει τις ελληνικές τράπεζες ως διαμάντια, η αλήθεια είναι πως εξακολουθούν να κατατάσσονται στην κατηγορία ‘junk’ (‘σκουπίδια’) και όσο η Ελλάδα θα καίγεται απ’ τη φωτιά που μαίνεται εδώ και χρόνια και καταστρέφονται την οικονονομία και την κοινωνία, τόσο οι συνέπειες θα επιστρέφουν στις τράπεζες και αυτές με τη σειρά τους θα στέλνουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο,το λογαριασμό στους πολίτες ...”