“Το ανέκδοτο των επενδύσεων: Εφεξής, όσοι επιθυμούν να κάνουν επενδύσεις στην Ελλάδα, αν βέβαια τούς έλθει ποτέ μια τέτοια τρελλή ιδέα, θα πρέπει να ζητούν άδειες από διαπλεκόμενους καναλάρχες και επιχειρηματίες, από το Συμβούλιο της Επικρατείας, από τα πολιτικά κόμματα και, παρεμπιπτόντως, από την κυβέρνηση.
του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου στο European BusinessΘα παρακαλούσαμε τους κ.κ. υπουργούς, τραπεζίτες, οικονομολόγους και λοιπούς περί την οικονομία ειδήμονες να μην μάς ζαλίζουν με στομφώδεις πομφόλυγες περί αναπτύξεως. Η χώρα αυτή και οι κάτοικοί της δεν θέλουν ούτε επενδύσεις, ούτε ανάπτυξη, ούτε πρόοδο –τίποτε που να κλονίζει τον περίφημο «ελληνικό καπιταλισμό», ο οποίος δήθεν θα ανατραπεί από τις δυνάμεις της «προόδου». Η χώρα αυτή βρίσκεται μεν στην 31η θέση των πλουσιοτέρων χωρών του κόσμου, αλλά το πώς βρέθηκε εκεί και ποιες είναι οι προοπτικές της για το μέλλον είναι μια άλλη ιστορία.
Το ελληνικό μεταπολεμικό «θαύμα» οφείλεται πρωτίστως σε τρεις βασικούς παράγοντες: στην πλουσιοπάροχη αμερικανική βοήθεια στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, στην αναπροσαρμογή του Σπύρου Μαρκεζίνη που άνοιξε τον δρόμο για την ένταξή μας στο ευρωπαϊκό μόρφωμα 28 έτη αργότερα και στον άκρατο δανεισμό της μετά την ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα εποχής. Δανεισμός που συμπληρώθηκε και από σημαντικές κοινοτικές ενισχύσεις, οι οποίες σε κάποια φάση έφθασαν να αντιπροσωπεύουν το 6% του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος μας.Αυτές οι ισχυρές κεφαλαιακές ενισχύσεις, οι οποίες στην ουσία υποκαθιστούσαν το εσωτερικό έλλειμμα αποταμιεύσεως, αντί να συμβάλλουν στον σταδιακό εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας και της κοινωνικής διαρθρώσεως της χώρας, έδωσαν την μεγάλη ευκαιρία στο πολιτικό σύστημα να δημιουργήσει σε θεσμικό επίπεδο κλειστές δομές, αρκετά συγγενείς με αντίστοιχες στις γειτονικές μας, τότε υπό κομμουνιστικό καθεστώς, χώρες.
Με βάση έτσι αυτό το πρότυπο, όπως τόνισε προσφάτως στην Αθήνα σε μία ενδιαφέρουσα ομιλία του ο καθηγητής του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μασαχουσέτης Ντάρον Ατζέμογλου, αντί η Ελλάδα να ανοιχθεί στον κόσμο και να ενσωματωθεί στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας, έγινε μία κλειστή θεσμικά χώρα, χαμηλής παραγωγικότητας και μη ανταγωνιστική. Κατά συνέπεια, παρά την συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ευρωζώνη, η σημερινή Ελλάδα είναι μία κλειστή οικονομία, με υπερμέγεθες παρεμβατικό και προστατευτικό κράτος, το οποίο στην διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου μοίραζε προσόδους και προνόμια στους πολιτικούς πελάτες του και προστάτευε συγκεκριμένα ολιγοπωλιακά επιχειρηματικά συμφέροντα. Αυτά της διαπλοκής και της αποκρουστικής στις μέρες μας αντιμεταρρυθμιστικής συμμαχίας.Ακόμα χειρότερα, η συμμαχία αυτή, παρά το γεγονός ότι οδήγησε την χώρα στην πτώχευση, στην παρούσα φάση δεν έχει ούτε καν το αίσθημα της αυτοσυντηρήσεως. Προσπαθεί έτσι με νύχια και με δόντια να αποτρέψει κάθε μέτρο που θα βοηθούσε την χώρα να βγει από την θεσμική της μιζέρια. Εσχάτως δε, στους πολιτικούς συμμάχους της αντιμεταρρυθμιστικής συμμαχίας προσετέθη και η ελληνική δικαιοσύνη, η οποία, αντί να ασχολείται με τα σοβαρά προβλήματά της, επιδιώκει να είναι και ρυθμιστής της οικονομίας –και το τεράστιο πρόβλημα των καθυστερήσεων στην απονομή δικαιοσύνης γίνεται οξύτερο, με δικαστικές αποφάσεις οι οποίες τρέπουν πλέον εις φυγήν ακόμα και τους πλέον παράτολμους επενδυτές.
Έτσι, το κράτος των κλειστών θεσμών και της χωρίς όρια διαπλοκής είναι πλέον αυτοπαγιδευμένο σε αυτό το φαινόμενο που ο καθηγητής Ντ. Ατζέμογλου αποκαλεί «θεσμική παγίδα του μεσαίου εισοδήματος» (Middle Income Institutional Trap). Η δε έξοδος από την παγίδα αυτή –το μέγεθος της οποίας δεν γνωρίζουμε κατά πόσον έχουν συνειδητοποιήσει και οι δανειστές μας– είναι πρακτικά αδύνατη αν δεν προηγηθούν ριζικές θεσμικές ανατροπές.Πώς, όμως, μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο σε μία ακίνητη κοινωνία; Τα πιο δυναμικά, τολμηρά και παραγωγικά άτομα της χώρας μεταναστεύουν σε πιο φιλόξενους και ανοικτούς στην δημιουργία προορισμούς. Ένα άλλο σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού μας έχει προσβληθεί από δημοσιοπληξία και αδυνατεί να προσχωρήσει σε νέες μορφές νεωτερικότητος και πρωτοβουλιών. Περίπου τρία εκατομμύρια Νεοέλληνες είναι συνταξιούχοι και με το ζόρι τα φέρνουν βόλτα. Οι δε ενεργοί συμπολίτες μας, αν αποφασίσουν να αυτοεπιχειρήσουν, αντιμετωπίζουν γραφειοκρατία, έλλειψη ρευστότητος, αδιαφορία και μία διάχυτη κακομοιριά που καταστρέφει κάθε ίχνος αισιοδοξίας.
Σε πολιτικό επίπεδο, η κατάσταση είναι θλιβερή και κάποιες φωνές που προσπαθούν να αρθρώσουν έναν διαφορετικό πολιτικό λόγο μπαίνουν στην απομόνωση.Έτσι, μία χώρα που διαθέτει πολλά και σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα για να προκόψει, αυτοκαταδικάζεται στην περιθωριοποίηση λόγω δραματικής θεσμικής ανεπάρκειας σε όλα τα επίπεδα.
Σε τελική ανάλυση, το μήνυμα που περνά προς τα έξω είναι ότι, παρά την υπερχρέωσή της, η Ελλάδα λέει «όχι, δεν θέλουμε ανάπτυξη».Τής αρκεί η κακομοιριά του σκοτεινού γραφειοκρατικού και θρασύτατου άρπαγος της διαπλοκής.
Και εις ανώτερα ...”