“Εν μέσω της απεργίας και της πολιτικής επιστράτευσης, αλλά και του «δημοψηφίσματος» για την μικρή ΔΕΗ, πέρασε απαρατήρητη η «αποκάλυψη» ότι στην Ελλάδα υπάρχουν, στον ιδιωτικό τομέα κατά κύριο λόγο, 1 εκ. «αόρατοι» εργαζόμενοι.
Πρόκειται για στοιχεία του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, σύμφωνα με τα οποία έχουμε 500 χιλ ανασφάλιστους, 300 χιλ. μπλοκάκια (πάροχοι εξαρτημένης μισθωτής εργασίας, που παρουσιάζονται ως ελεύθεροι επαγγελματίες, στερούμενοι θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων) και 200.000 εργαζομένους με πλήρες ωράριο που αμείβονται και δηλώνονται όμως ως μερικώς απασχολούμενοι. Σ’ αυτούς προσθέστε και τους τουλάχιστον 500.000 χιλιάδες απλήρωτους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, που αντιμετωπίζουν καθυστέρηση πληρωμής των μισθών τους από δύο μήνες έως και ένα χρόνο.
Πρόκειται για στοιχεία του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, σύμφωνα με τα οποία έχουμε 500 χιλ ανασφάλιστους, 300 χιλ. μπλοκάκια (πάροχοι εξαρτημένης μισθωτής εργασίας, που παρουσιάζονται ως ελεύθεροι επαγγελματίες, στερούμενοι θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων) και 200.000 εργαζομένους με πλήρες ωράριο που αμείβονται και δηλώνονται όμως ως μερικώς απασχολούμενοι. Σ’ αυτούς προσθέστε και τους τουλάχιστον 500.000 χιλιάδες απλήρωτους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, που αντιμετωπίζουν καθυστέρηση πληρωμής των μισθών τους από δύο μήνες έως και ένα χρόνο.
Πρόκειται για έναν τεράστιο αριθμό απασχολούμενων στον ιδιωτικό τομέα, οι οποίοι δεν απεργούν, δεν συνδικαλίζονται (γιατί ουδέποτε οι επαγγελματίες συνδικαλιστές των κομμάτων ενδιαφέρθηκαν γι’ αυτούς), δεν φοροδιαφεύγουν, δεν έχουν μονιμότητα, δεν μπήκαν (κατά κανόνα) με ρουσφέτι, δεν έχουν ασφαλιστικά προνόμια και λαμβάνουν –όταν πληρώνονται- αμοιβές πολύ χαμηλότερες από τους συναδέλφους τους του δημοσίου και των ΔΕΚΟ. Από αυτούς δε προέρχεται και η συντριπτική πλειοψηφία των ανέργων που προσεγγίζουν σήμερα το 1,5 εκ.
Κι όμως αν ακούσει κανείς το δημόσιο διάλογο, τα δικά τους κοινωνικά προβλήματα ελάχιστα απασχολούν το σημερινό πολιτικό σύστημα. Η κυβέρνηση όχι μόνο αδιαφορεί παντελώς για όσα συμβαίνουν στους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα, αλλά σπεύδει να ταυτιστεί με τους χειρότερους εξ εκείνων που διόρισαν τα δύο κυβερνώντα κόμματα στο δημόσιο εγγυώμενη ότι η αξιολόγηση τους «δεν συνδέεται καθ' οιονδήποτε τρόπο με οποιαδήποτε αρνητική υπηρεσιακή μεταβολή». Η δε αντιπολίτευση επιλέγει να αναδεικνύει ως κορυφαίο πολιτικό ζήτημα, για το οποίο ζητά ακόμα και δημοψήφισμα, τις λίγες χιλιάδες (προστατευμένες για τα επόμενα 6-7 χρόνια ακόμα και αν είναι μη παραγωγικές) θέσεις εργασίας της «μικρής ΔΕΗ», και όχι τα παθήματα των εκατομμυρίων εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί το πολιτικό σύστημα επιλέγει να ασχολείται μόνο με τους «ορατούς και πληρωμένους» του δημοσίου και των ΔΕΚΟ και αδιαφορεί για τους «αόρατους και απλήρωτους» του ιδιωτικού τομέα; Η απάντηση είναι απλή και αφορά τον πραγματικό τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η πολιτική διαδικασία στη χώρα μας. Οι «αόρατοι και απλήρωτοι» είναι πολιτικά ανοργάνωτοι, χωρίς συνειδητοποίηση των πραγματικών θεμιτών κοινωνικών τους συμφερόντων. Πάρα πολλοί από αυτούς δεν ψηφίζουν και πάντως η συντριπτική τους πλειοψηφία έχει εξαιρετικά χαμηλό βαθμό πολιτικής κινητοποίησης. Είναι δηλαδή και πολιτικά «αόρατοι».
Ταυτόχρονα στο ιδεολογικό πεδίο η πλειοψηφία τους αποδέχεται τον κλασικό κοινωνικό διαχωρισμό της αριστεράς μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι τα μεγαλύτερα προνόμια (και αδικίες) δεν αφορούν στη δική μας χώρα τη σχέση εργοδότη-εργαζόμενου αλλά τη σχέση μεταξύ του κομματικά/πολιτικά διασυνδεδεμένου και του πολίτη χωρίς κομματικές/πολιτικές διασυνδέσεις. Ο κομματικά/πολιτικά διασυνδεδεμένος επιχειρηματίας ή μιντιάρχης, ο κομματάρχης συνδικαλιστής στη ΔΕΚΟ και οι ψηφοφόροι του και το μέλος μιας συντεχνίας που απολαμβάνει (μονοπωλιακών) προνομίων, διατηρούν εδώ και χρόνια μια ισχυρή και ανομολόγητη κοινωνική και πολιτική συμμαχία, που τους επιτρέπει να κυβερνούν τη χώρα ανεξαρτήτως του κόμματος που βρίσκεται στην εξουσία.
Αντίθετα οι εκτός συστήματος (εργαζόμενοι, αλλά και εργοδότες και αυτοαπασχολούμενοι) παραμένουν πολιτικά σκόρπιοι και ανοργάνωτοι. Όταν η χώρα ζούσε την περίοδο της ψεύτικής ευμάρειας ο διαχωρισμός αυτός αφορούσε τη μοιρασιά του πλεονάσματος που άφηναν τα δανεικά. Στη σημερινή σκληρή πραγματικότητα δεν είναι μόνο ότι το υστέρημα των εκτός συστήματος μοιράζεται στους εντός συστήματος, αλλά και ότι η διαιώνιση της συντεχνιακής/κομματοκρατικής οργάνωσης της κοινωνίας και οικονομίας εμποδίζει με καταλυτικό τρόπο την ανάκαμψη της χώρας.
Όσο όμως η ανοργάνωτη πλειοψηφία παραμένει πολιτικά «αόρατη» τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει. Και οι «αόρατοι» και «απλήρωτοι» θα αφήνονται στη μοίρα τους όσο θα στηρίζουν με την ανοχή, την αποχή ή ακόμα και την ψήφο τους ένα πολιτικό σύστημα που υπερασπίζει προνομιακά τα συμφέροντα των ορατών και πληρωμένων.”
Κι όμως αν ακούσει κανείς το δημόσιο διάλογο, τα δικά τους κοινωνικά προβλήματα ελάχιστα απασχολούν το σημερινό πολιτικό σύστημα. Η κυβέρνηση όχι μόνο αδιαφορεί παντελώς για όσα συμβαίνουν στους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα, αλλά σπεύδει να ταυτιστεί με τους χειρότερους εξ εκείνων που διόρισαν τα δύο κυβερνώντα κόμματα στο δημόσιο εγγυώμενη ότι η αξιολόγηση τους «δεν συνδέεται καθ' οιονδήποτε τρόπο με οποιαδήποτε αρνητική υπηρεσιακή μεταβολή». Η δε αντιπολίτευση επιλέγει να αναδεικνύει ως κορυφαίο πολιτικό ζήτημα, για το οποίο ζητά ακόμα και δημοψήφισμα, τις λίγες χιλιάδες (προστατευμένες για τα επόμενα 6-7 χρόνια ακόμα και αν είναι μη παραγωγικές) θέσεις εργασίας της «μικρής ΔΕΗ», και όχι τα παθήματα των εκατομμυρίων εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί το πολιτικό σύστημα επιλέγει να ασχολείται μόνο με τους «ορατούς και πληρωμένους» του δημοσίου και των ΔΕΚΟ και αδιαφορεί για τους «αόρατους και απλήρωτους» του ιδιωτικού τομέα; Η απάντηση είναι απλή και αφορά τον πραγματικό τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η πολιτική διαδικασία στη χώρα μας. Οι «αόρατοι και απλήρωτοι» είναι πολιτικά ανοργάνωτοι, χωρίς συνειδητοποίηση των πραγματικών θεμιτών κοινωνικών τους συμφερόντων. Πάρα πολλοί από αυτούς δεν ψηφίζουν και πάντως η συντριπτική τους πλειοψηφία έχει εξαιρετικά χαμηλό βαθμό πολιτικής κινητοποίησης. Είναι δηλαδή και πολιτικά «αόρατοι».
Ταυτόχρονα στο ιδεολογικό πεδίο η πλειοψηφία τους αποδέχεται τον κλασικό κοινωνικό διαχωρισμό της αριστεράς μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι τα μεγαλύτερα προνόμια (και αδικίες) δεν αφορούν στη δική μας χώρα τη σχέση εργοδότη-εργαζόμενου αλλά τη σχέση μεταξύ του κομματικά/πολιτικά διασυνδεδεμένου και του πολίτη χωρίς κομματικές/πολιτικές διασυνδέσεις. Ο κομματικά/πολιτικά διασυνδεδεμένος επιχειρηματίας ή μιντιάρχης, ο κομματάρχης συνδικαλιστής στη ΔΕΚΟ και οι ψηφοφόροι του και το μέλος μιας συντεχνίας που απολαμβάνει (μονοπωλιακών) προνομίων, διατηρούν εδώ και χρόνια μια ισχυρή και ανομολόγητη κοινωνική και πολιτική συμμαχία, που τους επιτρέπει να κυβερνούν τη χώρα ανεξαρτήτως του κόμματος που βρίσκεται στην εξουσία.
Αντίθετα οι εκτός συστήματος (εργαζόμενοι, αλλά και εργοδότες και αυτοαπασχολούμενοι) παραμένουν πολιτικά σκόρπιοι και ανοργάνωτοι. Όταν η χώρα ζούσε την περίοδο της ψεύτικής ευμάρειας ο διαχωρισμός αυτός αφορούσε τη μοιρασιά του πλεονάσματος που άφηναν τα δανεικά. Στη σημερινή σκληρή πραγματικότητα δεν είναι μόνο ότι το υστέρημα των εκτός συστήματος μοιράζεται στους εντός συστήματος, αλλά και ότι η διαιώνιση της συντεχνιακής/κομματοκρατικής οργάνωσης της κοινωνίας και οικονομίας εμποδίζει με καταλυτικό τρόπο την ανάκαμψη της χώρας.
Όσο όμως η ανοργάνωτη πλειοψηφία παραμένει πολιτικά «αόρατη» τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει. Και οι «αόρατοι» και «απλήρωτοι» θα αφήνονται στη μοίρα τους όσο θα στηρίζουν με την ανοχή, την αποχή ή ακόμα και την ψήφο τους ένα πολιτικό σύστημα που υπερασπίζει προνομιακά τα συμφέροντα των ορατών και πληρωμένων.”