"Ξερή, δηλωτή, αποκερετζές, μανίλα, κόκκινοι άσσοι.
Ο Βασίλης Παπαϊωάννου μου μαθαίνει μία γλώσσα και με μυεί σε μία κουλτούρα που στις τέσσερις δεκαετίες της ζωής μου δεν έχω ακούσει και δεν έχω ζήσει.
Η εικόνα της ανδροπαρέας στο καφενείο που χρησιμοποιεί η εφημερίδα «The Age» σε διαφημιστική της καμπάνια, μου είναι γνωστή και αγαπημένη.
Ακόμα θυμάμαι τον παππού να με κερνάει πορτοκαλάδα στο καπνισμένο χώρο του καφενέ.
Τα ‘Καρέλια’ του πάνω στο ξεφτισμένο από την χρήση τραπέζι, τοποθετημένα με απόλυτη τάξη δίπλα σε ένα χαρτί με νούμερα και ονόματα και τα πολύχρωμα τραπουλόχαρτα που έπεφταν κατά βούληση στο τραπέζι (πολλές φορές συνοδευόμενα από τα επιφωνήματα των κατόχων τους), να γεννούν ένα κάρο ερωτήσεις στο κεφάλι μου.
Τον ρωτούσα, ‘γιατί παππού’ και κείνος έβαζε «μπουρλότο» στην περιέργειά μου, με ένα ξερό «σσστ! Μη μιλάς. Παίζουμε τώρα».
Πολλοί ίσως τον γνωρίζετε τον Βασίλη από την ραδιοφωνική και
κηπουρική του δράση. Συμμετείχε σε πολλά ραδιοφωνικά προγράμματα
δίνοντας συμβουλές στους συμπαροίκους για τον κήπο τους ενώ για πάνω από
30 χρόνια ήταν τεχνικός της Γεωπονικής σχολής του πανεπιστημίου της
Μελβούρνης.
Σήμερα διατηρεί δίωρο ελληνικό πρόγραμμα κάθε Δευτέρα από τις 8.00–10.00 στον σταθμό 3CR της Μελβούρνης. Αυτή είναι η γνωστή πλευρά του Βασίλη από τα Πετροκέρασα Θεσσαλονίκης. Η άγνωστή του πλευρά ακολουθεί…
- Πώς θα περιέγραφες τα καφενεία της εποχής του ’60, του ’70;
Τα καφενεία εδώ κανονικά ήταν τζογαδορεία. Πήγαινες και μόλις σε έβλεπε ο ιδιοκτήτης να σκας μύτη στην πόρτα γινόσουν… δολάριο. Δεν ήταν όπως στην Ελλάδα όπου πήγαινες να συναντήσεις, τον Γιώργο, τον Γιάννη, να πιείς ένα καφέ, μία μπύρα, να κουβεντιάσεις, να ρίξεις τις πενιές του κομπολογιού, να αλληθωρίσεις τα ντουβάρια και να σκεφτείς ας πούμε. Σε έβλεπαν ως τζόγο.
- Αν σου ζητούσα να περιγράψεις τους φίλους σου τους καφενόβιους, ποια ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά τους;
Ανύπαντροι και παντρεμένοι, όλοι έρχονταν στο καφενείο και ήμασταν νέοι τότε. Είμαστε όλοι παίκτες πάνω απ’ όλα. Ο παίκτης δεν έχει την τάση να κάτσει να ακούσει ή να μιλήσει. Το πάθος του είναι ο τζόγος. Κοιτά χαρτί και τον κυριεύει. Θέλει να κάνει limit, θέλει να κάνει up. Αυτός είναι ο παίκτης.
Ο Βασίλης Παπαϊωάννου μου μαθαίνει μία γλώσσα και με μυεί σε μία κουλτούρα που στις τέσσερις δεκαετίες της ζωής μου δεν έχω ακούσει και δεν έχω ζήσει.
Η εικόνα της ανδροπαρέας στο καφενείο που χρησιμοποιεί η εφημερίδα «The Age» σε διαφημιστική της καμπάνια, μου είναι γνωστή και αγαπημένη.
Ακόμα θυμάμαι τον παππού να με κερνάει πορτοκαλάδα στο καπνισμένο χώρο του καφενέ.
Τα ‘Καρέλια’ του πάνω στο ξεφτισμένο από την χρήση τραπέζι, τοποθετημένα με απόλυτη τάξη δίπλα σε ένα χαρτί με νούμερα και ονόματα και τα πολύχρωμα τραπουλόχαρτα που έπεφταν κατά βούληση στο τραπέζι (πολλές φορές συνοδευόμενα από τα επιφωνήματα των κατόχων τους), να γεννούν ένα κάρο ερωτήσεις στο κεφάλι μου.
Ο Bill the Greek και η παρέα του |
Σίγουρα η περιέργεια ήταν ο ένας από τους λόγους που οδήγησε μία από
τις μεγαλύτερες εφημερίδες της Μελβούρνης να ψάξει να βρει μία παρέα
«καφενόβιων» συμπαροίκων, να τους βάλει «πρώτο τραπέζι τσόχα» και να
τους κάνει, κατά κάποιο τρόπο, «πρεσβευτές» των αναγνωστών της. Εξάλλου
και ο τίτλος της διαφημιστικής καμπάνιας – Forever Curious- τα λέει όλα.
Ήταν όμως και κάτι άλλο. «Υπέροχες ιστορίες υπάρχουν παντού» αναφέρει
ο εμπνευστής της διαφημιστικής καμπάνιας Paul Reardon από την
διαφημιστική εταιρία Whybin/TBWA. Η ιστορία του Βασίλη Παπαϊωάννου και
της παρέας του ήταν αυτό ακριβώς… μία υπέροχη μελβουρνιώτικη ιστορία,
που σήμερα δυστυχώς ή ευτυχώς ζει πλέον σε πολύ λίγες γωνιές της πόλης.
«Το ελληνικό καφενείο πεθαίνει» είναι τα λόγια του Βασίλη
Παπαϊωάννου. Και δεν έχει άδικο. Μία χούφτα απ’ αυτά τα παραδοσιακά
καφενεία έχουν μείνει πλέον στη Μελβούρνη και οι θαμώνες τους, άνθρωποι
στη δύση της ζωής τους. Επιμένουν όμως. Έχει γίνει δεύτερη φύση τους, το
καφεδάκι στον καφενέ, το κουτσομπολιό, η τράπουλα και τα τερτίπια της.
Σ’ αυτήν την «υπέροχη ιστορία» που χάνεται σιγά-σιγά αλλά ζει στις
μνήμες χιλιάδων συμπαροίκων και αποτελεί μία ιστορία συνυφασμένη με το
κοινωνικό γίγνεσθαι της παροικίας μας αλλά και της Μελβούρνης μας
ταξίδεψε ο πρωταγωνιστής της διαφήμισης που σκαρφίστηκε η Whybin / TBWA
για την εφημερίδα The Age, Bill the Greek, όπως είναι ευρύτερα γνωστός
στο καφενο-συνάφι.
Ο Bill the Greek στον σταθμό 3CR |
Σήμερα διατηρεί δίωρο ελληνικό πρόγραμμα κάθε Δευτέρα από τις 8.00–10.00 στον σταθμό 3CR της Μελβούρνης. Αυτή είναι η γνωστή πλευρά του Βασίλη από τα Πετροκέρασα Θεσσαλονίκης. Η άγνωστή του πλευρά ακολουθεί…
ΣΤΑ ΑΔΥΤΑ ΤΟΥ ΚΑΦΕΝΕ
- Πώς θα περιέγραφες τα καφενεία της εποχής του ’60, του ’70;
Τα καφενεία εδώ κανονικά ήταν τζογαδορεία. Πήγαινες και μόλις σε έβλεπε ο ιδιοκτήτης να σκας μύτη στην πόρτα γινόσουν… δολάριο. Δεν ήταν όπως στην Ελλάδα όπου πήγαινες να συναντήσεις, τον Γιώργο, τον Γιάννη, να πιείς ένα καφέ, μία μπύρα, να κουβεντιάσεις, να ρίξεις τις πενιές του κομπολογιού, να αλληθωρίσεις τα ντουβάρια και να σκεφτείς ας πούμε. Σε έβλεπαν ως τζόγο.
- Γιατί πήγαινε ο κόσμος τότε στο καφενείο;
Κάποιοι πήγαιναν στο καφενείο για να βρουν κανένα φίλο να τους κάνει μία αγγαρεία, να βάψουν μαζί το σπίτι, να κουβαλήσουν τα σκουπίδια ή απλώς πήγαιναν έστω για λίγο, να απασχοληθούν έξω από το σπίτι. Τώρα αν πήγαινες και ο φίλος σου έπαιζε χαρτιά, ξέχασέ το, δεν μπορούσες να τον πάρεις θα σε στραβοκοιτούσαν όλοι, ‘μας παίρνεις έναν τζογαδόρο’, μας παίρνεις ένα κομμάτι από τα κέρδη μας. Αυτό περνούσε από το μυαλό τους.
Κάποιοι πήγαιναν στο καφενείο για να βρουν κανένα φίλο να τους κάνει μία αγγαρεία, να βάψουν μαζί το σπίτι, να κουβαλήσουν τα σκουπίδια ή απλώς πήγαιναν έστω για λίγο, να απασχοληθούν έξω από το σπίτι. Τώρα αν πήγαινες και ο φίλος σου έπαιζε χαρτιά, ξέχασέ το, δεν μπορούσες να τον πάρεις θα σε στραβοκοιτούσαν όλοι, ‘μας παίρνεις έναν τζογαδόρο’, μας παίρνεις ένα κομμάτι από τα κέρδη μας. Αυτό περνούσε από το μυαλό τους.
- Πώς λειτουργούσε το σύστημα; Εννοώ τους κανόνες πληρωμής του καφετζή;
Όπως και στην Ελλάδα, έτσι και εδώ τα κέρδη του καφενείου προέρχονταν από το βιδάνιο, το μαγαζί έπαιρνε 10%.
Όπως και στην Ελλάδα, έτσι και εδώ τα κέρδη του καφενείου προέρχονταν από το βιδάνιο, το μαγαζί έπαιρνε 10%.
- Σας κυνηγούσε η αστυνομία;
Ήταν ανοιχτά 24 ώρες το 24ωρο. Ήταν παράνομο να παίζεις με λεφτά την εποχή εκείνη και η αστυνομία μας κυνηγούσε πάρα πολύ. Έρχονταν μυστικοί αστυνομικοί τάχα ότι παίζουν μπιλιάρδο, ότι πέρασαν απ’ εκεί κατά λάθος, κουρελήδες, βρωμιάρηδες σε κάποιες περιπτώσεις, αλλά ήταν αστυνομικοί. Θυμάμαι μία μέρα στο καφενείο του μακαρίτη του Χρήστου στο Sunshine. Ο Χρήστος έφυγε για μία δουλειά και εγώ κάθισα στο πόστο του. Παίζαμε Κόκκινους Άσους και ορμάει η αστυνομία και παίρνει το μπλοκ με τους πόντους. Με ρωτάνε, που λες, πού είναι τα λεφτά. ‘Δεν υπάρχουν λεφτά’ τους λέω εγώ. Σκάσε μου λέει ο αστυνομικός. ‘Παίζουμε να περάσει η ώρα’ του λέω. ‘Όχι’ μου λέει αυτός, ‘δεν παίζετε να περάσει η ώρα’. Ήταν γνώστης των πραγμάτων. Αυτός σου λέει εδώ γράφετε τους πόντους παίζετε με λεφτά. Του είπα ότι το αφεντικό έλειπε. Έφυγε και ξαναγύρισε. Οι αστυνομικοί βάζανε το πρόστιμο αλλά έπαιρναν και εκείνοι το κάτι τι τους κάτω απ’ το τραπέζι, τα ουίσκια τους, τα κρασιά τους, τα δωράκια τους τα Χριστούγεννα, Πάσχα. Αλλά δεν τολμούσες να το πεις. Εν τω μεταξύ, αν έγραφε η αστυνομία τους παίκτες δεν τα πλήρωναν αυτοί αλλά το αφεντικό. Φυλακή ποτέ δεν μπήκε κανένας, εγώ δεν έχω ακούσει τέτοια περίπτωση.
Ήταν ανοιχτά 24 ώρες το 24ωρο. Ήταν παράνομο να παίζεις με λεφτά την εποχή εκείνη και η αστυνομία μας κυνηγούσε πάρα πολύ. Έρχονταν μυστικοί αστυνομικοί τάχα ότι παίζουν μπιλιάρδο, ότι πέρασαν απ’ εκεί κατά λάθος, κουρελήδες, βρωμιάρηδες σε κάποιες περιπτώσεις, αλλά ήταν αστυνομικοί. Θυμάμαι μία μέρα στο καφενείο του μακαρίτη του Χρήστου στο Sunshine. Ο Χρήστος έφυγε για μία δουλειά και εγώ κάθισα στο πόστο του. Παίζαμε Κόκκινους Άσους και ορμάει η αστυνομία και παίρνει το μπλοκ με τους πόντους. Με ρωτάνε, που λες, πού είναι τα λεφτά. ‘Δεν υπάρχουν λεφτά’ τους λέω εγώ. Σκάσε μου λέει ο αστυνομικός. ‘Παίζουμε να περάσει η ώρα’ του λέω. ‘Όχι’ μου λέει αυτός, ‘δεν παίζετε να περάσει η ώρα’. Ήταν γνώστης των πραγμάτων. Αυτός σου λέει εδώ γράφετε τους πόντους παίζετε με λεφτά. Του είπα ότι το αφεντικό έλειπε. Έφυγε και ξαναγύρισε. Οι αστυνομικοί βάζανε το πρόστιμο αλλά έπαιρναν και εκείνοι το κάτι τι τους κάτω απ’ το τραπέζι, τα ουίσκια τους, τα κρασιά τους, τα δωράκια τους τα Χριστούγεννα, Πάσχα. Αλλά δεν τολμούσες να το πεις. Εν τω μεταξύ, αν έγραφε η αστυνομία τους παίκτες δεν τα πλήρωναν αυτοί αλλά το αφεντικό. Φυλακή ποτέ δεν μπήκε κανένας, εγώ δεν έχω ακούσει τέτοια περίπτωση.
- Ξέρω την λέξη μπαρμπούτι. Καλά το λέω; Πόσο διαρκούσε το μπαρμπούτι;
Καλά το λες. Όσοι παίζανε τις μανίλες μέρες ολόκληρες. Οι μανίλες ήταν που αφήνανε τα λεφτά, οι μικροί τζόγοι, αποκερετζές και κόκκινοι άσσοι ήταν μικρά ποσά, ψιλοπράγματα. Η μανίλα κρατούσε και δύο μέρες και τρεις μέρες η παρτίδα. Και εγώ έπαιξα μανίλα αλλά όχι τρεις μέρες. Έκλεισα ένα 24ωρο όμως. Είχα διαθέσει στα χαρτιά, ήταν ένα πάθος αλλά είχα και μέτρο. Είχα πάντα στο μυαλό μου ότι την τσόχα δεν μπορείς να την πάρεις ποτέ στο σπίτι. Το όριό μου ήταν τα $100 είτε τα κέρδιζα είτε τα έχανα.
- Αν κάποιος έχανε και ήθελε να φύγει μπορούσε ή του το απαγόρευαν οι άλλοι;
Όχι κανένας δεν σε εμπόδιζε. Ακόμα και αν τα κέρδιζες σε μία ‘χαρτοσιά’ (μετάφραση: παρτίδα) όπως μου συνέβη μία φορά στο Oakleigh. Σηκώθηκα και έφυγα γιατί δεν με έπαιρνε άλλο. Εκεί στο Όκλι στο καφενείο του «Αλαμάρα» που γυρίστηκε η διαφήμιση της «The Age», λένε ότι είχαν περάσει και 100 εκατομμύρια δολάρια από την τσόχα. Eίχα ακούσει ότι γίνονταν μεγάλες μανίλες, μεγάλα τραπέζια, ότι έπαιζαν πολλές μέρες χαρτιά. Εγώ δεν πήγα γιατί δεν με τράβηξε ποτέ εκείνο το καφενείο. Κατέληξα να πάω σήμερα για να γυρίσουμε διαφήμιση. Ούτε εγώ το πίστευα. Είδες πώς τα φέρνει καμιά φορά η τύχη;
- Τι συζητήσεις γίνονταν στο καφενείο;
Καταρχήν κουτσομπολιό. Σχολιάζαμε για χωρισμούς, για κάποιον που πείραξε τη γυναίκα αλλουνού, κάποιον που έκλεψε λεφτά, για κουμπάρους και πάει λέγοντας. Όποιος διάβαζε «Νέο Κόσμο» έλεγε στους άλλους τι είχε διαβάσει. Ο «Νέος Κόσμος» και όλες οι άλλες ελληνικές εφημερίδες έρχονταν στα καφενεία. Εγώ αγόραζα τη δική μου όμως και δεν την έδινα σε κανένα. Για πολιτικά μιλούσαμε πολύ λίγο. Ο καφενόβιος δεν ήξερε και πολλά για τα πολιτικά, αλλά δεν μας άφηνε και το αφεντικό να συνεχίσουμε τα πολιτικά. Εδώ δεν υπήρχαν πράσινα, κόκκινα και μπλε καφενεία που υπάρχουν στην Ελλάδα. Καμιά φορά μιλούσαμε και για το Θεό.
Καλά το λες. Όσοι παίζανε τις μανίλες μέρες ολόκληρες. Οι μανίλες ήταν που αφήνανε τα λεφτά, οι μικροί τζόγοι, αποκερετζές και κόκκινοι άσσοι ήταν μικρά ποσά, ψιλοπράγματα. Η μανίλα κρατούσε και δύο μέρες και τρεις μέρες η παρτίδα. Και εγώ έπαιξα μανίλα αλλά όχι τρεις μέρες. Έκλεισα ένα 24ωρο όμως. Είχα διαθέσει στα χαρτιά, ήταν ένα πάθος αλλά είχα και μέτρο. Είχα πάντα στο μυαλό μου ότι την τσόχα δεν μπορείς να την πάρεις ποτέ στο σπίτι. Το όριό μου ήταν τα $100 είτε τα κέρδιζα είτε τα έχανα.
- Αν κάποιος έχανε και ήθελε να φύγει μπορούσε ή του το απαγόρευαν οι άλλοι;
Όχι κανένας δεν σε εμπόδιζε. Ακόμα και αν τα κέρδιζες σε μία ‘χαρτοσιά’ (μετάφραση: παρτίδα) όπως μου συνέβη μία φορά στο Oakleigh. Σηκώθηκα και έφυγα γιατί δεν με έπαιρνε άλλο. Εκεί στο Όκλι στο καφενείο του «Αλαμάρα» που γυρίστηκε η διαφήμιση της «The Age», λένε ότι είχαν περάσει και 100 εκατομμύρια δολάρια από την τσόχα. Eίχα ακούσει ότι γίνονταν μεγάλες μανίλες, μεγάλα τραπέζια, ότι έπαιζαν πολλές μέρες χαρτιά. Εγώ δεν πήγα γιατί δεν με τράβηξε ποτέ εκείνο το καφενείο. Κατέληξα να πάω σήμερα για να γυρίσουμε διαφήμιση. Ούτε εγώ το πίστευα. Είδες πώς τα φέρνει καμιά φορά η τύχη;
- Τι συζητήσεις γίνονταν στο καφενείο;
Καταρχήν κουτσομπολιό. Σχολιάζαμε για χωρισμούς, για κάποιον που πείραξε τη γυναίκα αλλουνού, κάποιον που έκλεψε λεφτά, για κουμπάρους και πάει λέγοντας. Όποιος διάβαζε «Νέο Κόσμο» έλεγε στους άλλους τι είχε διαβάσει. Ο «Νέος Κόσμος» και όλες οι άλλες ελληνικές εφημερίδες έρχονταν στα καφενεία. Εγώ αγόραζα τη δική μου όμως και δεν την έδινα σε κανένα. Για πολιτικά μιλούσαμε πολύ λίγο. Ο καφενόβιος δεν ήξερε και πολλά για τα πολιτικά, αλλά δεν μας άφηνε και το αφεντικό να συνεχίσουμε τα πολιτικά. Εδώ δεν υπήρχαν πράσινα, κόκκινα και μπλε καφενεία που υπάρχουν στην Ελλάδα. Καμιά φορά μιλούσαμε και για το Θεό.
- Τι σερβίριζαν στα καφενεία;
Ουίσκι, ούζα, καφέδες και κανένα σάντουιτς. Μερικές φορές και δανεικά. Πολλοί έχαναν και πήγαιναν στο καφετζή και δανείζονταν λεφτά. Αυτός του έδινε για να μην τους χάσει εκείνη τη στιγμή αλλά μετά τους έχανε για πάντα. Δεν εμφανίζονταν πάλι.
Ουίσκι, ούζα, καφέδες και κανένα σάντουιτς. Μερικές φορές και δανεικά. Πολλοί έχαναν και πήγαιναν στο καφετζή και δανείζονταν λεφτά. Αυτός του έδινε για να μην τους χάσει εκείνη τη στιγμή αλλά μετά τους έχανε για πάντα. Δεν εμφανίζονταν πάλι.
ΠΟΙΟΙ ΗΤΑΝ ΟΙ ΚΑΦΕΝΟΒΙΟΙ;
- Αν σου ζητούσα να περιγράψεις τους φίλους σου τους καφενόβιους, ποια ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά τους;
Ανύπαντροι και παντρεμένοι, όλοι έρχονταν στο καφενείο και ήμασταν νέοι τότε. Είμαστε όλοι παίκτες πάνω απ’ όλα. Ο παίκτης δεν έχει την τάση να κάτσει να ακούσει ή να μιλήσει. Το πάθος του είναι ο τζόγος. Κοιτά χαρτί και τον κυριεύει. Θέλει να κάνει limit, θέλει να κάνει up. Αυτός είναι ο παίκτης.
- Παίζατε λεφτά και πολλά μάλιστα, απ’ ό,τι μου λες. Αυτό δημιουργούσε προβλήματα στις οικογένειές σας;
Εγώ έλεγα ψέματα πολλές φορές. Όλα τα λεφτά του μισθού μου, το δεκαπενθήμερο τα έδινα στη γυναίκα μου, εγώ έφευγα μόνο με 10 δολάρια απ’ το σπίτι. Δεν χρησιμοποίησα λεφτά της οικογένειας για το τζόγο. Αν έβγαζα λεφτά από κανένα μερεμέτι ή είχα λεφτά δικά μου, τα ‘μυστικά κονδύλια’ όπως τα έλεγα αυτά χρησιμοποιούσα. Τα ‘μυστικά κονδύλια’ ήταν μόνο για μένα. Η γυναίκα μου ήξερε ότι πάω στα καφενεία, αλλά όχι ότι παίζω χαρτιά με λεφτά. Αν μάθαινε ότι παίζω με λεφτά θα με είχε διώξει από το σπίτι. Και δεν της το είπα ποτέ. Αυτό ήταν το μυστικό της ζωής μου που στο αποκαλύπτω τώρα. Μπορεί να το είχε καταλάβει όταν έκανα μία μέρα να γυρίσω σπίτι, ήξερε όμως ότι ήμουν στο καφενείο. Διαλύθηκαν όμως σπίτια από τον τζόγο. Όπως διαλύονται και σήμερα.
Εγώ έλεγα ψέματα πολλές φορές. Όλα τα λεφτά του μισθού μου, το δεκαπενθήμερο τα έδινα στη γυναίκα μου, εγώ έφευγα μόνο με 10 δολάρια απ’ το σπίτι. Δεν χρησιμοποίησα λεφτά της οικογένειας για το τζόγο. Αν έβγαζα λεφτά από κανένα μερεμέτι ή είχα λεφτά δικά μου, τα ‘μυστικά κονδύλια’ όπως τα έλεγα αυτά χρησιμοποιούσα. Τα ‘μυστικά κονδύλια’ ήταν μόνο για μένα. Η γυναίκα μου ήξερε ότι πάω στα καφενεία, αλλά όχι ότι παίζω χαρτιά με λεφτά. Αν μάθαινε ότι παίζω με λεφτά θα με είχε διώξει από το σπίτι. Και δεν της το είπα ποτέ. Αυτό ήταν το μυστικό της ζωής μου που στο αποκαλύπτω τώρα. Μπορεί να το είχε καταλάβει όταν έκανα μία μέρα να γυρίσω σπίτι, ήξερε όμως ότι ήμουν στο καφενείο. Διαλύθηκαν όμως σπίτια από τον τζόγο. Όπως διαλύονται και σήμερα.
- Πες μου λίγο γι’ αυτά τα «μυστικά κονδύλια»;
Τα μυστικά κονδύλια αυξάνονταν και μειώνονταν ανάλογα με τον τζόγο και κανένα μερεμέτι που έκανα. Μπορεί όλη μου τη ζωή να ήμουν κηπουρός αλλά έπιανε το χέρι μου. Το μεγαλύτερο ‘μυστικό μου κονδύλι’ έφτασε τα $1,000 όταν κάποτε έβγαλα φλας ρουαγιάλ με μία χαρτοσιά, κάποτε. Μετά βέβαια αυξάνονταν και μειώνονταν αφού ο παίκτης πάντα χάνει. Στο παιχνίδι ποτέ δεν κερδίζει ο παίκτης, το καφενείο κερδίζει πάντα.
Τα μυστικά κονδύλια αυξάνονταν και μειώνονταν ανάλογα με τον τζόγο και κανένα μερεμέτι που έκανα. Μπορεί όλη μου τη ζωή να ήμουν κηπουρός αλλά έπιανε το χέρι μου. Το μεγαλύτερο ‘μυστικό μου κονδύλι’ έφτασε τα $1,000 όταν κάποτε έβγαλα φλας ρουαγιάλ με μία χαρτοσιά, κάποτε. Μετά βέβαια αυξάνονταν και μειώνονταν αφού ο παίκτης πάντα χάνει. Στο παιχνίδι ποτέ δεν κερδίζει ο παίκτης, το καφενείο κερδίζει πάντα.
- Έκανες φίλους στο καφενείο;
Πολλούς. Εκτιμούσα τους παίκτες. Εγώ ποτέ δεν πείραζα κανέναν παίκτη είτε κέρδιζαν είτε έχαναν. Ακόμα και Τούρκους έκανα φίλους. Πριν λίγες μέρες τον ξανασυνάντησα τον Αλή. Εκείνο το παιδί τον Αλή, ακόμα τον θυμάμαι. Παίζαμε χαρτιά μία βραδιά και μπαίνει ένας Τούρκος και λέει τι τον θέλετε τον ‘γκιαούρ’ εδώ μέσα και πετάχτηκε ο Αλής και του λέει πρέπει να του ζητήσεις συγνώμη γιατί αυτός είναι δικό μου ‘καρντάσι’ και δεν γνωρίζεις την ιστορία του Μπιλ. Μπιλ δε Γκρικ, με φώναζαν όλοι.
Πολλούς. Εκτιμούσα τους παίκτες. Εγώ ποτέ δεν πείραζα κανέναν παίκτη είτε κέρδιζαν είτε έχαναν. Ακόμα και Τούρκους έκανα φίλους. Πριν λίγες μέρες τον ξανασυνάντησα τον Αλή. Εκείνο το παιδί τον Αλή, ακόμα τον θυμάμαι. Παίζαμε χαρτιά μία βραδιά και μπαίνει ένας Τούρκος και λέει τι τον θέλετε τον ‘γκιαούρ’ εδώ μέσα και πετάχτηκε ο Αλής και του λέει πρέπει να του ζητήσεις συγνώμη γιατί αυτός είναι δικό μου ‘καρντάσι’ και δεν γνωρίζεις την ιστορία του Μπιλ. Μπιλ δε Γκρικ, με φώναζαν όλοι.
- Υπήρχαν δηλαδή και ρατσιστικά επεισόδια;
Γίνονταν ρατσιστικές παρεξηγήσεις. Εγώ πήγαινα και σε καφενεία με Τούρκους και Ιταλούς μερικές φορές, γι’ αυτό το έχω ζήσει και αυτό. Είχε γίνει και ένα φονικό σε ένα καφενείο του Richmond, για την τράπουλα όμως αυτό. Μεταξύ Ελλήνων ήταν.
Γίνονταν ρατσιστικές παρεξηγήσεις. Εγώ πήγαινα και σε καφενεία με Τούρκους και Ιταλούς μερικές φορές, γι’ αυτό το έχω ζήσει και αυτό. Είχε γίνει και ένα φονικό σε ένα καφενείο του Richmond, για την τράπουλα όμως αυτό. Μεταξύ Ελλήνων ήταν.
- Γυναίκες έρχονταν στα καφενεία;
Μόνο μία θυμάμαι σε όλα αυτά τα χρόνια. Καλή πολύ καλή παίκτης.
Μόνο μία θυμάμαι σε όλα αυτά τα χρόνια. Καλή πολύ καλή παίκτης.
- Και σήμερα τι γίνεται με τα καφενεία;
Πεθαίνουν. Υπάρχουν μερικά ακόμα αλλά αργοπεθαίνουν. Ο Έλληνας κλείστηκε στον εαυτό του. Ο καθένας κλείνεται στον εαυτό του, στο σπίτι του. Ακόμα και ο τζόγος, που τότε ήταν υπόθεση της παρέας, δεν είναι πλέον έτσι. Σήμερα πάει ο καθένας μόνος του κάθεται μπροστά από μία μηχανή πόκις και παίζει. Μόνος του με τη μηχανή. Αυτό ισχύει σήμερα.
Πεθαίνουν. Υπάρχουν μερικά ακόμα αλλά αργοπεθαίνουν. Ο Έλληνας κλείστηκε στον εαυτό του. Ο καθένας κλείνεται στον εαυτό του, στο σπίτι του. Ακόμα και ο τζόγος, που τότε ήταν υπόθεση της παρέας, δεν είναι πλέον έτσι. Σήμερα πάει ο καθένας μόνος του κάθεται μπροστά από μία μηχανή πόκις και παίζει. Μόνος του με τη μηχανή. Αυτό ισχύει σήμερα.
Τα τελευταία του λόγια του Bill The Greek, με μεγάλη δόση νοσταλγίας και ακόμα μεγαλύτερη δόση αλήθειας!