“Δίκη για τη δολοφονία του Λαμπράκη, δουλειά ασταμάτητη από τις 9 το πρωί ως τις 1 τη νύχτα κι εκεί που έγραφα να στείλω τον πρόλογο, ακούω τον Βίκτορα Νέττα (διευθυντή των γραφείων του Βήματος στη Θεσσαλονίκη) να μου φωνάζει: "Μπαρτζινόπουλε, σε ζητάνε στο τηλέφωνο"...
... Η φωνή είναι βαθιά και υπόκωφη: "Ακούστε, κ. Μπαρτζινόπουλε, το 1963 είχα συνεργαστεί με τον τότε απεσταλμένο του Βήματος, τον Ρωμαίο, και δεν είχε βγει χαμένος. Τώρα έχω στα χέρια μου έγγραφα που αποδεικνύουν την ενοχή του στρατηγού Μήτσου. Σας ενδιαφέρουν;"
Φυσικά και μ' ενδιέφεραν. Του το είπα."Τότε στις 2 το πρωί στη θύρα (δεν θυμάμαι ποια) στο Καυτατζόγλειο", ήταν η πρόταση του.
Ψιλοκώλωσα. "Πιο κοντά δεν γίνεται;""Τότε στα Λαδάδικα".
Εδώ χοντροκώλωσα... "Ακούστε, δεν την ξέρω καλά την πόλη και μπορεί να χαθώ. Πιο κεντρικά δεν γίνεται;""Ωραία, λοιπόν, τον ξέρετε τον χώρο στην Εγνατία που παρκάρουν το βράδυ τα λεωφορεία; Εκεί στις δύο. Στη δεύτερη κολώνα του ηλεκτρικού". Και το έκλεισε...
Το μέρος το ήξερα, ανοιχτό ήταν. προλάβαινα να το βάλω στα πόδια αν με περίμενε τίποτα "περίεργο". 22 χρονών ήμουν και καλός στο τρέξιμο. Πήρα άλλωστε και τα μέτρα μου. Εξήγησα σ΄ ένα νεαρό συνάδελφο από την Πόλη, τον Δημήτρη Τσαλίδη, τι συνέβαινε, θα μ' ακολουθούσε και στην πρώτη ύποπτη κίνηση θα έβαζε τις φωνές ... Λίγο πριν τις 2 ξεκίνησα για το ραντεβού.Στάθηκα πίσω από ένα κλειστό περίπτερο στην Εγνατία και περίμενα να δω ποιος θα πλησίαζε την κωλώνα. Στις 2 παρά κάτι είδα έναν μεσόκοπο να κοντοστέκεται δίπλα στην κωλώνα, να κοιτάζει γύρω του και ν΄ανάβει τσιγάρο. Αναθάρρησα γιατί έτσι που τον έβλεπα δεν κινδύνευα να με πιάσει αν το έβαζα στα πόδια και ξεκίνησα για την κωλώνα. Αλλά την ίδια ώρα εκείνος απομακρύνθηκε.
Είχα κάνει λάθος, δεν ήταν ο άνθρωπος που περίμενα και τώρα πια ήμουν και δίπλα στην κωλώνα.... Κοίταζα αμήχανα γύρω μου όταν ξαφνικά πρόβαλε πίσω από ένα λεωφορείο ένα χέρι μ' έναν αναπτήρα και τον αναβόσβησε τρεις φορές.Διστακτικά κινήθηκα κατά κεί. Ένα βήμα μπροστά και δύο πίσω που λένε. Και ξαφνικά πάγωσα. Κάτω από το λεωφορείο διέκρινα τρία ζευγάρια πόδια. Μου την είχαν στημένη....
Και όντως έτσι ήταν. Γιατί αφού μ' άφησαν λίγο να βράσω στο ζουμί μου τελικά δεν κρατήθηκαν κι έβαλαν τα γέλια. Ο Νέττας, ο Μανόλης Μαθιουδάκης, ο Δημήτρης Γουσίδης και πίσω μου κι ο Τσαλίδηε. Κι αυτός στο κόλπο ήταν.Η ωραιότερη φάρσα που μου έχει γίνει. Και η πιο έξυπνη...”