Χάρης Βλάδος: Πίσω από τις μεγάλες Κρίσεις
Η αγορά κεφαλαίου στις μέρες μας ορθώς χαρακτηρίζεται ως το κομμάτι εκείνο της καπιταλιστικής αρχιτεκτονικής όπου η παγκοσμιοποίηση καθίσταται εμφανής με τον πιο ευθύ και άμεσο τρόπο. Σωστή είναι, επίσης, και η διαπίστωση ότι πίσω από τις μεγάλες κρίσεις της παγκοσμιοποίησης έως σήμερα κρύβεται, σε σημαντικότατο βαθμό, η ακατάσχετη πτητικότητα κάποιων κεφαλαίων βραχυπρόθεσμης και στενά κερδοσκοπικής δράσης.
Τέλος, δεν είναι λανθασμένη και η υπογράμμιση του φαινομένου μιας διευρυνόμενης παγκόσμιας χρηματιστικής σφαίρας η οποία φαίνεται να «αποδεσμεύεται» προοδευτικά και κάποιες φορές, μάλιστα, να λειτουργεί εις βάρος του καθεαυτό παραγωγικού, βιομηχανικού κεφαλαίου.
Στον πυρήνα όμως η μεγάλη ανατροπή βρίσκεται αλλού. Στην βαθύτερη ρίζα των ανατροπών που συνθέτει η παγκοσμιοποίηση το κεφάλαιο, στην πολλαπλή φύση του, υποχωρεί συνεχώς από την παραδοσιακή θέση του, στο να θεωρείται ο αδιαμφισβήτητα κυρίαρχος παραγωγικός συντελεστής, ο «μοναδικός σπάνιος πόρος», το Α και το Ω, ο καθοριστικός ρυθμιστής της καπιταλιστικής επιχείρησης και των εργαζόμενων της… Το κεφάλαιο, λοιπόν, εννοούμενο ως ένας εκ των παραγωγικών συντελεστών, παύει πλέον να εμφανίζεται ως ο μονάρχης του καπιταλιστικού παιχνιδιού. Και, συγχρόνως, αυτό που εννοούμε με την λέξη συντελεστής-κεφάλαιο δεν μπορεί να γίνει, πλέον, έγκυρα κατανοητό ως ένα στατικό, άκαμπτο ποσοτικό μέγεθος. Σήμερα ένα κεφάλαιο χωρίς επαρκή ταχύτητα, χωρίς επαρκή συνυφασμένη πληροφορία, χωρίς επαρκή ευελιξία και σκόπευση είναι, ουσιαστικά, ένα άκαρπο, αναποτελεσματικό κεφάλαιο: γίνεται, στην ουσία, ένα δανειακό κεφάλαιο «προς αποφυγή»…
Και όσο και να ακούγεται παράδοξο σε ορισμένους το σύγχρονο κεφαλαιοκρατικό σύστημα, ο παγκοσμιοποιούμενος καπιταλισμός, είναι πολύ λιγότερο κεφαλαιοκεντρικός από ότι ήταν πριν 50 και ακόμα πιο λίγο από ήταν πριν 100 χρόνια: και, κατά τα φαινόμενα, αυτή η μακροχρόνια τάση δεν πρόκειται να ανατραπεί εύκολα. Τι συμβαίνει λοιπόν;
Απλώς, το κεφάλαιο μέσα από το προοδευτικό άνοιγμα της παγκόσμιας αγοράς του, μέσα από την βαθμιαία άρση των γραφειοκρατικών εμποδίων στην διακίνηση του σε διεθνές επίπεδο, χάνει και απεκδύεται, αναγκαστικά, τον παραδοσιακό μανδύα της, δήθεν, «σιδερένιας» σπανιότητας του. Γίνεται και αυτό ένας παραγωγικός συντελεστής «σαν τους άλλους», τόσο σπάνιος όσο υποδεικνύει, απλώς, η τιμή του στην αγορά: συγκεκριμένα, το επιτόκιο. Εάν μπορείς «να σηκώσεις» αυτό το επιτόκιο τότε το κεφάλαιο είναι στην διάθεση σου. Αλλά, βέβαια, για να καταφέρεις να «το σηκώσεις» πρέπει να έχεις μια πραγματικά αποτελεσματική επιχείρηση, σε όρους παγκόσμιου πλέον ανταγωνισμού ή, απλά και μόνον, να είσαι ένας πειστικός στους διάφορους δανειοδότες και άφοβος –όσο και τυχερός- κερδοσκόπος…
• Παράλληλα, και οι φυσικοί πόροι ως κατηγόρια παραγωγικού συντελεστή απέκτησαν μια ιδιόμορφη νέα σημασία στο πέρασμα των τελευταίων δεκαετιών.
Δεν είναι μονάχα η όλο και πιο ακριβή και ασταθής αγορά του πετρελαίου που δεν παύει να ανησυχεί, και η οποία σε συμβολικό επίπεδο παραπέμπει άμεσα στην γέννηση της κρίσης στην δεκαετία του 1970. Και δεν είναι μονάχα η βαθμιαία καταστροφή πολλών στοιχείων του φυσικού –και συχνά μη αναπαραγόμενου- πλούτου και, συγχρόνως, η αυξανόμενη συνειδητοποίηση των περιβαλλοντικών ορίων του πλανήτη μας.
Με αρκετά περίεργο τρόπο, οι φυσικοί πόροι ως συστατικά της καπιταλιστικής παραγωγικής διαδικασίας αποκτούν μέσα στην παγκοσμιοποίηση, συγχρόνως, και μεγαλύτερη και μικρότερη κοινωνικοοικονομική σημασία σε σχέση με εχθές. Μεγαλύτερη σημασία γιατί φαίνεται η παγκόσμια αγορά να αντιλαμβάνεται προοδευτικά πως οι φυσικοί πόροι της γης δεν είναι ανεξάντλητοι. Από την άλλη πλευρά, όμως, όλο και λιγότεροι επιμέρους φυσικοί πόροι που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή οικονομικών αγαθών φαίνεται να διακρατούν, πλέον, μια «ανυπέρβλητη στρατηγική σημασία»: σχεδόν όλοι οι οικονομικά ενεργοί φυσικοί πόροι μπορούν, πλέον, με περισσότερο ή λιγότερο οδυνηρό τρόπο, σε οικονομικούς όρους, να υποκατασταθούν.
Η γρήγορη ανάπτυξη της τεχνολογίας βρίσκεται, στην ουσία, πίσω από αυτό το νέο διαλεκτικό και αμφίσημο περιεχόμενο που λαμβάνει η έννοια του φυσικού πόρου ως παραγωγικός συντελεστής, την εποχή της παγκοσμιοποίησης. Στον αγώνα του ο άνθρωπος, εναντίον της έλλειψης και της στενότητας των πόρων του φυσικού περιβάλλοντος του έχει και θα έχει την τεχνολογία, συγχρόνως, ως σύμμαχο και ως εχθρό. Εχθρό κάθε φορά που οι νέες τεχνολογικές δυνατότητες χρησιμοποιούνται μυωπικά και με βραχυπρόθεσμο σκεπτικό, σύμμαχο κάθε φορά που αυτές του προσφέρουν νέες αποτελεσματικές λύσεις βιώσιμης ανάπτυξης και παρέχουν ισχυρά φάρμακα για την θεραπεία των δεινών, ταυτόχρονα, της φτώχειας και της περιβαλλοντικής καταστροφής του χθες.
❝Γιατί σε τελική ανάλυση η ίδια η τεχνολογία δεν είναι ποτέ μια εξωγενής παράμετρος του κοινωνικοοικονομικού συστήματος: δεν είναι μια ευλογία ή μια κατάρα που πέφτει από τον ουρανό… Η τεχνολογία είναι πάντοτε μια κοινωνικοοικονομική κατασκευή. Η τεχνολογία, και οι παραγωγές τεχνικές της, κάθε φορά δεν είναι παρά αυτό που τις κάνει ο ίδιος ο χρήστης τους: όμως, πάντοτε παίρνουν την μορφή και το περιεχόμενο που προδιαγράφουν, σε μεγάλο βαθμό, οι κοινωνικοοικονομικές σχέσεις που τις κυοφόρησαν.❞
Και βέβαια, και η νέα τεχνολογία δεν λειτουργεί ποτέ μέσα στο κενό: οι πλέον δραστικές διαστάσεις της νέας τεχνολογίας ριζώνουν, αναπτύσσονται, συντίθενται και αξιοποιούνται στην κοιτίδα της σύγχρονης καπιταλιστικής επιχείρησης. Γι’ αυτό και η ευρύτερη προβληματική της διαχείρισης των φυσικών πόρων του πλανήτη δεν μπορεί, πλέον, να γίνει έγκυρα αντιληπτή ως αποδεσμευμένη από την ειδικότερη προβληματική της μετεξέλιξης της σύγχρονης καπιταλιστικής επιχείρησης μέσα στην παγκοσμιοποίηση. Και σε αυτό το επίπεδο η καπιταλιστική επιχείρηση έχει τον ρόλο του κομβικού ρυθμιστή.
Τέλος, η εποχή της παγκοσμιοποίησης σημαδεύεται και από την εκρηκτική ενίσχυση της σημασίας ενός παραγωγικού πόρου ο οποίος, εθεωρείτο σταθερά στα πλαίσια της παραδοσιακής οικονομικής θεωρίας ως «ελεύθερος», δευτερεύων, υπάλληλος, ενσωματωμένος στις μηχανές ή απλά συνοδευτικός: του πόρου-πληροφορία.
Και αυτό δεν οφείλεται μονάχα στην διείσδυση του προσωπικού υπολογιστή σε κάθε πλευρά της ζωής μας. Δεν πρόκειται, απλώς, για το ότι κάθε είδους δεδομένα –αριθμοί, κείμενο, ήχος, εικόνα, σύμβολα…- μπορούν, πλέον, να αποκτήσουν ψηφιακή μορφή, να αποθηκευτούν, να τροποποιηθούν και να προωθηθούν σε οποιοδήποτε υπολογιστή στην άλλη μεριά του πλανήτη, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, μέσω του συνεχώς εξαπλούμενου παγκόσμιου ηλεκτρονικού ιστού.
Δεν έχουμε να κάνουμε, απλώς, με την επανάσταση των μικροεπεξεργαστών που δίνει στις νέες γενιές PC μια εκθετική αύξηση της ισχύος τους, ούτε απλώς με τις, συνεχώς επεκτεινόμενες στην χρήση τους, νέες τεχνικές εφαρμογές της πληροφορικής: «έξυπνες κάρτες», Auto PCs, υπολογιστές χειρός… Ούτε, απλώς, με τα όλο και πιο σύνθετα και εκτεταμένα εξειδικευμένα πληροφοριακά δίκτυα, εξωτερικά και εσωτερικά (intranets) στις επιχειρήσεις. Ούτε με τις ραγδαία νεοαναδυόμενες υβριδικές πληροφοριακές βιομηχανίες που συντίθενται διάμεσου πολύπλοκων συνθέσεων/ ανασυνθέσεων διαφορετικών κλάδων: κλάδοι οι οποίοι ως εχθές χαρακτηριζόντουσαν μάλιστα, από τους περισσότερους χωρίς ενδοιασμούς, ως «άσχετοι μεταξύ τους»
Όλα τα παραπάνω βρίσκονται, σίγουρα, μέσα στον χορό της επανάστασης της πληροφορίας την εποχή της παγκοσμιοποίησης. Αλλά δεν αποτελούν την ρίζα αυτής της επανάστασης. Γιατί στο βάθος, η επανάσταση της πληροφορίας την εποχή της παγκοσμιοποίησης δεν συνοψίζεται, απλώς, σε ένα ποσοτικά αυξανόμενο κύμα νέων, αποσπασματικά αθροιζόμενων, τεχνολογικών εφαρμογών. Αντίθετα, η επανάσταση της πληροφορίας την εποχή της παγκοσμιοποίησης καταφέρνει να αλλάζει την «θεμελιακή γεωμετρία» με την οποία ο ίδιος ο καπιταλισμός αντιλαμβάνεται τις διαστάσεις του χώρου, του χρόνου και των στόχων του: στο βάθος, αλλάζει την ποιότητα της γνώσης του έπ’ αυτών των διαστάσεων.
Γι’ αυτό και ο επιχειρησιακός αγώνας για όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα, για όλο και μεγαλύτερη ακρίβεια, για όλο και μεγαλύτερη συνδετικότητα (connectivity), για όλο και μεγαλύτερη διορατικότητα… δεν αποτελεί, πλέον, την έκφραση απλών προσθετικών αιτημάτων. Αντίθετα, πηγάζει πλέον από μια νέα λογική για το τι σημαίνει πληροφορία, και πολύ περισσότερο τι σημαίνει ευρεία γνώση, ως το νέο θεμέλιο της καπιταλιστικής δράσης
Στην εποχή μας, ακριβώς εξ’ αιτίας της αναδυόμενης «αφθονίας» της πληροφορίας, γίνεται όλο και πιο αντιληπτό ότι απλώς περισσότερη πληροφορία όχι μόνο δεν έχει πάντοτε κάτι θετικό να προσφέρει σε αυτόν που λαμβάνει τις αποφάσεις αλλά, κάποιες φορές μάλιστα, του αφαιρεί: τα φαινόμενα του πληροφοριακού υπερκορεσμού και της παράλυσης εξ’ αιτίας του ακατάπαυστου πληροφοριακού βομβαρδισμού δεν παύουν να πολλαπλασιάζονται…
Και με αυτόν τον τρόπο γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο ότι αυτό που έχει, πλέον, την κρισιμότερη σημασία μέσα στο καπιταλιστικό παιχνίδι δεν είναι η, όλο και πιο εύκολη στην απόκτηση της, πληροφορία αλλά η γνώση που συσσωρεύεται στον «συλλογικό εγκέφαλο» της επιχείρησης, της τοπικής αγοράς και της κοινωνίας (βλέπε σχήμα 5.5).
Χωρίς αμφιβολία, λοιπόν, αυτός ο μετασχηματισμός της πληροφορίας σε γνώση δεν πρέπει να γίνεται ποτέ αντιληπτός ως μια αυτόματη, μηχανιστική διαδικασία. Αναμφισβήτητα, η ανάπτυξη των μηχανισμών επεξεργασίας των δεδομένων, που εμπερικλείει η σύγχρονη επανάσταση της πληροφορικής, αυξάνει δραστικά την ποιότητα της λαμβανόμενης πληροφορίας. Αλλά ο μετασχηματισμός αυτής της πληροφορίας σε γνώση, η άντληση της διάμεσου του αντιληπτικού φίλτρου της επιχείρησης, η αφομοίωση, και η βαθμιαία μετεξέλιξη του πλαισίου κατανόησης της -δηλαδή της συνολικής επιχειρηματικής οπτικής της- δεν παύει να είναι μια λεπτή κοινωνικοοικονομική εξελικτική διαδικασία, θα λέγαμε «βιολογικού» τύπου. Η παραγωγή και η αναπαραγωγή της γνώσης είναι μια οργανική διαδικασία εντελώς διαφοροποιημένη ανάλογα με το είδος της επιχείρησης που αφορά και του περιβάλλοντος της.
* Απόσπασμα από το βιβλίο του καθηγητή Δρ Χάρη Βλάδου «Η Δυναμική της Παγκοσμιοποίησης και οι Επιχειρήσεις στην Ελλάδα»: Εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ: σελ 242, Κεφ 3: Τα νέα ρεύματα της οικονομικής επιστήμης: Η ανταγωνιστικότητα ως εξελικτική σύνθεση
**Σημειώνεται ότι σε αναρτήσεις μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όπως στην περίπτωσή μας, δεν περιλαμβάνονται οι πλούσιες βιβλιογραφικές πηγές του συγγράμματος, τις οποίες επικαλείται ο συγγραφέας προς ισχυροποίηση και τεκμηρίωση των θέσεων του.