“ Τι κάθομαι και θυμάμαι τώρα, ε;… Τόσα χρόνια πριν… Ακόμα με κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή…
Όταν κυριαρχούσε, ακόμα, το “λεφτά υπάρχουν”… Κι όλοι νόμιζαν, τότε, πως τίποτα δεν μπορούσε να αλλάξει, προς το χειρότερο… Τότε… Ναι, κάποιοι καταλάβαιναν τι έρχεται… Ναι, απο τότε… Και τόλμαγαν και να το πουν…”
“Κυρίες και κύριοι, Η κρίση είναι μια αυστηρά διφυής έννοια. Υπογράφει το θάνατο του παλιού. Αναγγέλλει τη γέννηση του νέου. Θάνατος και γέννηση, γέννηση και θάνατος, μαζί. Και το ένα και το άλλο: πάντα μαζί.
Αλλά ας μην ελπίσετε, εκ μέρους μου, σε μια ζυγιασμένη μεταξύ αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας, γλυκερή ομιλία.
Όχι. Γιατί η κρίση δεν έχει τις ίδιες, μοιρασμένες, επιπτώσεις για όλους. Όχι. Γιατί η κρίση συχνά στέλνει άδικα το λογαριασμό στο διπλανό τραπέζι: και μάλιστα κάποιες φορές στην παρέα αυτών που δεν πρόλαβαν ακόμα καν να παραγγείλουν, όπως φαίνεται να συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό στην περίπτωση της οικονομίας και της κοινωνίας μας. Όχι, γιατί, εντέλει, έχει πάντα σημασία ποιο παλιό πεθαίνει και ποιο νέο έρχεται να πάρει τη θέση του.
Και ας πούμε πως το παλιό είναι, έτσι κι αλλιώς, γερασμένο, κορεσμένο: καλά να πάθει, ας φύγει. Το νέο όμως; Πόσο σίγουροι είστε, αγαπητοί μου, πως αυτό το νέο που ξημερώνει για την οικονομία και την κοινωνία μας θα μπορούσε να είναι καλύτερο;
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με μια σειρά.
Είναι, λοιπόν, αλήθεια ότι στις μέρες μας ο παγκόσμιος καπιταλισμός διέρχεται μια φάση δομικής κρίσης μετασχηματισμού: μιας κρίσης που οδηγεί σε μια βαθιά αναδιάρθρωση της συνολικής φυσιογνωμίας και της λειτουργικής αρχιτεκτονικής του, σε παγκόσμιο επίπεδο.
Πρόκειται όντως για μια κρίση που ακουμπά τόσο τα εννοιολογικά θεμέλια και τις αρχές του όσο και τις τεχνικές και μεθοδολογίες διαχείρισής του: τόσο τη φιλοσοφία όσο και τις επιμέρους διαδικασίες του: είναι μια κρίση δομική, οργανική θα έλεγα.
Όχι, δεν έχουμε εδώ να κάνουμε με μια κρίση επιφανειακή και συγκυριακή, όπως οι περισσότεροι αναλυτές έσπευδαν να μας καθησυχάσουν, μόλις μερικούς μήνες νωρίτερα.
Μέσα σ’ αυτήν τη δίνη βρίσκεται -δεν θα μπορούσε αλλιώς, άλλωστε- και στο σύνολό της η ευρωπαϊκή οικονομία, με διαφοροποιημένες, φυσικά, τις επιπτώσεις ανά περίπτωση χώρας, καθώς αποτελεί αναπόσπαστο υποσύνολο- φορέα δράσης στο εσωτερικό παγκόσμιας οικονομίας των ημερών μας: αδιάσπαστο μέρος μέσα στην εντονότατα αλληλεξαρτησιακή φύση της ίδιας της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης.
Ναι λοιπόν, η παγκόσμια κρίση είναι βαθιά κι αμετάκλητη. Τα τεκμήρια, όντως, άφθονα. Και ίσως από τις ελάχιστες φορές στο χώρο της οικονομικής επιστήμης τόσο σαφή και τόσο αδρά.
Δεν είναι μονάχα το ότι τράπεζες-κολοσσοί καταρρέουν, ότι επιχειρήσεις-σύμβολα του παγκοσμιοποιούμενου καπιταλισμού συρρικνώνονται δραστικά, ανασχεδιαζόμενες με τη μέθοδο του δημοσιο-παρεμβατικού Προκρούστη, μπας και σωθούν προσωρινά, δεν είναι ότι η ανεργία φτάνει σε τραγικά ύψη σε πολλές αναπτυγμένες οικονομίες του πλανήτη, το ότι το ΑΕΠ τους μειώνεται για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, το ότι τα δημόσια οικονομικά τους φτάνουν σε σημείο εκρηκτικής ανισορροπίας: το ότι πολλές λιγότερο αναπτυγμένες χώρες βλέπουν την έως εχθές βάσιμη ελπίδα τους για μια σχετικά γρήγορη οικονομική ανάπτυξη να απομακρύνεται στο βαθύ μέλλον.
Το χειρότερο ίσως είναι πως ελάχιστα φαίνεται πως μπορούν να κατανοήσουν, όλοι οι ιθύνοντες και όλοι οι πολίτες μαζί, όλων των κοινωνιών του πλανήτη μας, πώς ακριβώς θα είναι, τι ακριβώς νέο θα μας ζητά και τι θα μας δίνει ο νέος παγκόσμιος καπιταλισμός που αναδύεται ακάθεκτος.
Γιατί κατά τα φαινόμενα αυτό που αναδύεται -μέρα τη μέρα, σιωπηλά ή κραυγαλέα, έτσι κι αλλιώς επώδυνα- μέσα στην κρίση και το οποίο θα αποκρυσταλλώνεται προοδευτικά μπροστά στα μάτια μας, πρώτον, δεν θα πάψει να είναι καπιταλισμός και, δεύτερον, δεν θα πάψει να είναι παγκόσμιος.
Ας μη θρηνήσουμε, όμως, σ’ αυτά. Δεν θα υποδυθώ εδώ, φυσικά, τον ακραιφνή υποστηρικτή του παγκόσμιου καπιταλισμού. Αλλά μου φαίνεται κάπως ανιστόρητη η γεμάτη εκδικητικότητα τρέχουσα προσμονή της φαντασμαγορικής κατάρρευσής του εκ μέρους αρκετών δήθεν «ευαίσθητων προοδευτικών»: με δήθεν και στα δύο αυτά επίθετα, δυστυχώς.
Συνοψίζοντας, αυτοί εκφράζονται συνήθως, κάπως έτσι: «Ευτυχώς, ο καπιταλισμός καταρρέει, μια αντικαπιταλιστική κοινωνία ελευθερίας, δικαιοσύνης και ευμάρειας για όλους, θα εδραιωθεί επιτέλους, αναίμακτα».
Μα αν τολμήσεις και τους ρωτήσεις «Ποια, βρε παιδιά, πού και πότε την είδατε τελευταία; -στον υπαρκτό σοσιαλισμό, στη φεουδαρχία ή στη δουλοκτησία;- και πώς θα τη φτιάξουμε, δηλαδή;» εκεί το πράγμα, φυσικά, κάπως ζορίζει και τα συνήθη «ρομαντικά λατινικά» τους φρενάρουν.
Μετά, συνήθως, ακολουθούν, εν είδει εθιμοτυπίας, εκ μέρους τους δυο-τρεις κορόνες για το «τέρας του καπιταλιστικού καταναλωτισμού» μα πάντα ξαφνικά – εννιά στις δέκα φορές, δηλαδή- τότε είναι που κτυπά το κινητό τους και επιβιβάζονται χαμογελαστοί κι αμέριμνοι στο νεοαποκτηθέν πολυτελές γιωταχί τους.
Φυσικά. Πού καιρός για επανάσταση; Η σύζυγος περιμένει στο κομμωτήριο…
Αλλά ας επιμείνουμε στην ουσία.
Κατά τα φαινόμενα, το αύριό μας θα συνεχίσει να είναι καπιταλιστικό. Όπως και παγκόσμιο.
Η δυναμική της παγκοσμιοποίησης, όμως, δεν είναι, πλέον, η ίδια με εκείνη του χθες. Με αυτή που μάθαμε να ζούμε.
Όσες εθνικές οικονομίες -και οι κοινωνίες τους, φυσικά, που τις περιβάλλουν δομικά- δεν κινηθούν με αποφασιστικότητα σε βαθιές διαρθρωτικές αλλαγές, σε ανατοποθέτηση της ίδιας της έννοιας της πολιτικής δικαιοσύνης και αποτελεσματικότητας, σε ριζική επαναδιαπραγμάτευση των προτεραιοτήτων και των τακτικών τους, δεν θα καταφέρουν να διατηρήσουν και να επεκτείνουν τα «κεκτημένα» τους στον νέο αιώνα.
Και όποιος φορέας δράσης, δημόσιος ή ιδιωτικός, μεγάλος ή μικρός, πιστέψει πως έχει, πλέον, χρόνο να αναβάλει το «πικρό ποτήρι» της βαθιάς αλλαγής, θα το πληρώσει, κατά τα φαινόμενα, πολύ ακριβά στο άμεσο μέλλον.”