Ξύπνησε, όπως πάντα, στις 7.00. Το ξυπνητήρι στο κομοδίνο, σκοτεινό. Δεν το χρειαζόταν, όμως, έτσι ή αλλιώς. Είχε συνηθίσει. Το ρεύμα θα ξαναρχόταν στο σπίτι στις 11.00. Αυτός θα ήταν, ήδη, στην δουλειά.
Ήπιε γρήγορα τον καφέ που είχε φτιάξει από βραδύς. Κρύος, φυσικά. Καφές; Ας πούμε. Περίπου, αυτό το ζουμί έμοιαζε κάπως με καφέ.
Το γάλα σε μικρές μεριδούλες, φυσικά, που δεν χρειάζονται ψυγείο, αλλά πανάκριβο, πλέον. Και δυσεύρετο. Εισαγόμενο βλέπεις. Και ο μινιμαρκετατζής του το είχε πει, χύμα:
«Φίλε μου, ο προμηθευτής μου το πουλάει με ευρώ. Κι εγώ είμαι αναγκασμένος να το πουλάω σε ευρώ, αλλιώς πως; Στα ράφια βλέπεις δεν έχω γαλατάκια. Αλλά έχω στην αποθήκη, πίσω, μερικά. Ευρώ, εσύ, έχεις;»…
Έπρεπε να κάνει γρήγορα. 7.20 περίπου το επόμενο λεωφορείο. Μετά στις 10.00. Λίγα τα καύσιμα, λίγα τα δρομολόγια, πλέον, φυσικά. Το πετρέλαιο το έχει ανάγκη το κράτος για πιο σημαντικές χρήσεις. Φυσικά. Κατεβαίνοντας τις σκάλες και βγαίνοντας στον δρόμο είδε το παρκαρισμένο ΙΧ του. Πόσο είχε επιθυμήσει μια χαλαρή αυτοκινητάδα με την οικογένεια, το βραδάκι. Αλλά…
Το λεωφορείο φίσκα. Τεράστια η ουρά στην στάση, σπρωξίματα και στριμωξίδι, αφόρητο. Όπως κάθε μέρα, πλέον. Στα μάτια όλων γύρω του μια αδυσώπητη σκοτεινιά κι ας έφεγγε λαμπρός ο Αττικός ήλιος. Κατέβηκε στην στάση, μπροστά στην Τράπεζα. Η συνηθισμένη ουρά, στο ΑΤΜ. Δραχμή φυσικά, αλλά η ουρά- ουρά. Και δυο αστυνομικοί μπροστά, με αλεξίσφαιρα γιλέκα και πολυβόλο στα χέρια… Οι σπασμένες βιτρίνες του απέναντι σουπερ-μάρκετ μάλλον δικαιολογούσαν την παρουσία τους.
Ποιος το περίμενε πριν μερικούς μήνες; Βενεζουέλα η Ελλάδα, ε;
Έπρεπε να βιαστεί να σηκώσει λεφτά για να στηθεί στην ουρά στο φαρμακείο. Κι αν θα έβρισκε, δηλαδή, και την αντιβίωση που του έγραψε ο γιατρός, για την μικρή. Κακώς, φυσικά, τα είχανε κακομάθει τα παιδιά, τόσα χρόνια, με φάρμακα στο παραμικρό. Αλλά και ουρά για μια απλή αντιβίωση, ε; Ποιος το περίμενε…
Μετά, έπρεπε πάλι να βιαστεί, όσο πιο γρήγορα. Να φτάσει στην «εταιρία». Ας το πούμε «εταιρία», πλέον, δηλαδή. «Εισαγωγική» με εισαγωγικά. Τι εισαγωγές, πλέον; Πως και με τι; Το προηγούμενο μήνα απολύθηκαν 4 ακόμα συνάδελφοι. Το αφεντικό του είχε μιλήσει προ ημερών καθαρά: «Μετράμε μέρες μέχρι το λουκέτο παιδιά. Το κούρεμα μας έσκισε. Μας τελειώσανε.»
Και τι θα έκανε, λοιπόν, ε; Πίσω στο χωριό, με όλη την οικογένεια; Πως; Και πες να δουλέψει στα χωράφια. Οκ. Αλλά πως; Με τι; Με τα νύχια του να σκάψει; Και με τι να αγοράσει σπόρους και λιπάσματα; Με δραχμούλα- χαρτοπετσετούλα; Δεν… Και βλέπεις τέρμα και οι επιδοτήσεις, τέρμα και η προστασία των «κουτόφραγκων». Τώρα μόνοι μας.
Αλλά και τι πάει πια καλά, στην χώρα;
Ναι, ο τουρισμός. Κάποιοι βέβαια μιλάνε για έκρηξη του «σεξοτουρισμού» και για «ανήλικη πορνεία». Ναι, οι γνωστοί κινδυνολόγοι… Άκου «ανήλικη πορνεία»; Τουλάχιστον, να βρει αντιβίωση για την μικρή…
(Αυτό μακάρι να παραμείνει, απλώς, ένας εφιάλτης…)