Οι κυβερνήσεις πέφτουνε αλλά η σήψη μένει

“ Αν οι ειδήσεις δεν αφορούσαν στους πρωταγωνιστές, αλλά στα αποτελέσματα της πολιτικής στην Ελλάδα, δύσκολα θα μπορούσες να αντιληφθείς ότι έχει αλλάξει κυβέρνηση.

Κι όχι μόνο τώρα, με την «πρώτη φορά αριστερά», αλλά σ’ ολόκληρη τη μεταπολίτευση.



Ναι, ο Μπαλτάς διαλύει τα πάντα στην Παιδεία, τσεκουρώνει ό,τι θετικό προέβλεπε ο νόμος Διαμαντοπούλου, αλλά η προηγούμενη κυβέρνηση δεν ήταν αυτή που είχε αρχίσει να τον πριονίζει, άρθο – άρθρο;

Όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν ήταν αυτές που αποδέχθηκαν ως νόμο τον φασισμό του φοιτητοπατέρα και την μετατροπή των Πανεπιστημίων σε αχούρια και άντρα παρανομίας;

Ναι, ο Σκουρλέτης πιστεύει ότι η χώρα μπορεί να έχει περισσότερους συνταξιούχους απ’ όσους εργαζόμενους, αλλά οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν ήταν αυτές που έστησαν τη φάμπρικα των πρόωρων συντάξεων και των ψευτοανάπηρων;

Η συγκυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ δεν άφησε ανέγγιχτα τα «ώριμα δικαιώματα» των ημετέρων;

Δεν διαφήμιζε μέχρι την μέρα των εκλογών πλασματικά χρόνια και εθελούσιες χρυσοπληρωμένες εξόδους 50άρηδων;

Στην πραγματικότητα, μία μόνο «ιδεολογία» εφαρμόστηκε στην Ελλάδα: ο πελατειακός κρατισμός. Με το ίδιο σενάριο, τα ίδια σκηνικά. Μπορεί να άλλαζαν τα «κοστούμια»: πότε γραβάτα, πότε ζιβάγκο, πότε ξεκούμπωτο πουκάμισο. Αλλά το έργο αποδόθηκε πιστά. Κάθε κόμμα εξουσίας είχε ένα, ουσιαστικά, ακροατήριο: το Δημόσιο και όσους σιτίζονται ή προσδοκούν να σιτιστούν απ’ αυτό. Φρόντιζαν βέβαια αυτή την κυνική στόχευση να την πασπαλίζουν με ωραία λόγια: δικαιοσύνη, αξιοπρέπεια, περηφάνεια, ισότητα. Κι έτσι υπέκλεπταν τις ψήφους των αφελών ή των συναισθηματικά ευάλωτων. Ακόμα και του ιδιωτικού τομέα. Όμως πανομοιότυπη ήταν και η συνέχεια: την επαύριο των εκλογών, η «καμμένη γη», τα «λάθος στοιχεία», οι «διεθνείς τοκογλύφοι», οι «εκβιαστές εταίροι» διέλυαν τις προεκλογικές εξαγγελίες σαν πρωινή ομίχλη.

Σε τι διαφέρει η επερχόμενη κωλοτούμπα του Τσίπρα από την αντίστοιχη του Σαμαρά το 2012; Εκείνος δεν σήκωσε πρώτος την αντιμνημονιακή παντιέρα, την οποία αναγκάστηκε να υποστείλει μόλις προσγειώθηκε στην πραγματικότητα; Εκείνος, ως αντιπολίτευση, δεν διέγραψε την Ντ. Μπακογιάννη όταν ψήφισε «ναι» στη δανειακή σύμβαση, για να διαγράψει, ως κυβέρνηση, λίγο αργότερα, όσους ψήφισαν «όχι»; Εκείνος δεν λανσάρησε τον παραλογισμό του ότι μπορείς να ζητάς λεφτά χωρίς δεσμεύσεις; Ο Τσίπρας πήρε έτοιμη μια χυδαία λαϊκιστική καμπάνια, που πουλούσε στο αφιονισμένο πόπολο, και απλώς τής άλλαξε το brand name.

Ο Σαμαράς είχε το 2009 μια ιδανική ευκαιρία. Ήταν φρέσκος αρχηγός στη ΝΔ, με πρωθυπουργό έναν παλιό του συγκάτοικο και φίλο. Είχαν, κι οι δύο, διεθνή κουλτούρα (θεωρητικά τουλάχιστον) και γνώση της φαυλότητας του πελατειακού μηχανισμού. Σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους, πολλοί τούς είχαν ακούσει να αναγνωρίζουν ότι ο μεγάλος ασθενής της ελληνικού δράματος ήταν το Δημόσιο και αυτό έπρεπε να αναμορφωθεί εκ βάθρων. ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, διέθεταν τον εξαιρετικά ασφαλή αριθμό των 251 βουλευτών που θα μπορούσε να στηρίξει οποιαδήποτε σοβαρή μεταρρύθμιση, όσο πολιτικό κόστος κι αν είχε. Επιπλέον, η ΝΔ, μολονότι αντιπολίτευση, ήταν περισσότερο κοντά στην ιδέα των μεταρρυθμίσεων και της στήριξης της επιχειρηματικότητας. Οι παραδοσιακοί ψηφοφόροι της αλλά και πολλά στελέχη της αντιμετώπιζαν με βδελυγμία τη διάβρωση του αστικού χώρου από τον λαϊκισμό. Άρα, η στήριξη των μεταρρυθμίσεων όχι μόνο δεν ήταν δύσκολη για τον Σαμαρά, αλλά αντιθέτως θα εγκαινίαζε μία νέα περίοδο πολιτικού πολιτισμού. Ο ψηφοφόρος που είχε σιχαθεί το «όχι σε όλα» της εκάστοτε αντιπολίτευσης θα εκτιμούσε έναν νέο ηγέτη που θα επένδυε στην συνεννόηση και τη συνεργασία.

Κι όμως. Ο Σαμαράς αναδείχθηκε, ακόμα μία φορά μετά τον τορπιλισμό της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ως το μοιραίο πρόσωπο στην ελληνική ιστορία. Αντί να προτάξει το εθνικό συμφέρον και να καταστρώσουν με το ΠΑΣΟΚ ένα διακομματικό σχέδιο εξόδου από την κρίση, προτίμησε να ξεκινήσει έναν φτηνό ανένδοτο φθοράς του Γ. Παπανδρέου με κάθε τρόπο. Ο αντιευρωπαϊκός οίστρος και ο προφανής παραλογισμός της θεωρίας ότι το μνημόνιο ευθύνεται για την χρεοκοπία και όχι το αντίστροφο, εφεύρημα του Σαμαρά ήταν. Ο Σαμαράς δαιμονοποίησε τους εταίρους, ο Σαμαράς κατακεραύνωνε ως τοκογλύφους όσους μας δάνειζαν με μικρότερο επιτόκιο από αυτό που δανειζόντουσαν, ο Σαμαράς περιθωριοποίησε κάθε λογική φωνή στο κόμμα του, εξωθώντας τόν, έτσι κι αλλιώς, ανεπαρκή Παπανδρέου, στις αγκάλες του παλιού, «δοκιμασμένου» ΠΑΣΟΚ, του Ρέππα και του Σκανδαλίδη.

Αλλά και το 2012, ο Σαμαράς αποδείχθηκε εντελώς ανίκανος να αντιληφθεί τη σοβαρότητα των στιγμών. Οι εκλογές του Μαΐου ήταν ένα από τα πιο εύκολα πολιτικά αναγνώσματα. Ο λαϊκισμός με όλες του τις εκφάνσεις κάλπαζε. Ο μαύρος φασισμός θα συμπλήρωνε τον κόκκινο καθιερώνοντας το παράδοξο φαινόμενο της ανόδου πολιτικών κομμάτων που συμμετέχουν στην αστική δημοκρατία για να την καταλύσουν. Ήταν πασιφανές και στον πιο αδαή, το πού οδηγούσε αυτός ο εκτροχιασμός. Το τοπίο μύριζε μπαρούτι. Τι θα έπρεπε να κάνει οποιοσδήποτε εχέφρων ηγέτης που ήθελε να φανεί αντάξιος της ιστορικής πρόκλησης; Να δημιουργήσει ένα ευρύ μέτωπο αστικών δυνάμεων, με προτάγματα τις απαραίτητες πλην όμως οδυνηρές για τον πελατειακό μηχανισμό μεταρρυθμίσεις: απελευθέρωση οικονομίας, εκσυγχρονισμό και μείωση του Δημοσίου, σταθερό φορολογικό και νομικό πλαίσιο. Κι επιτέλους να εξηγήσει στον πολίτη ότι κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να μας δανείζει εσαεί κι ότι οι εταίροι έχουν επιδείξει εμπράκτως την μεγαλύτερη αλληλεγγύη σε κράτος στην παγκόσμια ιστορία, κάνοντας το μεγαλύτερο κούρεμα χρέους και εκταμιεύοντας το μεγαλύτερο δάνειο, από καταβολής κόσμου!

Τι έκανε; Ξέχασε τα Ζάππεια, όπως ο Τσίπρας το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης. Εξακολούθησε να εξαπατά και τους εταίρους και τους Έλληνες πολίτες. Τους πρώτους, συμφωνώντας στα χαρτιά σε μεταρρυθμίσεις που ακύρωνε στην πράξη και τους δεύτερους, τσακίζοντάς τους στη φορολογία. Έτσι υπονόμευσε την ίδια την ιδέα των μεταρρυθμίσεων δίνοντας την ευκαιρία στην αντιπολίτευση να κατηγορεί ως αίτιο της μιζέριας μας το μνημόνιο και όχι την μη εφαρμογή του. Ο πολίτης άκουγε, κάθε φορά που έρχονταν οι τροϊκανοί, για μάχες που έδινε η κυβέρνηση, για κόκκινες γραμμές για την υπεράσπιση των οποίων οι κυβερνητικοί ήταν έτοιμοι να δώσουν και τη ζωή τους προστατεύοντας τον λαό από τους αιμοβόρους δανειστές. Και το πίστεψε. Είναι βολικό, άλλωστε, να επινοείς εχθρούς από το να διαπιστώνεις τη γύμνια σου.

Ο ψηφοφόρος δεν αντιλήφθηκε ότι όλη η πρεμούρα του συστήματος ήταν η διαφύλαξη των προνομίων των αγαπημένων συντεχνιών και των «δικών τους παιδιών». Ότι όσους το σύστημα ήθελε να προστατεύσει από τις μειώσεις του ενιαίου μισθολογίου τούς «πάρκαρε» σε νομικά πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, 100% όμως χρηματοδοτούμενα από τον προϋπολογισμό, ή «τους τα έχωνε» με την μορφή των υπερωριών. Συναισθηματικά ένιωσε αλληλέγγυος με τον αγώνα των καθαριστριών, όχι γιατί είχε τη διάθεση να πληρώνει το καθάρισμα του υπουργείου δέκα φορές ακριβότερο από ό,τι μπορούσε να το βρει στην αγορά, αλλά γιατί ήξερε ότι οι καθαρίστριες ήταν στάχτη στα μάτια της τρόικας για τις απολύσεις στο δημόσιο, που έπρεπε να αρχίσουν από την ίδια τη Βουλή: από τους χιλιάδες υπαλλήλους της, συγγενείς και κολλητούς των πολιτικών όλων των κομμάτων, που το σύστημα διόρισε σε προσωποπαγείς θέσεις, δηλαδή εκτός οργανογράμματος, χωρίς να έχουν κανένα αντικείμενο εργασίας, και τους προίκισε με προκλητικά προνόμια, εις βάρος σου και εις βάρος μου. Οι κόκκινες γραμμές του Τσίπρα ήταν ακριβώς οι κόκκινες γραμμές της προηγούμενης συγκυβέρνησης: οι μισθοί και οι συντάξεις να πέφτουν στους πελάτες, κι όσο για τα υπόλοιπα, «γαία πυρί μιχθήτω».

Ο Σαμαράς στέρησε από τον μέσο ψηφοφόρο την ελπίδα. Τον Τσίπρα, από απελπισία τον ψήφισαν οι περισσότεροι. Έχω μιλήσει με πολλούς του 36,34%. Σοβαρούς ανθρώπους, που δεν έχουν καμμία σχέση ούτε με τα νταούλια των αγορών ούτε με τη σταλινική παράνοια. Οι περισσότεροι ψήφιζαν στο παρελθόν ΝΔ. Άλλαξαν προτίμηση, όχι επειδή τους γοήτευσε η μαθηματική διάνοια του... Στρατούλη, αλλά για να γίνει κάτι επιτέλους που θα ταρακουνήσει το πολιτικό σκηνικό. Το πέρασμα του ΣΥΡΙΖΑ από την κυβέρνηση, υποστηρίζουν, όσο κι αν κοστίσει, είναι το αναγκαίο τίμημα ώστε να απαλλαγούμε από τον λαϊκισμό και της αριστεράς και της δεξιάς. Η χρεοκοπία της χώρας χωρίς την στήριξη της Ε.Ε. ή η υπογραφή του 3ου μνημονίου από τον Τσίπρα, ό,τι από τα δύο και να συμβεί, θα είναι ο καταλύτης για να κλείσουν οι λογαριασμοί του εμφύλιου. Να τελειώνουμε μια και καλή με τον μύθο της «ηθικής υπεροχής της αριστεράς» και τη φαντασίωση για τα χρήματα που κάπου υπάρχουν και αρκεί να βγούμε στους δρόμους για να τα διεκδικήσουμε. Ο Σαμαράς δεν είχε τίποτε να προτείνει πέρα από φόρους, δίνοντας την ευκαιρία στους παρανοϊκούς της Κουμουνδούρου να προβάλουν ως οι προστάτες των αδυνάμων σε μια οικονομία που όλοι πια αισθάνονται αδύναμοι. Ο Σαμαράς έστρωσε το χαλί στον Τσίπρα, αυτός έκανε ένα μπουλούκι ανυπόληπτων γκρουπούσκουλων, κόμμα έξουσίας.

Ο Τσίπρας θα πέσει, ούτως ή άλλως. Αν δεν υπογράψει, θα τον γκρεμίσουν όσοι χειροκροτούσαν τα νταούλια και το «go back Μέρκελ», μόλις τα ΑΤΜ σταματήσουν να βγάζουν πενηντάρικα. Αν υπογράψει, θα τον γκρεμίσουν οι κομμουνιστικές συνιστώσες και οι πλατφόρμες της σταλινικής ορθοδοξίας, αλλά και οι εξελίξεις στην οικονομία. Διότι όλη του η έγνοια είναι οι φόροι. Από ποιους θα τα πάρει, κι όχι πώς θα αφήσει αυτή την έρημη χώρα να παράγει. Τον απαξιώνει κάθε μέρα και περισσότερο η ίδια η μεσαία τάξη που τον στήριξε, καθώς διαπιστώνει ότι «οι κυβερνήσεις πέφτουνε αλλά ο ΕΝΦΙΑ μένει». Έπρεπε ο Έλληνας να δει στο πετσί του ότι κι αυτοί, άθλιοι κρατιστές, ανάλγητοι φορομπήχτες είναι. Αυτό όμως δεν θα σημάνει παλινόστηση του Σαμαρά. Η φοροκαταιγίδα δεν δίνει ελπίδα σε κανέναν.

Άλλα κράτη, που ξέρουν καλά τι θα πει κρατισμός, όπως η Εσθονία, κάνουν άλματα, κι εμείς ακόμα στεκόμαστε μια ώρα όρθιοι στην ουρά του γκισέ του 2ου ορόφου της ΔΟΥ, για να πάρουμε μια βεβαίωση να την πάμε στον 3ο όροφο. Αρκετά πια. Την δεξιά της απάτης την είδαμε. Την αριστερά της απάτης, δεν χρειάζεται να τη δούμε περισσότερο. 4 μήνες νεκρικής ακαμψίας της οικονομίας ήταν αρκετοί. Δεν χρειάζεται να γίνει και η ταφή. Η χώρα πρέπει να φύγει μπροστά. Να αποκτήσει επιτέλους μια σοβαρή αστική παράταξη που να μην ντρέπεται να υποστηρίξει τις ιδέες που έχουν φέρει ευημερία σε όλα τα κράτη που τις εφάρμοσαν. Να μην νοιώθει άβολα προωθώντας το επιχειρείν. Να πει ξεκάθαρα πως δεν γίνεται να είσαι 50 ετών και συνταξιούχος, πως καμία χώρα δεν έχει μέλλον όταν αποστρατεύει το παραγωγικό της δυναμικό πάνω στα ντουζένια του. Να μειώσει το Δημόσιο καταργώντας χιλιάδες άχρηστους Οργανισμούς. Να χτυπήσει το τέρας του κρατικού συνδικαλισμού. Να εξαφανίσει και διαφθορά και γραφειοκρατία εφαρμόζοντας Πληροφορική σε όλη τη Δημόσια Διοίκηση. Και να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο του κράτους και την έννοια του δημόσιου αγαθού. Ότι, δηλαδή, το κράτος δεν είναι ο εργοδότης – πατερούλης αλλά ο διαχειριστής των χρημάτων του φορολογούμενου, διαιτητής του παιχνιδιού της ελεύθερης αγοράς, ο υποστηρικτής της ιδιωτικής οικονομίας, της μόνης που μπορεί να ξεκολλήσει τη χώρα από τον βούρκο. Και δημόσιο αγαθό δεν είναι αυτό που παράγει ο Δημόσιος Τομέας αλλά αυτό που πληρώνεται με τα χρήματα όλων μας – άρα το κράτος οφείλει να το προμηθεύεται σε καλή ποιότητα και στην μικρότερη δυνατή τιμή, χαρακτηριστικά που η κρατική «μηχανή» είναι εξ ορισμού αδύνατον να προσφέρει.

Ο Αντωναλέξης Τσιπραμαράς είναι ο Ιανός της παρακμής μας. Τα δύο πρόσωπα της εθνικής μας μιζέριας. Η σχιζοφρένεια του τσαμπουκά ζήτουλα, είτε ρετουσαρισμένη, όπως «οι πριν», είτε ξεδιάντροπη, όπως «οι τώρα». Είναι η Ελλάδα της λούφας και παραλλαγής, του επιτήδειου με τα «κονέ», των κουμπάρων και των συγγενών, του «μην αλλάξεις τίποτα», των δικαιωμάτων χωρίς υποχρεώσεις, της θεσμοποιημένης ανομίας.

Αυτή η Ελλάδα πρέπει να σβηστεί από τον χάρτη και στη θέση της να ανθίσει η Ελλάδα της καινοτομίας, της παραγωγής, της εξωστρέφειας, του διεθνούς ορίζοντα. Έφτασε επιτέλους η ώρα να αναδιαταχθεί το πολιτικό σκηνικό. Οι σοβαροί από τη μία, οι γραφικοί από την άλλη. Οι ευρωπαϊστές από τη μία, οι βενεζουελολάγνοι από την άλλη. Οι δουλευταράδες από την μία, οι προσοδοθήρες από την άλλη. Όσοι έχουν πάρει απόφαση να συγκρουσθούν με το τέρας από την μία, κι όσοι ψάχνουν ευκαιρία για να βγάλουν selfie μαζί του, από την άλλη.

Για να ξεκαθαρίσει το τοπίο. Και να πάψει το πολιτικό μας σύστημα να παράγει απάτη, ανοησία, δυστυχία και πολιτικές τερατογενέσεις με «σύνδρομο Τσιπραμαρά». ”