Υφεση και κρίση ΤέΛοΣ;;; με ένα παράλληλο νόμισμα (II)

“Το πρώτο άρθρο σε αυτή τη σειρά των δύο τμημάτων, απεικόνισε διάφορες επιλογές για τον σχεδιασμό ενός παράλληλου νομίσματος για την Ελλάδα, με στόχο να αποφευχθεί ένα Grexit καθώς και να βοηθήσει παράλληλα την Ελλάδα να αποπληρώσει το εξωτερικό της χρέος και να ξεκινήσει εκ νέου την οικονομική ανάκαμψη.



Αυτό το δεύτερο μέρος παρουσιάζει μια αποτίμηση των διαφορετικών επιλογών, αναφέρει τα αποτελέσματα της έρευνάς μας –η οποία προσομοιώνει την εφαρμογή ενός προγράμματος πιστοποιητικών έκπτωσης φόρου για την περίπτωση της Ελλάδας- και καταλήγει σε ορισμένα συμπεράσματα.

Αξιολόγηση των εναλλακτικών προτάσεων για παράλληλο νόμισμα

Οι προτάσεις που παρουσιάστηκαν στο πρώτο μέρος, μπορούν να αξιολογηθούν στη βάση του πώς κάθε τύπος σχεδίασης νομίσματος αναμένεται να επηρεάσει την εσωτερική συνολική ζήτηση και τις δημοσιονομικές μεταβλητές. Μπορεί να γίνουν οι ακόλουθες παρατηρήσεις.

Τα IOUs του Cochrane φαίνεται να λειτουργούν στην καλύτερη περίπτωση ως προσωρινό μέτρο, το οποίο θα επιτρέψει στην κυβέρνηση να προχωρήσει σε αποπληρωμές και να απελευθερώσει ευρώ για να εξυπηρετήσει το χρέος. Ωστόσο, η λύση πιθανώς δεν θα είναι βιώσιμη μεσοπρόθεσμα, από τη στιγμή που τα IOUs θα δημιουργούσαν μια νέα κατηγορία κρατικών υποχρεώσεων σε ευρώ, για την οποία κανείς δεν θα ξέρει εάν, πότε, και πώς θα τιμήσει η ελληνική κυβέρνηση. Επίσης, η έκδοση IOUs θα αντικαταστήσει μόνο λίγα ευρώ, αλλά δεν θα έχει καμία επίδραση στην συνολική εγχώρια ζήτηση, παραγωγή και απασχόληση.

Αναφορικά με τα TANs (χρεόγραφα αναμενόμενων φορολογικών εσόδων), σε αντίθεση με τα IOUs του Cochrane, δεν θα εκπροσωπούν τις υποχρεώσεις χρέους για την κυβέρνηση που τα εκδίδει. Σε ό,τι αφορά άλλες επιπτώσεις, αυτές εξαρτώνται από το πώς ερμηνεύεται η πρόταση. Εάν τα χρεόγραφα εκδίδονται και χρησιμοποιούνται ως υποκατάστατο λίγων ευρώ για τις πληρωμές δημοσίου, θα δράσουν ως υποστηρικτικό μέσο, όπως τα IOUs του Cochrane,αλλά δεν θα έχουν καμία επίδραση στην συνολική εσωτερική ζήτηση.

Αυτό το συμπέρασμα θα αλλάξει εάν η κυβέρνηση που το εκδίδει επρόκειτο να τα εκχωρήσει στους πολίτες κληροδοτήματα, συμπληρωματικά των πηγών εσόδων τους.

Αναφορικά με την επίδρασή τους στον προϋπολογισμό, καθώς τα χρεόγραφα χρησιμοποιήθηκαν για να αποπληρωθούν φορολογικές υποχρεώσεις, θα προκαλέσουν ελλείμματα στα κυβερνητικά έσοδα σε ευρώ και θα αυξήσουν το έλλειμμα που πρέπει να αναχρηματοδοτηθεί με νέο χρέος ή φορολογία.

Σε αντίθεση με τα TCCs (tax credit certificates), τα χρεόγραφα δεν θα έφεραν καμία αναβαλλόμενη ωρίμανση/λήξη και δεν θα δινόταν χρόνος να δημιουργηθούν ως αντιστάθμισμα νέοι δημοσιονομικοί πόροι. Τέλος, σε αντίθεση με την πρόταση για φορολογικά πιστοποιητικά, τα φορολογικά χρεόγραφα του Parentau δεν θα εκδοθούν στις επιχειρήσεις με σκοπό την μείωση των φορολογικών υποχρεώσεων και ως εκ τούτου, του εργασιακού κόστους, βελτιώνοντας έτσι την εξωτερική ανταγωνιστικότητά τους.

Αναφορικά με την πρόταση Βαρουφάκη, τα FT-coins δεν θα έφερναν πολλές επιπλέον πόρους στην οικονομία. Τα άτομα παίρνουν FT-coins με αντάλλαγμα τα ευρώ που ήδη έχουν. Η δημιουργία επιπλέον αγοραστικής δύναμης για τους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις, θα αυξανόταν μόνο όσο τα FT-coins θα πωλούνταν με premium έναντι της ονομαστικής τους αξίας, με βάση την ανώ του μέσου όρου αξία των φόρων προς το δημόσιο. Δίνοντάς τα δωρεάν, θα καθιστούσε την επίδρασή τους πιο αποτελεσματική.

Όπως και στο TCC μοντέλο, το αποτέλεσμα που θα δημιουργούνταν από τις επιπλέον δαπάνες, θα έπρεπε να φέρει τους πόρους για να καλύψει τα ελλείμματα του ευρώ που θα επηρέαζαν τον προϋπολογισμό την στιγμή της εξαγοράς των FT-coin.

Ωστόσο, το multiplier effect που προκαλείται από τα FT-coins, θα ήταν χαμηλότερο από ό,τι υπό την επιλογή των TCC, από τη στιγμή που οι διαρροές των δαπανών μέσω του εξωτερικού εμπορικού καναλιού δεν θα αντισταθμιζόταν από μεγάλες εξαγωγές μέσω τις μειώσεις του εργασιακού κόστους (τις οποίες καθιστούν δυνατές τα TCCs).

Τέλος, η επιλογή των TCC δεν θα συναντούσε προβλήματα από τις παραπάνω αδυναμίες. Τα TCCs θα δημιουργούσαν επιπλέον αγοραστική δύναμη, θα αποφύγουν αρνητικές επιδράσεις του εξωτερικού εμπορίου, και θα δημιουργούσαν πόρους για να αντισταθμιστούν τα ελλείμματα του ευρώ από τις φορολογικές μειώσεις στις λήξεις των TCC. Επίσης θα είχαν εγγυήσεις για την προστασία του προϋπολογισμού από τον κίνδυνο των δημοσιονομικών υποαποδόσεων.

Εφαρμόζοντας ένα TCC πρόγραμμα στην Ελλάδα

Η εισαγωγή TCCs στην Ελλάδα θα έβγαζε την οικονομία άμεσα εκτός ύφεσης προκαλώντας μια ισχυρή ανάκαμψη της παραγωγής και της απασχόλησης. Στο παρακάτω γράφημα, «ένα βασικό σενάριο» (χωρίς TCCs) συγκρίνεται με ένα εναλλακτικό σενάριο (με TCCs) εξετάζοντας την έκδοση 8 δισ. ευρώ σε TCCs στον πρώτο χρόνο εφαρμογής του προγράμματος, αυξάνοντάς τα στα 16 δισ. ευρώ και στα 24 δισ. ευρώ στο δεύτερο και τρίτο χρόνο αντιστοίχως, παραμένοντας αμετάβλητα στη συνέχεια. Το εναλλακτικό σενάριο λειτουργεί υπό δύο βασικές υποθέσεις.

Μια βασική υπόθεση, η οποία προϋποθέτει έναν δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή (δηλαδή, αύξηση 1,3 του ΑΕΠ ανά κάθε TCC που εκδίδεται σε ετήσια βάση) και

Μια “συντηρητική” υπόθεση, βασισμένη σε έναν πολύ χαμηλότερο πολλαπλασιαστή του 0,8.

Στο βασικό σενάριο, η Ελλάδα εμφανίζει κάποια ήπια αύξηση του ΑΕΠ, με το μέσο πρωτογενές πλεόνασμα του 1,9% να επιτρέπει μικρή μόνο μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους, από το 183% στο 178% σε πέντε χρόνια. Από την άλλη πλευρά, στο εναλλακτικό σενάριο σύμφωνα με την βασική υπόθεση (1,3 πολλαπλασιαστής), η παραγωγή ανακάμπτει ισχυρά με την πραγματική ανάπτυξη του ΑΕΠ να διαμορφώνεται κατά μέσο όρο στο 4,3% μέσα σε ένα εκτιμώμενο  χρονοδιάγραμμα πέντε ετών. Στο μεταξύ, το μέσο πρωτογενές πλεόνασμα διαμορφώνεται στο 3,5% του ΑΕΠ, προκαλώντας την αναλογία του δημοσίου χρέους να υποχωρεί στο 131%.

Ακόμη και με βάση την συντηρητική υπόθεση (πολλαπλασιαστής 0,8), η Ελλάδα θα εμφανίσει κατά μέσο όρο μια ανάπτυξη μεγαλύτερη του 2,4% του ΑΕΠ, ενώ ο λόγος του δημοσίου χρέους θα υποχωρήσει σε λιγότερο από 161% και το πρωτογενές πλεόνασμα θα ξεπερνούσε τον στόχο του 1,9%, και θα διαμορφωνόταν κατά μέσο όρο στο 0,9% παρόλα αυτά.

Τι πρέπει να κάνουμε σε περίπτωση δημοσιονομικής υποαπόδοσης

Αρκετές ρήτρες κλιμακούμενης διασφάλισης θα εισαχθούν στο πρόγραμμα TCC για να προστατέψουν τον προϋπολογισμό από το ενδεχόμενο τα δημοσιονομικά έσοδα να μην αυξάνονται σύμφωνα με τους στόχους του πρωτογενούς πλεονάσματος:

Πρώτον, η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να ανακοινώσει μια δέσμευση για την πληρωμή ενός μέρους (κατά πάσα πιθανότητα ενός μικρού μέρους) των δημόσιων δαπανών με TCCs.

Δεύτερον, οι φορολογούμενοι θα έχουν το δικαίωμα να λάβουν TCCs ως αποζημίωση για επιπλέον πληρωμές φόρου σε ευρώ. Βασικά, αυτό αντιστοιχεί με την αντικατάσταση μιας αύξησης του φόρου με μια υποχρεωτική ανταλλαγή TCCs έναντι ευρώ.

Τρίτον, οι κάτοχοι TCCs θα μπορούσαν να ενθαρρυνθούν να αναβάλουν την χρήση των TCCs για φορολογικές εκπτώσεις, δεχόμενοι μια αύξηση της ονομαστικής τους αξίας (αντίστοιχη με έναν τόκο που πληρώνεται για τις συμμετοχές των TCC με την μορφή πρόσθετων TCCs).

Τέταρτον, η κυβέρνηση θα μπορούσε να αντλήσει ευρώ στην αγορά με την τοποθέτηση TCCs με μεγαλύτερο χρόνο ωρίμανσης αντί για ομόλογα.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτές οι εγγυήσεις είναι λίγο-πολύ προ κυκλικές σε σχέση με εκείνες που θα επιβαλλόταν από την ΕΕ για την εξασφάλιση των στόχων του προϋπολογισμού σε περίπτωση δημοσιονομικής υποαπόδοσης. Μπορεί να δει κανείς αμέσως ότι μία ή περισσότερες τέτοιες διασφαλίσεις, πιθανώς χρησιμοποιούμενες συνδυαστικά, θα διευκόλυναν ακόμη και σημαντικά ελλείμματα στους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα.

Ως παράδειγμα, σύμφωνα με την συντηρητική υπόθεση, το έλλειμμα πρωτογενούς πλεονάσματος 1% που προκύπτει (0,9% αντί για 1,9%), που ισοδυναμεί με περίπου 2 δισ. ευρώ στην περίπτωση της ελλάδας, θα μπορούσε να βρεθεί προσφέροντας κάποιο κίνητρο τόκου στους κατόχους TCCs τα οποία ελήγουν κάθε χρόνο (μέχρι τα 24 δισ. ευρώ, όπως αναφέρεται πιο πάνω).

Εναλλακτικά, το αναβαλλόμενο κίνητρο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθει για να καθυστερήσει η ωρίμανση TCCs ισοδύναμων με 1 δισ. ευρώ, ενώ 0,5 δισ. ευρώ θα μπορούσαν να ανακτηθούν από τη χρήση TCCs για την πληρωμή κάποιων κρατικών δαπανών και το υπολειπόμενο κενό θα μπορούσε να καλυφθεί μέσω υποχρεωτικής ανταλλαγής TCCs έναντι ευρώ, με τους υψηλούς εισοδηματίες.

Η επίδραση τέτοιων μέτρων διασφάλισης θα συγκρίνεται προφανώς πιο ευνοϊκά με τις υφεσιακές επιδράσεις της ίδιας προσαρμογής που επιχειρήθηκε μέσω περικοπής δαπανών και/ή με αυξήσεις φόρων στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας και Αναπτυξης.

Συμπέρασμα

Υπάρχουν εναλλακτικές στη λιτότητα ως ο μόνος κανόνας προσαρμογής για την Ελλάδα, ένας κανόνας που ενώ φτώχυνε δραματικά την χώρα, αποδεικνύεται επίσης αναποτελεσματικός στο να αναβιώσει αξιόπιστες προοπτικές ανάπτυξης. Εισάγοντας ενα νόμισμα παράλληλα με το ευρώ θα βοηθούσε την Ελλάδα να αλλάξει πορεία και να βγει άμεσα από την ύφεση, με την προϋπόθεση ότι το νόμισμα σχεδιάζεται κατά τρόπο που να δημιουργεί τα κίνητρα για τις δαπάνες του ιδιωτικού τομέα.

Έχουν προταθεί σειρά επιλογών. Αυτές έχουν απεικονισθεί και συζητηθεί σε αυτή την διπλή σειρά κειμένων. Όλες οι επιλογές απαιτούν από το δημόσιο, να μετατρέψει μελλοντικά φορολογικά έσοδα, σε άμεση ικανότητα δαπάνης.

Κάθε επιλογή ωστόσο, έχει μια πολύ διαφορετική αναμενόμενη επίδραση στην εσωτερική συνολική ζήτηση και στη δημοσιονομική βιωσιμότητα.

Θεωρούμε πως μόνο τα πιστοποιητικά έκπτωσης φόρου, που χρησιμοποιούνται ως quasi-currency, θα είχαν αρκετή δύναμη τόσο για να δημιουργήσουν νέα αγοραστική ικανότητα και αρκετούς πόρους για να πληρώσουν για τον εαυτό τους κατά τη διάρκεια ενός οικονομικού κύκλου που ανακάμπτει.

Επίσης, επαρκείς εγγυήσεις μπορούν να δημιουργηθούν σε αυτά τα πιστοποιητικά, που θα προστάτευαν τον προϋπολογισμό έναντι του κινδύνου της δημοσιονομικής υποαπόδοσης με έναν τρόπο που θα απέτρεπε να καταστούν αναγκαία, νέα μέτρα λιτότητας.”

*Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο VoxEU.org, ένα policy portal που ιδρύθηκε από το Center for Economic Policy Research (CEPR)