Οι λαϊκοί μύθοι και θρύλοι δεν πεθαίνουν ποτέ σ' αυτή τη χώρα

“Στο βιβλίο του Μάικλ Νέιπιερ "Blue Diamonds" που κυκλοφόρησε πρόσφατα και αφηγείται την ιστορία μιας μοίρας μαχητικών της βρετανικής πολεμικής αεροπορίας (RAF), περιγράφονται κάποια περιστατικά τα οποία αποκαλύπτουν ανάγλυφα όλη την κακομοιριά και τη βαλκανική προχειρότητα που μας διέκρινε ως λαό την εποχή της Μεταπολίτευσης ...



... αλλά και καταρρίπτουν πανηγυρικά τον μύθο που λέει πως "περνούσαμε μια χαρά και όταν είχαμε τη δραχμή" - και εκθέτουν όσα κυβερνητικά στελέχη με περισσή ευκολία εκτοξεύουν σήμερα κουταμάρες περί ανώδυνης επιστροφής στο εθνικό νόμισμα.

Στα μέσα του Ιουλίου 1985 και σύμφωνα με την πάγια τακτική του ΝΑΤΟ για ανταλλαγή επισκέψεων μεταξύ συμμαχικών μοιρών, ένα κλιμάκιο 8 ιπταμένων και 33 τεχνικών της βρετανικής 14ης Μοίρας μετέβη μαζί με 4 αεροσκάφη του στη Λάρισα για να συνεκπαιδευτεί με τους Έλληνες συναδέλφους του.

Σύμφωνα με όσα είπαν αργότερα οι Βρετανοί, έτυχαν πολύ καλής υποδοχής από τους Έλληνες αλλά οι τελευταίοι δεν έδειξαν κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον να πετάξουν μαζί με τους φιλοξενούμενούς τους. Επικαλέστηκαν έλλειψη διαθέσιμων περιοχών ασκήσεων και πεδίων βολής, έλλειψη χαρτών και διάφορες άλλες δικαιολογίες, ώστε τελικά δεν πραγματοποιήθηκαν ούτε οι μισές από τις προγραμματισμένες πτήσεις, αλλά ακόμη και αυτές που έγιναν δεν είχαν ουσιαστικό περιεχόμενο.

Οι Βρετανοί μετά βίας κατάφερναν να κάνουν μία πτήση κάθε ημέρα, θαύμασαν από ψηλά τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου και πρόλαβαν να επισκεφθούν τις αρχαιότητες στην Αθήνα, αλλά δεν έμειναν καθόλου ικανοποιημένοι από το τακτικό όφελος της συνεκπαίδευσης νιώθοντας ότι μάλλον είχαν χάσει τον χρόνο τους ερχόμενοι στην Ελλάδα.

Και όλα αυτά μόλις 11 χρόνια μετά την τραγωδία της Κύπρου, την εποχή που υποτίθεται πως η αεροπορία μας ήταν απόλυτη κυρίαρχος στο Αιγαίο και οι πιλότοι μας είχαν τους Τούρκους για φάπες...

Έπειτα από λίγες μέρες ήρθε η σειρά των Ελλήνων να ανταποδώσουν την επίσκεψη στέλνοντας 4 δικά τους μαχητικά αεροσκάφη στη βρετανική βάση μαζί με κλιμάκιο ιπταμένων και τεχνικών. Εκεί η συμπεριφορά μας υπήρξε ακόμη πιο τριτοκοσμική και αξιοθρήνητη. Από τη στιγμή που πάτησαν το πόδι τους στο εξωτερικό, οι Έλληνες δεν έδειξαν καμία διάθεση για πτήσεις, αλλά μόνο για ...ψώνια!

Ο Βρετανός διοικητής της βάσης βλέποντας ότι οι φιλοξενούμενοί του είχαν έρθει με άγριες διαθέσεις shopping, τους διέθεσε ένα κενό γραφείο για να στοιβάξουν τα πράγματα που αγόραζαν αλλά ήδη από το τέλος της δεύτερης μέρας ο χώρος είχε γεμίσει και χρειάστηκε να διατεθεί στους Έλληνες ένα ολόκληρο ενισχυμένο υπόστεγο αεροσκάφους!

Οι Έλληνες αεροπόροι ξεκίνησαν τα ψώνια τους αγοράζοντας έπιπλα εξοχής, μπάρμπεκιου και σκηνές, συνέχισαν με κάμερες, τηλεοράσεις και άλλες ακριβές ηλεκτρονικές συσκευές, και στο τέλος ολοκλήρωσαν την παραμονή τους στη βάση της RAF με "μία τρελή κούρσα για να αγοράσουν όλες τις μπανάνες που ήταν σε θέση να μεταφέρουν!".

Αυτή ήταν η Ελλάδα του σοσιαλιστικού πειράματος της εποχής του Ανδρέα Παπανδρέου: μία χώρα όπου κάθε ταξίδι στο εξωτερικό αποτελούσε σπάνια ευκαιρία να αγοράσει κανείς αγαθά που ήταν ανύπαρκτα στην ελληνική αγορά, και μία χώρα όπου η εισαγωγή μπανάνας είχε απαγορευτεί δια νόμου (δήθεν για την προστασία της εγχώριας παραγωγής φρούτων) και δεν μπορούσε να τις βρει κανείς πουθενά.

Και το αποτέλεσμα ήταν να φαντάζουμε στα μάτια των Ευρωπαίων ως υπανάπτυκτοι καραγκιόζηδες.

Ακόμη και οι αεροπόροι μας που αποτελούσαν την αφρόκρεμα των ενόπλων μας δυνάμεων και που υποτίθεται πως συγκαταλέγονταν στους καλύτερους πιλότους του κόσμου (οι λαϊκοί μύθοι και θρύλοι δεν πεθαίνουν ποτέ σ' αυτή τη χώρα), γίνονταν ρεζίλι στους ξένους με την πλήρη απουσία επαγγελματισμού και τη γενική δημοσιοϋπαλληλική χαλαρότητα που τους χαρακτήριζε.”