5 χρόνια στρίβουμε τον κάβο ... Γαμ@ται ο κάβος κι ο Πειραιάς

Την ερχόμενη εβδομάδα συμπληρώνονται πέντε χρόνια από την 23η Απριλίου του 2010, τη μέρα που ο Γιώργος Παπανδρέου ανακοίνωσε την υπαγωγή της Ελλάδας στον νεότευκτο μηχανισμό διάσωσης. Η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα της Ευρωζώνης που εισήχθη στην εντατική των μνημονίων. Πιθανότατα θα είναι η τελευταία που θα πάρει εξιτήριο –χωρίς αναγκαστικά να έχει θεραπευθεί.



Η Ιρλανδία, που υπέγραψε πρόγραμμα διάσωσης τον Νοέμβριο του 2010, εξήλθε από το καθεστώς μνημονίου τον Δεκέμβριο του 2013. Το ίδιο έκανε η Πορτογαλία τον Μάιο του 2014, τρία χρόνια ακριβώς μετά την ενεργοποίηση του δικού της προγράμματος. Ακόμα και η Κύπρος, μόλις δύο χρόνια μετά τη δική της τρικυμιώδη υπαγωγή στο μνημόνιο, βρίσκεται πιο κοντά στην έξοδο απ’ ό,τι η Ελλάδα.

Αξίζει να θυμηθούμε τις προβλέψεις που περιλαμβάνονταν στο αρχικό ελληνικό μνημόνιο, για να αποκτήσουμε μια συγκριτική εικόνα. Σύμφωνα με τις παραδοχές του πρώτου προγράμματος διάσωσης, η οικονομία θα συρρικνωνόταν κατά 4% το 2010 και κατά 2,6% το 2011, αλλά θα επανερχόταν στην ανάπτυξη το 2012 (1,1%). Το ίδιο έτος θα κορυφωνόταν και η ανεργία (στο 15,3%), ενώ ο πληθωρισμός, στο πλαίσιο της ποθητής εσωτερικής υποτίμησης, από 1,9% το 2010 θα ήταν αρνητικός το 2011 (-0,4%). Το δημόσιο χρέος, τέλος, θα έφτανε το 149,6% του ΑΕΠ το 2013 και στη συνέχεια θα ξεκινούσε την καθοδική του πορεία –χωρίς να χρειαστεί αναδιάρθρωση.

Πώς εξελίχθηκε

Η πραγματικότητα εξελίχθηκε κάπως διαφορετικά. Η ύφεση έφτασε το 4,9% το 2010, το εφιαλτικό 8,9% το 2011 και το 6,6% το 2012 –έτος κατά το οποίο προβλεπόταν η ανάκαμψη και η επάνοδος στις αγορές. Η οικονομία συνέχισε να συρρικνώνεται το 2013 (-3,9%), ενώ η ισχνή ανάκαμψη που κατέγραψε το 2014 δείχνει πλέον ότι ήταν μια σύντομη αναλαμπή στο βαθύ οικονομικό σκοτάδι.

Η ανεργία, τελικά, κορυφώθηκε το 2013 στο 27,5% και δεν έχει πέσει έκτοτε κάτω από το 25%. Ο πληθωρισμός θα έφτανε το 4,7% το 2010 και το 3,1% το 2011, υπονομεύοντας αποφασιστικά το στόχο της εσωτερικής υποτίμησης. Το χρέος, παρά τη δραστική αναδιάρθρωση του 2012, αναρριχήθηκε πέρυσι στο 177,1% του ΑΕΠ.

Η χώρα σήμερα βρίσκεται –μόνη από τις 19 της Ευρωζώνης– εκτός του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Οι αποδόσεις των δεκαετών της ομολόγων κυμαίνονταν την Πέμπτη λίγο κάτω από το 13%. Οι αντίστοιχες της Πορτογαλίας ήταν την ίδια μέρα κάτω από 2%. Της Ιρλανδίας ήταν κάτω από 0,75%.

Γιατί το ελληνικό πρόγραμμα δεν απέδωσε όσο τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά μνημόνια; Τι έκανε την ελληνική περίπτωση τόσο ιδιαίτερη σε σχέση με τις άλλες υπερχρεωμένες χώρες της Ευρωζώνης; Η «Κ» απευθύνθηκε, μέσω email, σε πέντε κορυφαίους διεθνείς αναλυτές για να απαντήσουν στα ερωτήματα αυτά, παραμονές της θλιβερής πέμπτης επετείου του Καστελλόριζου.

Ο Πολ Μπλούσταϊν, βραβευμένος οικονομικός δημοσιογράφος (Wall Street Journal, Washington Post), συγγραφέας και εταίρος του Center for International Governance Innovation, γράφει αυτές τις ημέρες ένα βιβλίο για τον ρόλο του ΔΝΤ στην ευρωπαϊκή κρίση. Μιλώντας στην «Κ», σημειώνει ότι «μεταξύ των τριών μελών της τρόικας, το ΔΝΤ ήταν αυτό που τάχθηκε υπέρ των πιο χαλαρών όρων όταν ξέσπασε η κρίση –το Ταμείο επιθυμούσε η Ελλάδα να έχει περισσότερο χρόνο για να μειώσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα απ’ ό,τι ήθελαν η ΕΚΤ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή».

Επιπλέον, όπως τονίζει ο Αμερικανός αναλυτής, το ΔΝΤ ήταν που «υποχρέωσε τα άλλα μέλη να αναγνωρίσουν την πραγματικότητα το φθινόπωρο του 2011, παρουσιάζοντας μία ανάλυση που έδειχνε ότι το ελληνικό χρέος δεν ήταν βιώσιμο». Ωστόσο, κατά τον Μπλούσταϊν, το Ταμείο ευθύνεται που δεν επέμεινε νωρίτερα σε μια μείζονα αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, αποδεχόμενο ρόλο «ελάσσονος εταίρου» στην τρόικα.

Το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για τη θεαματική αποτυχία του ελληνικού προγράμματος, όπως τονίζει, ανήκει στη δημόσια διοίκηση και το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας, «η δυσλειτουργικότητα των οποίων ξεπερνά αυτή των άλλων χωρών». Ομως, «αν η τρόικα είχε αναλάβει την πρωτοβουλία νωρίτερα για την αναδιάρθρωση του χρέους, ίσως το ελληνικό πολιτικό σύστημα να είχε ανταποκριθεί καλύτερα».

Ο Φιλίπ Λεγκρέν, εταίρος του European Institute στο LSE και συγγραφέας του «European Spring», ένος βιβλίου-καταπέλτη για τα λάθη στη διαχείριση της ευρω-κρίσης, τονίζει ότι το ελληνικό πρόγραμμα «θα είχε αποτύχει ακόμα κι αν η Ελλάδα διοικείτο με ελβετική αποτελεσματικότητα και σουηδική ακεραιότητα». Ο Λεγκρέν συμφωνεί ότι η μη έγκαιρη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, με σκοπό «να διασωθούν οι γαλλικές και οι γερμανικές τράπεζες», ήταν ο κύριος λόγος για την καταστροφή που ακολούθησε. Για τον οικονομολόγο, που διετέλεσε σύμβουλος του Ζ.Μ. Μπαρόζο, οι συνέπειες του ολέθριου αυτού λάθους πολλαπλασιάστηκαν από τα λάθη των τεχνοκρατών, και ειδικότερα των «άπειρων και αλαζονικών» αξιωματούχων της Κομισιόν.

O Ντέσμοντ Λάκμαν του συντηρητικού American Enterprise Institute εστιάζει κι αυτός στο γεγονός ότι η Ελλάδα θυσιάστηκε στον βωμό της διάσωσης του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος. Οπως αναφέρει, οι πολιτικοί προϊστάμενοι της τρόικας γνώριζαν ότι το ελληνικό πρόγραμμα δεν ήταν βιώσιμο –ήταν κάτι αυτονόητο. «Αυτό που είναι πιο δύσκολο να κατανοηθεί», καταλήγει, «είναι γιατί η κυβέρνηση Παπανδρέου δέχθηκε να οδηγηθεί ως πρόβατο στη σφαγή σ’ ένα πρόγραμμα, που ήταν εξαρχής καταδικασμένο στην αποτυχία. Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο δεδομένης της εύθραυστης κατάστασης του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, και το ισχυρό χαρτί που αυτό έδινε στην ελληνική κυβέρνηση στις διαπραγματεύσεις της με την τρόικα».

Ο Ζολτ Νταρβάς, εταίρος του Ινστιτούτου Bruegel στις Βρυξέλλες, αναδεικνύει μια άλλη πτυχή του κόστους της καθυστερημένης αναδιάρθρωσης: «Η αβεβαιότητα σχετικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους και η συνεπακόλουθη αβεβαιότητα για την παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη το 2010-2012 ήταν μείζονες αρνητικοί παράγοντες που συνέβαλαν στην κατάρρευση του ελληνικού ΑΕΠ». Η κατάρρευση αυτή, πολύ πέρα από τις μνημονιακές προβλέψεις, όπως τονίζει, οδήγησε στον φαύλο κύκλο εντεινόμενης λιτότητας και επιδείνωσης της ύφεσης.

Ο Βολφάνγκο Πικολί, τέλος, εκτελεστικός διευθυντής της Teneo Intelligence, εξετάζει τους λόγους που η Πορτογαλία, η οποία είχε παρεμφερή (αν όχι εξίσου μεγάλα) προβλήματα με την Ελλάδα προ κρίσης, πήγε τόσο καλύτερα. Η πρώτη αιτία ήταν η συγκυρία. Η Ελλάδα, η πρώτη «διασωθείσα», έγινε «το πειραματόζωο [...] το πρωτότοκο που υποφέρει απ’ όλα τα λάθη των άπειρων γονέων του». Δεύτερον, στην Ελλάδα, το σύνολο του πολιτικού φάσματος «παρουσίασε τους όρους του προγράμματος ως επιβολή ξένων δυνάμεων που υπονόμευαν την εθνική κυριαρχία της χώρας». Αντίθετα, στην Πορτογαλία υπήρξε πλήρης «ιδιοκτησία» των μεταρρυθμίσεων –και συναίνεση επ’ αυτών μεταξύ των μεγάλων κομμάτων. Ως αποτέλεσμα, ήταν σαφώς πιο αρμονική η σχέση κυβερνητικών στελεχών και αξιωματούχων της τρόικας στη Λισσαβώνα απ’ ό,τι στην Αθήνα.”

"Πέντε χρόνια μετά το Καστελλόριζο..."

Του Γιαννη Παλαιολόγου | Έντυπη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ