“Γυρίσματα” της ιστορίας - Γερμανία, Ευρώπη, Ελλάδα

“Εκείνη τη μέρα του Ιουνίου του 1940, στο δάσος του Compiegne, λίγα χιλιόμετρα βόρεια του Παρισιού, ο  Αδόλφος Χίτλερ  εκδήλωνε όλη του τη μανία για εκδίκηση κατά της Γαλλίας, για την ήττα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου.




Πάνω στο ίδιο βαγόνι τραίνου που 22 χρόνια νωρίτερα είχε υπογραφεί η προσβλητική άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας στον Α' παγκόσμιο πόλεμο, τώρα αυτός καθόριζε τους ξευτιλιστικούς όρους της παράδοσης της Γαλλίας και της διακυβέρνησης της χώρας. Ήταν η πρώτη πράξη εκδίκησης -που επί 22 χρόνια- φαντασιώνονταν οι Γερμανοί και η πρώτη πράξη επιστροφής στο ένδοξο παρελθόν. Οι επόμενες πράξεις, λόγω της νέας ήττας και του εδαφικού διαμελισμού που μεσολάβησε, θα έπρεπε να περιμένουν μερικές δεκαετίες.

Η Γερμανία σέρνει έως και σήμερα,  βαριά τη μνήμη της ήττας  των δύο μεγάλων πολέμων του περασμένου αιώνα. Στο φάντασμα της Βαϊμάρης, το οποίο παραμένει ως μία βαθιά ψύχωση μεγάλου μέρους του λαού, μετά το β' παγκόσμιο πόλεμο προστέθηκε και το φάντασμα του διαμελισμού του κράτους τους. Έτσι, την ιστορία της Γερμανίας, τόσο μετά τις Βερσαλλίες, όσο και μετά το β' παγκόσμιο πόλεμο, θα πρέπει να την εξετάζουμε με βάση την ψυχολογία της εκδίκησης και την ανάγκη του γερμανικού έθνους -και κυρίως των γερμανικών ηγεσιών- να αναδείξει και πάλι την ανωτερότητα που αναδύεται μέσα από τους μύθους της τευτονικής παράδοσης και της άριας φυλής.

Σήμερα, η Γερμανία νοιώθει και πάλι όπως ένοιωθε τις παραμονές του β' παγκοσμίου πολέμου: μία ισχυρή παγκόσμια υπερδύναμη. Και κάποιος θα μπορούσε να υποθέσει ότι στο αίσθημα αυτό βασίζεται ένα μεγάλο μέρος της σημερινής αλαζονικής συμπεριφορά της εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης, αλλά και η εκδικητική μανία κατά της Ελλάδας (νικήτρια δύναμη και στους δύο πολέμους - η Ελλάδα υπήρξε ένας σοβαρός παράγοντας και για τις δύο γερμανικές ήττες).

Πάγια θεώρηση της Γερμανίας στο ζήτημα της ελληνικής κρίσης, είναι ότι “η Ελλάδα είναι  η μόνη υπεύθυνη  για την κατάσταση στην οποία περιήλθε και για το λόγο αυτό θα πρέπει να υποστεί την τιμωρία που της πρέπει απ' αυτή την αλόγιστη και άσωτη συμπεριφορά”. Αυτό έχει να κάνει με στοιχεία της “προτεσταντικής ηθικής” αυτού του λαού. Όμως, κανείς δε μπορεί να αποκλείσει ότι έχει να κάνει και με τις εμμονές της Γερμανίας που την κυνηγούν περίπου επί έναν αιώνα.

Μπορούμε να δούμε τις ομοιότητες της σημερινής γερμανικής θέσης στο ζήτημα της Ελλάδας, με το άρθρο 231 της συνθήκης των Βερσαλλιών (γνωστό ως “άρθρο της πολεμικής ενοχής”) το οποίο αναγκάστηκε να υπογράψει και να αποδεχθεί. Το άρθρο αυτό έχει ως εξής:

“Οι Σύμμαχοι και οι συνεργαζόμενες κυβερνήσεις επιβεβαιώνουμε  και η Γερμανία αποδέχεται την ευθύνη  της Γερμανίας και των συμμάχων της για την πρόκληση όλων των απωλειών και των ζημιών που όλοι οι Σύμμαχοι και οι συνεργαζόμενες κυβερνήσεις και οι πολίτες τους υπέστησαν ως συνέπεια του πολέμου που επιβλήθηκε σ' αυτούς από την επίθεση της Γερμανίας και των συμμάχων της”.

(Σημείωση: Λόγω της εκδικητικής μανίας των Γάλλων, η συνθήκη υπογράφηκε στην αίθουσα των Κατόπτρων των Ανακτόρων των Βερσαλλιών, δηλαδή  στην ίδια αίθουσα  που στις 18 Ιανουαρίου 1871, μετά την ήττα της Γαλλίας στον γαλλοπρωσικό πόλεμο (1870 –ndash; 71), στέφθηκε αυτοκράτορας της ενωμένης πλέον Γερμανίας, ο Γουλιέλμος ο Α’. Ίσως με την πράξη αυτή ξεκίνησε μία “βεντέτα”, την οποία συνέχισε ο Αδόλφος Χίτλερ τον Ιούνιο του 1940 και η οποία, ίσως και να συνεχίζεται ως σήμερα).

Πέραν αυτού, οι όροι της Συνθήκης των Βερσαλλιών παρουσιάστηκαν στους γερμανούς στις 7 Μαΐου 1919. Δεν επιτράπηκε καμία συζήτηση και όλες οι παρατηρήσεις έπρεπε να δοθούν γραπτά μέσα σε 15 μέρες. Δηλαδή, η συμμαχική θέση ήταν  “take it or leave it”  και στη γερμανική αντιπροσωπεία δε δόθηκε καμία δυνατότητα να διαπραγματευθεί.

Την ίδια στάση τήρησε η γερμανική κυβέρνηση απέναντι στη χρεοκοπημένη Ελλάδα, το 2012, στο 2ο Μνημόνιο: “Take it or leave it”. Ο Γερμανός ΥΠΟΙΚ κ. Σόιμπλε έχει επιβεβαιώσει ότι διεμήνυσε στον Έλληνα υπουργό κ. Βενιζέλο ότι, η Ελλάδα μπορούσε να αποχωρήσει από το ευρώ αν δε δεχόταν το 2ο Μνημόνιο. Την ίδια ακριβώς στάση τηρεί η Γερμανία και έναντι της νέας Ελληνικής Κυβέρνησης, στην οποία θέτει αυστηρά χρονικά περιθώρια να καταθέσει προτάσεις, ενώ δε δέχεται καμία αποστασιοποίηση από τα κείμενα που αυτή επιβάλλει.

Οι όροι που επιβλήθηκαν στη συνθήκη των Βερσαλλιών (δείτε σχετικές πληροφορίες), ήταν αυστηροί και εξουθενωτικοί για τη Γερμανία. Πέραν από την απώλεια εδαφών (μεταξύ αυτών και η εδαφική απομόνωση της Ανατολικής Πρωσίας) και την πλήρη ανάμιξη των ξένων δυνάμεων στον τρόπο διακυβέρνησης της χώρας, οι οικονομικοί όροι καταδίκαζαν τη Γερμανία σε μία μεγάλη ύφεση και το λαό της σε μία οικονομική εξαθλίωση. Το πρόβλημα που προκαλούνταν από τις τεράστιες αποζημιώσεις που έπρεπε να καταβάλλει Γερμανία, αλλά και την εξυπηρέτηση του χρέους της, ήταν τόσο μεγάλο, ώστε καθημερινά ο διεθνής Τύπος της εποχής αναρωτιόταν για το ποια θα ήταν η ημερομηνία που η Γερμανία θα αναγκαζόταν να κηρύξει στάση πληρωμών.

Την εμπειρία αυτή τη ζούμε, εμείς οι Έλληνες, 90 χρόνια αργότερα, ευρισκόμενοι σε μία κατάσταση εξαθλίωσης που προέκυψε μέσα από όρους που αναγκαστήκαμε να αποδεχθούμε, χωρίς καν να μας δοθεί η δυνατότητα διαπραγμάτευσης. Και ο πρωταγωνιστής της άλλης πλευράς, ο κυρίως αντισυμβαλλόμενος, είναι η -πανίσχυρη πια- Γερμανία. Ακόμη και εάν δεν υπάρχει “δόλος” στην περίπτωση αυτή, η σύμπτωση είναι κορυφαία...

Η Κυβέρνηση του καγκελαρίου Γιόζεφ Βιρτ (1921-1922) προσπαθούσε να πείσει τις νικητήριες δυνάμεις ότι η Δημοκρατία της Βαϊμάρης δεν ήταν οικονομικά σε θέση να εκπληρώσει όσα της επέβαλλαν με τη συνθήκη των Βερσαλλιών. Για να πετύχει τον σκοπό αυτό ο Βιρτ προσπάθησε με κάθε τρόπο να εκπληρώσει τις υπερβολικές επανορθωτικές αποζημιώσεις πιστεύοντας ότι η κατάρρευση της γερμανικής οικονομίας θα πείσει τους σύμμαχους. Όμως οι σύμμαχοι δε συγκινούνταν. Επί μήνες, οι γερμανικές κυβερνήσεις εξέπεμπαν “κραυγές αγωνίας” προς τη διεθνή κοινότητα, επισημαίνοντας ότι δε μπορούν να συνεχίσουν να πληρώνουν τις πολεμικές αποζημιώσεις και τα κρατικά δάνεια. Τον Αύγουστο του 1922, ο καγκελάριος Βιρτ διακήρυξε ότι, θέση της κυβέρνησής του ήταν  “Πρώτα ψωμί και μετά αποζημιώσεις”. Μερικές εβδομάδες αργότερα, η κυβέρνηση Βιρτ κατέρρευσε.

Νέος καγκελάριος ανέλαβε ο Βιλχελμ Κούνο. Ήδη, από τις προγραμματικές του δηλώσεις στο Ράιχσταγκ, επαναλαμβάνει τη θέση του Βιρτ: “Πρώτα ψωμί και μετά αποζημιώσεις”.

Δε γνωρίζουμε εάν το μήνυμα που έστειλε ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, στα μέσα Μαρτίου 2015, προς τους Ευρωπαίους ομολόγους του ότι “Πρώτα οι μισθοί και οι συντάξεις και μετά η αποπληρωμή του χρέους” είναι τυχαίο, ή έχει εμπνευσθεί από τα εναγώνια μηνύματα των γερμανών καγκελαρίων πριν από 95 περίπου χρόνια, όμως είναι ταυτόσημα. Αναδεικνύουν το ίδιο πρόβλημα και την ίδια αγωνία. Και βασίζονται σε παρόμοιες συμπεριφορές. Μόνον που, αυτή τη φορά, οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί. Και βεβαίως, ο Αλέξης Τσίπρας, με τον παραλληλισμό αυτό, άμεσα ή έμμεσα, θέλει να επισημάνει στη διεθνή κοινότητα τους κινδύνους που ελλοχεύουν, όχι μόνον για την Ελλάδα, αλλά για ολόκληρη την Ευρώπη από την εμμονή σsigma;' αυτή την παράλογη πολιτική.

Για την ιστορία αναφέρεται ότι, ο καγκελάριος Κούνο έκανε αλλεπάλληλες προσπάθειες για να πετύχει την κατανόηση των συμμάχων στα προβλήματα της χώρας. Όμως, οι Γάλλοι αντιδρούσαν σε κάθε σκέψη αναβολής στην πληρωμή των επανορθώσεων, αναφέροντας ότι, η Γερμανία μπορούσε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, πλην όμως δεν ήθελε να το κάνει. Στις 27 Δεκεμβρίου 1922, η γερμανική κυβέρνηση  κήρυξε στάση πληρωμών. Ως αποτέλεσμα ήταν η κατάληψη της περιοχής του Ρουρ από γαλλικά στρατεύματα, η επιδείνωση της οικονομικής κρίσης, η εμφάνιση του υπερπληθωρισμού και η καταστροφή της μεσαίας τάξης και η έναρξη της λάμψης του άστρου του Αδόλφου Χίτλερ. Η Κυβέρνηση του Κούνο κατέρρευσε μερικούς μήνες αργότερα. Στις εκλογές που ακολούθησαν, ανατράπηκε τελείως το πολιτικό σκηνικό της Γερμανίας και έκανε την παρθενική του εμφάνιση ο ναζισμός.

Οι Σύμμαχοι - νικητές του β’ παγκοσμίου πολέμου,  δεν επανέλαβαν τα λάθη  της συνθήκης των Βερσαλλιών. Η ζώνη κατοχής που ελέγχονταν από τους δυτικούς Συμμάχους (δηλαδή η περιοχή που το 1949 ονομάστηκε Δυτική Γερμανία), όχι μόνον δεν πλήρωσε πολεμικές αποζημιώσεις, αλλά της χαρίστηκε μεγάλο μέρος του εξωτερικού της χρέους και παράλληλα ενισχύθηκε με τεράστια ποσά από το Σχέδιο Μάρσαλ, ώστε να ανακάμψει γρήγορα και να θέσει τις βάσεις μίας ισχυρής βιομηχανικής οικονομίας. Παράλληλα με την ισχυρή οικονομία και τις νέες κρατικές δομές της (Δυτικής) Γερμανίας, δημιουργήθηκε ένας λαός που επί χρόνια, τα μέλη του ήταν τα “υποδείγματα” των σύγχρονων Ευρωπαίων. Όμως, αυτό κράτησε έως την επίτευξη του μόνιμου στόχου της επανένωσης. Από τότε, στη Γερμανία αναβίωσαν οι παραδοσιακές αξίες του εθνικισμού, μία εξέλιξη που άλλαξε τη χώρα και που ίσως κινδυνέψει να αλλάξει και την Ευρώπη. Κατά τα φαινόμενα, ξαναγεννήθηκε ο επιθετικός γερμανός - ο ταραξίας της ηπείρου.

Μπορεί κάποιος να υποθέσει ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται, ή καλύτερα συνεχίζεται  σαν ένα μεγάλο και διαχρονικό “παιχνίδι”  με τις ίδιες πρακτικές εκδικητικότητας που ξεκίνησαν οι Γάλλοι στο παλάτι των Βερσαλλιών το 1919; Μπορεί κάποιος να υποθέσει ότι, σήμερα που η Γερμανία είναι και πάλι ενωμένη και ισχυρή -και υλοποιείται το όνειρο του Βίσμαρκ- έρχεται στην επιφάνεια μία νέα φάση της βεντέτας αυτής, ως διάθεση επίδειξης της ανωτερότητας (φυλετικής και οικονομικής), εκδίκησης για τα όσα υπέστησαν οι γερμανοί μετά δύο χαμένους πολέμους και ως μία νέα ένδειξη της παραδοσιακής αλαζονείας της; Μπορούμε να υποθέσουμε ότι σε ορισμένες στιγμές της παρούσας κρίσης υποκρύπτεται μία σημειολογία που βασίζεται σε γεγονότα του παρελθόντος;

Σ' αυτό, κανείς δε μπορεί να απαντήσει σήμερα. Ίσως απαντήσει ο ιστορικός του μέλλοντος, όταν θα εξετάζονται τα αίτια και τα αποτελέσματα αυτής της νέας ευρωπαϊκής κρίσης, η οποία για μερικές χώρες (και κυρίως για την Ελλάδα – νικήτρια της Γερμανίας στους δύο πολέμους του 20ου αιώνα) έχει ηθικές, οικονομικές, δημογραφικές και πολιτισμικές συνέπειες τόσο βαριές, που θα μπορούσαν να παραλληλιστούν με τις απώλειες μίας πολεμικής σύρραξης.”


Σημείωση: Για τη συγγραφή του άρθρου αυτού χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από το βιβλίο “Η γερμανική ηγεμονία: Ψευδαισθήσεις και πραγματικότητα” του Ηλία Θερμού, (ειδική έκδοση για “Το ΒΗΜΑ”, Αθήνα 2015)